popaganda_instagram

«Μα καλά έχεις κλειστό το instagram;;» ρώτησε έκπληκτος ο Θ. την ώρα που καθάριζε ένα πορτοκάλι στην κουζίνα του γραφείου. «Γιατί; Τι νόημα έχει τότε;» συμπλήρωσε τον προβληματισμό του. Η αλήθεια είναι ότι το εν λόγω ζήτημα δεν με είχε απασχολήσει περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα -όσο δηλαδή χρειάστηκε να βάλω την ανάλογη ρύθμιση στο λογαριασμό μου- και τώρα ερχόταν στο πεδίο της συνειδητότητας σαν ελαφρώς αντιπαθής μακρινός ξάδελφος που σου πιάνει κουβέντα σε οικογενειακό τραπέζι.

Ένας από τους λόγους που κάποιος πρέπει να αιτηθεί παρακολούθησης του λογαριασμού μου είναι ότι έτσι συμβαίνει και στο facebook. Με εξαίρεση τα πρώτα χρόνια της αφέλειας όπου το accept button πατιόταν αυτόματα, σταδιακά έφτασα στο αντίθετο στάδιο της διαγραφής «φίλων» με τους οποίους δεν είχαμε τίποτα κοινό και που δεν νομίζω ότι αντιλήφθηκαν καν την απώλειά μου. Έτσι λοιπόν, δημιουργώντας τον istagram λογαριασμό μου σκέφτηκα ότι ήθελα να έχω τον έλεγχο του ποιός έχει πρόσβαση στις φωτογραφίες που ανεβάζω. Όχι γιατί είναι πολύ προσωπικές, ούτε επειδή θεωρώ ότι έχουν κάποια ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία – το αντίθετο μάλιστα. Στην πραγματικότητα, δεν ανεβάζω καν τόσο συχνά, δέκα φωτογραφίες αντιστοιχούν σε έξι μήνες δραστηριότητας. Ωστόσο, και μόνο η σκέψη του να μπορεί κανείς ανεξέλεγκτα να δει οποιαδήποτε στιγμή ότι εγώ έπινα τσάι πορτοκάλι-καρύδα και διάβαζα Μουρακάμι μου δημιουργεί ένα φόβο. Εκτός αν πρόκειται για τον ίδιο τον Μουρακάμι.

«Σου αρέσει όμως να έχουν οι άλλοι ανοιχτό το προφίλ τους; Αυτό είναι θράσος», συνεχίζει ο Θ. πετώντας μου το μπαλάκι των επιχειρημάτων. Δεν θα έλεγα ότι μου αρέσει, θα έλεγα καλύτερα ότι με βολεύει. Εγώ μπαίνω στο instagram για να δω τις ημι-επαγγελματικές φωτογραφίες κάποιου travel-blogger ή food-blogger, (γενικά οι bloggers ανθίζουν στο instagram). Επίσης, ακολουθώ φωτογράφους ή κάποιους τουλάχιστον έτσι δηλώνουν (γιατί στο instagram ο,τι δηλώσεις είσαι), που ανεβάζουν άπειρες, συνήθως καλαίσθητες φωτογραφίες από μέρη του κόσμου στα οποία δεν μπορώ να είμαι. Έτσι, το πρωί ξυπνάω χαζεύοντας ένα ζευγάρι μπλε σαγιονάρες στις Μπαχάμες, ένα ποδήλατο στο Μανχάταν, ένα κέικ ουράνιο τόξο. Βεβαίως, δεν γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους, δεν αισθάνομαι όμως ότι κοιτάω τη ζωή τους από την κλειδαρότρυπα γιατί εκείνοι δεν εκθέτουν τον εαυτό τους, αλλά τη δουλειά ή έστω το χόμπι τους. Μάλιστα ορισμένοι απ’ αυτούς δεν έχουν ούτε μια φωτογραφία με τον εαυτό τους online. Αλλά και να έχουν, γιατί οκ, instagram χωρίς selfie είναι σχεδόν αδύνατο, η χαμογελαστή μουρίτσα μιας ξανθούλας με φόντο το Grand Canyon δεν με χαλάει. Αυτό που δεν μου αρέσει  είναι οι αναρίθμητες selfie ατόμων που μου κάνουν αίτηση για follow, μόνο και μόνο για να τους ακολουθήσω κι εγώ και μετά να με διαγράψουν. Μεγάλη μάστιγα οι παραπάνω, φίλοι μου. Όταν βλέπετε 3000 followers και 60 followed σε ένα λογαριασμό που δεν ανήκει στην Kim Kardashian, να υποψιάζεστε πως προσπαθούν να παίξουν βρώμικα παιχνίδια με το αθώο σας insta-προφίλ.

«Και γιατί δεν μπαίνεις στο google αν θες να δεις φωτογραφίες από τις Μπαχάμες; Εκεί είναι επαγγελματικές και έχουν καλή ανάλυση», το πνεύμα αντιλογίας ενίσταται απέναντί μου. Μα γιατί οι επαγγελματικές στο google μου φαίνονται σαν να μην έχουν την προσωπική ματιά του χρήστη. Μια τεχνικά άρτια, επαγγελματική φωτογραφία απέχει κατά πολύ από την σχεδόν επαγγελματική που βάζει όμως στο παιχνίδι την ιδιαιτερότητα του δημιουργού. Στο instagram μετράει το στιγμιότυπο, το φρεσκοανοιγμένο ρόδι πάνω στην ψάθα, όχι η πανοραμική θέα της παραλίας.

Για τους active users λειτουργεί σαν εργαλείο, σαν ένα ερασιτεχνικό online φωτογραφικό μουσείο, στο οποίο εγώ προτιμώ να περιφέρομαι ως αδαής τουρίστας παρά ως ανταγωνιστής καλλιτέχνης σε κάτι που δεν κατέχω. Συνεπώς, δεν κατηγορώ όσους έχουν ανοιχτό λογαριασμό, απλώς εγώ δεν το κάνω, γιατί δεν θεωρώ τις φωτογραφίες μου άξιες έκθεσης σε μεγάλο εύρος. Ευτυχώς, το instagram έχει μια μεγάλη αγκαλιά για να μας χωρέσει όλους, τον καθένα με τα γούστα, τα ταλέντα και τις παραξενιές του.