Η ποίηση είναι το ταξίδι των φτωχών.
Αυτών που σκέφτονται να κόψουν το τσιγάρο
για να μην τους κόψουν το ρεύμα
κι εκείνων που σκέφτονται να ξεκινήσουν το τσιγάρο
για να μην το κόψει η μοναξιά.
Η φτώχεια θερίζει χρόνο με το χρόνο
κι η ανάγκη για ποίηση γίνεται πιο απαραίτητη από ποτέ.

Αυτήν την στιγμή ταξιδεύουμε,
όχι σε κάποιο επικό παρελθόν
ούτε σε ένα φαντασιακό μέλλον.
Ταξιδεύουμε στο παρόν, ζούμε τη στιγμή
και σε αυτό το ταξίδι δεν έχουμε ανάγκη από φωτογραφίες.
Το άλμπουμ της ψυχής μας έχει άπειρες κενές σελίδες
και περιμένει να τις γεμίσει.

Η κορδέλα της αφετηρίας είναι γκρί,
σήμα κατατεθέν του τοπίου.
Δε διάλεξα εγώ το τοπίο
ούτε τις γεωγραφικές συντεταγμένες του.
εκείνο με επέλεξε.

Η υποχρέωση μου ήταν να το σεβαστώ και να συνεχίσω
σε χώρο και χρόνο παράλληλο με τις δεδομένες κυρίαρχες καταστάσεις.
Η συνέχεια είναι ο πυρήνας.
Για να συνεχίσεις, όμως, πρέπει να δράσεις,
γιατί το τοπίο είναι κορεσμένο από καταληψίες οξυγόνου
και τα αποθέματα στην τράπεζά του τελειώνουν…

Ακούστηκε ένα πρέπει ωστόσο,
και τα πρέπει   ̶ βάζω στοίχημα ̶
πως θα σ’ έχουν κουράσει.
Είναι ρήμα άκλιτο, με σημασία μονότονη,
χωρίς μεταβολές,
κι αυτό το κάνει αντιπαθητικό
με ανάστημα επιβλητικό.

Βλέπεις, δεν παίρνει φτιασιδώματα από τα υποκείμενα,
η παρουσία του είναι απρόσωπη.
Αυτό που είναι σε τρομάζει.
Η πιθανότητα να μην εκπληρώσεις όσα επιβάλλει το πρέπει
σε αγχώνει,
σου δημιουργεί φόβο
κι εσύ μένεις στάσιμος.
Όχι για όσα δε θα κερδίσεις ούτε για ό,τι θα χάσεις,
αλλά γιατί δε θα έχεις πρόσωπο να του αποδώσεις τις ευθύνες.
Έτσι έχεις μάθει.