Πώς θα μπορούσε κανείς με μια εικόνα να παραστήσει το ταλέντο; Την ιδιαίτερη φυσική ικανότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Με τι μοιάζει αυτό που διέθεταν όλοι αυτοί οι μαγικοί άνθρωποι από τον καιρό του τυφλού περιπλανώμενου ραψωδού, που δεν είχε ορισμένη θέση στην κοινωνική ιεραρχία, ως σήμερα που ο καλλιτέχνης μπορεί να γίνει, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, Κροίσος ή απόλυτος άρχοντας; Βρήκα τέσσερις προσομοιώσεις της λειτουργίας του ταλέντου και για την καθεμιά έχω εντοπίσει ένα μουσικό κομμάτι που της ταιριάζει, που μπορεί δηλαδή να λειτουργήσει σαν προσομοιωτής της εικόνας.
Νερό. Το θέμα είναι να παρακολουθήσεις το νερό. Θα δεις ότι έχει την ιδιότητα να κινείται. Μένει σε υπόγειες σπηλιές στάσιμο και αρυτίδωτη η επιφάνειά του, «μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει», λέει ο Σεφέρης στη «Στέρνα», και πιο κάτω, «Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια, μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης». Την ίδια στιγμή ωστόσο ασκεί μια μυστική διαβρωτική πίεση στα τοιχώματα. Κάπου βρίσκει μια αδυναμία, ένας σβόλος χώμα υποχωρεί, μετακινείται ελαφρά και τσουπ το νερό τρυπώνει και κυλάει, κατηφορίζει, ελίσσεται, προχωρεί, θέλει να βρει, και βρίσκει, δρόμο ανάμεσα σε χαλίκια, πετρώματα, ρίζες, ριζιμιά, ριζώματα, σαθρά κοιτάσματα, μέταλλα, οψιδιανές, ώσπου ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στο φως, στην Εννεάκρουνο στα πόδια της Ακρόπολης, στα Καλά Νερά της Πάρνηθας πάνω σε στρώμα από πούσια έλατου, στον Αϊ-Γιάννη στο Πήλιο, κάτω από το σπίτι όπου έζησε η Έλλη Λαμπέτη, στη Σάριζα της Άνδρου, στην Αγία Τριάδα της Πεντέλης, στο Αγίασμα του Μπαλουκλί.
Για μουσική δίνω στο Νερό την Αριέτα του Μπετόβεν, μέρος της τελευταίας σονάτας του.
Άλογο. Μοιάζει σαν να επινοήθηκε από την κλασική Αθήνα κι ας γνωρίζουμε ότι υπάρχει τόσο παλιά όσο ο άνθρωπος. Τόσο συχνά και πολύ οι γλύπτες του Άστεως σμίλεψαν την αρμονία των μυώνων του στο μάρμαρο ή στο χαλκό. Ταχύτητα, ευελιξία, αντοχή, ευγένεια, επαγρύπνηση, σταθερός έλεγχος του κινδύνου, αγριάδα αν προκύψει απειλή, στροφή επιτόπου και «μπουχός» αν ο κίνδυνος είναι μη αντιμετωπίσιμος. Η κίνηση των ποδιών του όταν καλπάζει έχει αξία απόλυτου αισθητικού κανόνα, διδάσκει το χρονοδιάγραμμα της επανάληψης και της ταλάντωσης, διαγράφει αραβούργημα κύκλων και ελλείψεων, αψηφάει αιωνιότητα και περατότητα. Η ποίηση διάλεξε τον Πήγασο για όχημά της.
Για μουσική δίνω στο Άλογο την εκδοχή του Άρη Ρέτσου για το τραγικό μέλος.
