Στις 20 Φλεβάρη, ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Πάνος Παναγιωτόπουλος ως πρώτος εισηγητής του συνεδρίου «Χρηματοδοτώντας τη δημιουργικότητα» που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, με τον παροιμιώδη στόμφο του αναπτύσσει από το βήμα το επιχείρημα ότι οφείλουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί όπως την οικονομία της Κίνας, καθώς το κόστος εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο είναι εξαιρετικά υψηλό. Ας γελάσω…
Στη φράση μάλιστα «να αναζητήσουν εναλλακτικές διαδικασίες παραγωγής, που να έχουν τον χαρακτήρα της ανταγωνιστικότητας» που εκφράζεται από τα υπουργικά χείλη, και δη στο άκουσμα «της ανταγωνιστικότητας», του όρου τοτέμ της αγοράς, το γκονγκ της σάτιρας ηχεί και ένα βαθύ, πομπώδες, καγχαστικό ανδρικό γέλιο δίνει το παράγγελμα ώστε το ακροατήριο να ξεσπάσει σε επευφημίες, χάχανα και χειροκροτήματα.
Όμως ο ομιλητής υψώνει αμέσως τον τόνο της φωνής του, ακούγεται ακόμα πιο στομφώδης κι από το επιτηδευμένο γέλιο που έδωσε το έναυσμα πριν, σαν ένα ντουέτο που υποδύεται τον ίδιο χαρακτήρα: έναν αλαζόνα εξουσιαστή που εκφωνεί μία ομιλία με περίσσιο κομπασμό και οίηση, με φανερή περιφρόνηση για τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, περιχαρακωμένος στην ατσαλάκωτη πραγματικότητα της ελίτ που εκπροσωπεί.
Ο ένας όμως είναι ηθοποιός, είναι ένας από τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην Κίνηση Μαβίλη, και ο άλλος είναι Υπουργός Πολιτισμού, ένας από αυτούς που συμμετέχουν στην ολέθρια μνημονιακή συγκυβέρνηση. Ο ηθοποιός μιμείται εκπληκτικά τον εξεζητημένο τόνο της ρητορείας του υπουργού, και ο υπουργός σαν συντονισμένος στην πρόκληση του ηθοποιού που καγχάζει με χάχανο βαρύτονο, συνεχίζει την ομιλία του με περισσότερη ζέση και έπαρση, στον ίδιο τόνο, επικυρώνοντας πλήρως την μίμηση. Είναι δηλαδή σαν ο υπουργός να υποδύεται με υπερβάλλοντα ζήλο τον ρόλο του σολάροντας τη μνημονιακή παρλάτα ενώ ένα εσωτερικό σαρδόνιο γέλιο τον υπονομεύει. Μια μεγαλειώδης αντίφαση και συμπλευση σε ένα απροσδόκητο κι απολαυστικό ντουέτο.
Η παρέμβαση της Κίνησης Μαβίλης ήταν ίσως η πιο πρωτότυπη, ευφάνταστη και εύστοχη ακτιβιστική δράση του τελευταίου καιρού, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, αποσιωπήθηκε από τα συμβατικά ΜΜΕ. Χαρακτηρίστηκε ως καζούρα, ρεζίλεμα, γιουχάισμα, φιάσκο κ.λ.π. Νομίζω κανένας από τους χαρακτηρισμούς δεν μπόρεσε να εμπεριέξει το ευθύβολο όπλο της σάτιρας με το καίριο πολιτικό μήνυμα σε μια άρτια κωμική περφόρμανς αυτοσχεδιασμού.
Το δεκάλεπτο κλιπάκι που προέκυψε από την καλλιτεχνική –περί αυτού πρόκειται- παρέμβαση της Κίνησης Μαβίλη, προσφέρει πολλαπλά νήματα. Από τον αποτροπιασμό του Παναγιωτόπουλου για τον συνδικαλισμό συνολικά, κι από την ασφαλίτικη στάση του στο κοινό («σας βλέπω κύριε»), μέχρι την αυθαίρετη μομφή του στα κόμματα της Αριστεράς ως υποτίθεται σκιώδεις διοργανωτές της αναπάντεχης φαρσοκωμωδίας στην οποία, είπαμε, συμπρωταγωνίστησε με επιτυχία, πρόσφερε πλούσιο υλικό ο Υπουργός για αρθρογραφία. Γράφτηκαν ήδη αρκετά για το θέμα αν και αξίζει να πάρει κι άλλη δημοσιότητα.
Όμως εδώ το ζητούμενο είναι να συμμετέχουμε στο γέλιο. Η διακωμώδηση είναι σοβαρή πράξη αντίστασης. Η ειρωνεία είναι σοβαρή βολή κατά της καθεστηκύιας τάξης πραγμάτων. Γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης στο δοκίμιο «Τα γελαστά ζώα» (εκδόσεις Καστανιώτης) πως «άνθρωπος που δεν «χαρίζει γέλιο, που δεν επιτρέπει στη μουτσούνα του να σπάσει κατ’ ελάχιστο, κρατάει πολεμική απόσταση». Και η υπουργική μουτσούνα δεν φάνηκε καθόλου να το διασκεδάζει, όπως ήταν αναμενόμενο, και το τονίζει ο Παπαγιώργης ως σύνηθες: Το θύμα της φάρσας, αυτός που γίνεται αντικείμενο της χλεύης, δε συμμετέχει στο γέλιο της πλατείας. Όμως εδώ δε μας ενδιαφέρει να κάνουμε κοινωνό του γέλιου μας τον υπουργό-πολέμαρχο. Αυτό που έχει σημασία, για να κουοτάρω πάλι τον συγγραφέα, είναι πως «η γενική θυμηδία ταυτίζεται με προεξοφλημένη ομοψυχία». Κι αυτή την ομοψυχία του γέλιου νομίζω κάπου την έχουμε χάσει. Να μην τη χάσουμε. Γιατί ο λόγος του ποιητή –που του έχουμε αλλάξει τα φώτα τελευταία, αλλά στοιχηματίζω πως θα μειδιούσε στις κωμικές παραφράσεις των στίχων του- επανέρχεται δραματικά επίκαιρος:
«Σκασμός ,σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!
Τα γάντια χειροκροτούν,
οι φαντάροι παρουσιάζουν όπλα,
οι τράπεζες χωνεύουν τη λεία τους,
δυο αστυνόμοι τρέχουν.
Ποιος είναι;
Τίποτα, τίποτα.
Ποιος είναι;
Ένας άνεργος λιποθύμησε. Τίποτα.
Μπορεί και να πέθανε. Τίποτα.
Σκασμός! Σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!»
Τάσος Λειβαδίτης
Όχι, δε θα μας κόψετε και το γέλιο. Θα σας περιγελάσουμε όπου σας πετύχουμε. Είναι το ύστατο όπλο. Γιατί, είπαμε, «ένα γέλιο θα σας θάψει».
H Niemands Rose διατηρεί το ομώνυμο μπλογκ και είναι συγγραφέας του βιβλίου «Τα φώτα στο βάθος» (εκδόσεις Απόπειρα)