Κάπου στις Κυκλάδες υπάρχει ένα φανταστικό σπίτι. Υπάρχει. Δεν το εφηύρα, αλλά είναι σαν από τα παραμύθια της γιαγιάς της δικής μου και της δικής σου. Και είμαι μέσα του. Περιδιαβαίνεται από αμπέλια, κότες, κόκορες, γαϊδούρια, ημιβούνια, ξέρες, φιοριτουρίσιο άνεμο που κυνηγάει τα μακριά μαλλιά μου και την μπλούζα μου και ξωκλήσια. Πολλά ξωκλήσια. Τη θάλασσα δεν την βλέπω κάπου. Δεν ξέρω μην με ξεγέλασαν και δεν είναι οι Κυκλάδες εδώ που είμαι. Ωστόσο θυμάμαι στα σίγουρα ένα κόκκινο πλοίο που με έφερε ως κάπου κοντά εδώ μαζί με το φούξια μου σακίδιο και ένα βιβλίο με την ιστορία του κόσμου (μου;). Το κύμα με πιτσίλαγε και κάποιες φορές με κοίταγε κατάματα λέγοντάς μου ότι μόνον εγώ με βιαιότητα θα καταφέρω να σε διώξω από εκεί που ήσουν. Το κρεβάτι του δωματίου μου είναι χτιστό σε έναν σοβαντισμένο φρέσκο και υγιή τοίχο. Τα σεντόνια του είναι πάνλευκα και έχουν να αφηγηθούν ιστορίες ερώτων της στιγμής αλλά και της αιωνιότητας. Έχει ένα ψυγείο, ένα τραπέζι, κουρτίνες με λουλούδια μιάς άλλης εποχής και στον τοίχο ένα κάδρο με ένα κορίτσι που κρατάει μια μωβίζουσα ανθοδέσμη. Άφησα την τσάντα μου στο πάτωμα. Μπήκα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό γλυκό στο πρόσωπό μου. Με κοίταξα στον καθρέπτη. Σε λίγες μέρες σκέφτηκα το δέρμα μου θα είναι πιο μελαχρινό. Ονομάζονται διακοπές αυτό που μου συμβαίνει τώρα. Τι διακόπτω όμως; Την καθημερινότητά μου; Άρα δεν θα ξυπνάω νωρίς πρωί από τον ήχο του ξυπνητηριού μου, βάζοντας το παντελόνι μου και το διακριτικό της ιδιότητάς μου στο λαιμό μου; Ή μήπως διακόπτει την αστική μου μονομανία; Δεν βλέπω πουθενά εδώ τριγύρω φανάρια, λεωφορεία και Βουλές Αθηναϊκές. Κανείς δεν τρέχει να προλάβει. Δεν έχει στάσεις μετρό. Κι όμως εγώ βιάζομαι. Θέλω να δω τη θάλασσα. Την έχω ανυπομονήσει από τον Νοέμβριο. Το μαγιώ μου αποκοιμισμένο όλη τη χρονιά με αναμένει στη δεξιά τσέπη της τσάντας μου. Το πλησιάζω. Θα γίνουμε καλοί φίλοι για τις επόμενες δέκα ημέρες. Η πετσέτα μου κι αυτή έτοιμη να κυλιστεί στην άμμο μη παραπονούμενη. Θα φύγουμε σε λίγο όλοι μαζί. Για τη θάλασσα. Στον Νότο. Η στιγμή που αντικρίζεις το Κυκλαδίτικο θαλασσινό άπειρο είναι μία από τις στιγμές που η ζωή σου σταματάει. Είναι τόσο μοναδική, τόσο αλατισμένη. Ένα εκατομμύριο «τόσο» κρύβει μέσα της. Μόλις βουτήξεις την πατούσα σου μέσα της κάτι αλλάζει. Χάνει την ουσία του ο χρόνος. Στο μεταξύ λίγοι ακόμη άνθρωποι μαζί σου βουτούν. Κι εκείνοι κάτι διέκοψαν από την καθημερινή τους ρουτίνα. Είστε εκεί όλοι μαζί για να κλείσετε τον διακόπτη. Κάποιοι φορούν ροζ μαγιώ, κάποιοι δεν φορούν μαγιώ. Όλοι μαζί είστε μια στιγμή της αιωνιότητας που μπαίνετε στη θάλασσα και σας λούζει ο ήλιος. Σκέψου κοιτάζοντας γύρω σου ότι σε εκατό χρόνια κανείς από εσάς εκεί δεν θα υπάρχει πια. Θα είναι καινούριοι άνθρωποι που θα γεύονται την αλμύρα του Αιγαίου. Κι εκείνοι ευτυχισμένοι θα παραμένουν μάλλον. Με τα μαγιώ ή χωρίς τα μαγιώ τους. Τις πετσέτες τους και ίσως ένα καταπληκτικότητα μαγικό εναέριο μέσον που θα τους μεταφέρει από τον αστικό κλοιό κατευθείαν μέσα στην βουτιά. Όλα μαγικά θα τελειώσουν με ένα φαγκρί πλάι στο λευκό κρασί και στα αμπελοφάσουλα. Ένας σερβιτόρος με τα ομορφότερα χέρια του πλανήτη θα καθαρίσει το ψάρι σου, όσο στο παρακείμενο μπαλκόνι, το ξύλινο, το μπλεδίζον θα κάθεται σχεδόν ακίνητος καθόλου αμετροεπής, ένας υπέργηρος Κυκλαδίτης και θα παρακολουθεί εμάς τους άλλους να τρώμε, να περπατάμε και να περιτριγυρίζουμε ψάχνοντας λίγη αλλότητα για να την κουβαλήσουμε μαζί μας τον Οκτώβρη στην Πανεπιστημιίου, την Αρχελάου και όλες εκείνες που θα διασχίσουμε ολάκερο τον χειμώνα ονειρευόμενοι την επόμενη διακοπή. Την επόμενη Τζια. Το επόμενο καλοκαίρι.
Καλό (μας) φθινόπωρο.