Μυρμήγκι. Όμορφα που διατυπώνουν τη σκέψη οι Γάλλοι. Το ταλέντο είναι απαντοχή, είναι μεγάλη υπομονή (Le talent est une longue patience) είπε ο Flaubert παραλλάζοντας μια παλιότερη ρήση του Buffont για την ιδιοφυΐα (génie). Το άσχημο μυρμήγκι χτίζει πάνω και κάτω απ’ τη γη έργα που θα ζήλευαν οι αρχιτέκτονες των Πυραμίδων, χαράζει δρόμους καλούς για ονειροπολήσεις μικρών παιδιών σε καλοκαιρινά απομεσήμερα, όταν τα πεύκα τρίζουν από τη ζέστη και τα μυρμήγκια κουβαλούν και χτίζουν, ανάερα, σαν την Melissa Hayden σε χορογραφία του Balanchine. Το κακό παιδί γκρεμίζει τα λοφάκια τους, όπως και το άκακο σκυλί που μπορεί να χοροπηδάει παίζοντας πάνω απ’ το Ταζ Μαχάλ τους και να μην καθρεφτίζεται στα μάτια του ούτε στάλα ενοχής για τα θύματα και την ερείπωση που προξενούν οι τρισχαριτωμένες κι ανεύθυνες πατούσες του. Άλλωστε τα ασκέρια των μυρμηγκιών απτόητα, αναρίθμητα, ξεπερνούν τις απώλειες, διορθώνουν, αναστηλώνουν, ανακτούν. Τη μοίρα τους την έχουν γραμμένη εκεί που δεν πιάνει το μελάνι. Στον πόλεμο απαντούν με απαντοχή.
Για μουσική δίνω στο Μυρμήγκι τους τριγμούς του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
Ανώνυμος Λαός είναι ονόματα που τα πήρε ο χρόνος, είναι όλα τα αιγινήτικα κανάτια, οι μαρμαροτεχνίτες της κλασικής Αθήνας, τα μεταξωτά της Προύσας, τα κεραμεικά της Κιουτάχειας, τα χαλιά του Ισπαχάν, τα τραγούδια από τα Ουράλια, οι αφρικάνικες μάσκες, οι πλεχτές ζακέτες των Ινδιάνων, τα κιμονό της Απαγορευμένης Πόλης, τα ξωκλήσια του Αιγαίου, οι καθισμένοι απ’ το χιόνι ναοί της Πίνδου, οι λευκαρίτικες δαντέλες, οι πορσελάνες της δυναστείας των Σανγκ (1600 π.Χ.) ή Τανγκ (600 μ.Χ.) ή Χαν (220 μ.Χ.) ή Μινγκ (1300 μ.Χ.), τα μωσαϊκά στη Μονή της Χώρας, ένας κατάλογος που δεν έχει τέλος, απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη.
Για μουσική δίνω στον Ανώνυμο Λαό μεταιχμιακό άσμα μεταξύ δημοτικού και ρεμπέτικου.
Όπου ιδείς δυο κυπαρίσσια / άιντε, και στη μέση δύο σμυρτιές / εκεί μέσα είμαι θαμμένος / άιντε, κι έλα μάτια μου να κλαις. / Τα μάτια σου τ’ αράπικα / τα είδα και τρελάθηκα. / Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα / άιντε θα τα κάνω φορεσιά / θα τα βάλω να περάσω / άιντε, να σου κάψω την καρδιά. / Για ιδές τηνα την πέρδικα / που περπατεί λεβέντικα. / Για ιδές τηνα πώς περπατεί / με το γαρίφαλο στ’ αυτί. / Ως πότε καημένη μάνα / άιντε, θα πληρώνεις βερεσέ / παρακάλει ν’ αποθάνω / άιντε, να γλιτώσεις απ’ τα ‘με. / Αν είσαι μάνα και πονείς / έλα στα ξένα να με βρεις. / Έλα στα παραπήγματα, έλα στα παραπήγματα / και μη λυπάσαι χρήματα. / Είχα μάνα μου παράδες / άιντε, είχα μάνα μου λεφτά / μου τα φάγαν οι πονήροι / άιντε, στον απάνω μαχαλά. / Μπουρδούσαινα, Μπουρδούσαινα / έλα στον κόσμο που ήσουνα. / Μπουρδούσαινα, Μπουρδούσαινα / Μπουρδούσαινα ψήσε καφέ / βάλε φωτιά στον αργιλέ / Μπουρδούσαινα μες στον τεκέ.
2014 μας κάνει δυο κι ένα τρία και τέσσερα εφτά. Ή, είκοσι και δεκατέσσερα τριάντα τέσσερα, τρία και τέσσερα πάλι εφτά. Ε, το εφτά είναι αριθμός σοφός, άρα το ’14 θα ‘ναι σοφό και θα μας βγάλει απ’ το …τό! Καλή χρονιά!