Στις μητροπόλεις μπλέκουν οι ιστορίες των ανθρώπων· συναντάς τον άλλο, μια χειρονομία εσύ, μια εκείνος, μπορείς αν θέλεις να γνωρίσεις το διαφορετικό, να ξορκίσεις τους φόβους σου· είναι ο κοινός τόπος για να διατυπωθούν και να αναζητηθούν τα όνειρα. Πινακοθήκη ανθρώπων οι πόλεις, η ιστορία των προηγούμενων δεκαετιών και των περασμένων αιώνων αναβοσβήνει στα αστικά κτίρια, στις εκκλησίες, στα τείχη και στο λιμάνι. Στις βιτρίνες, στα καφέ, στα μπαρ και στον δρόμο, συναντιέσαι με το εφήμερο· σκισμένα τζιν και κολάν αδημονούν να γράψουν ιστορία, να γίνουν αναμνήσεις, φωτογραφίες σε οθόνες αφής.
Η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να είναι η μητρόπολη της βαλκανικής χερσονήσου, το μεγαλύτερο λιμάνι της· πολυπολιτισμικό κέντρο, ένα διαρκές εργαστήριο, τόπος συνάντησης καλλιτεχνών, εμπόρων, μεταναστών, εργατών. Όμως δεν είναι αυτό που θα μπορούσε· καθώς άνθρωποι όλων των ηλικιών και όλων των φυλών της πόλης, περπατούν, τρέχουν, ερωτεύονται ή λιάζονται στη μεγάλη παραλία, νιώθεις τη χαρά και τον αναβρασμό, την κλειδωμένη αγάπη, την αναμονή και τη βολεμένη χαλαρότητα. Μεγάλο χωριό που δεν μπορεί να βγει από τον κλειστό κόλπο, ούτε ένα πλοίο δεν έρχεται από άλλα λιμάνια. Ο επιβατηγός σταθμός της λάμπει από καθαριότητα, κενός, χωρίς χρήση· ούτε πρόσφυγες έχουν μεταφερθεί για να στεγάσει προσωρινά την ελπίδα τους, όπως στον Πειραιά.
Τέχνες του δρόμου, αθλητές, αποθήκες που έγιναν μουσεία και κινηματογράφοι, παλιατζίδικα, κλειστές αγορές, μια πιτσαρία που θυμίζει την απλότητα και τη ζεστασιά του Βερολίνου, μπαρ στον πρώτο όροφο, τρία υπέροχα πορτρέτα από μολύβι κολλημένα στον τοίχο στην οδό Ρογκότη, κορίτσια του σχολείου που βγάζουν σέλφις με αυτοκόλλητο χαμόγελο και το ένα πόδι λυγισμένο στον αέρα. Ψυγεία με μπύρες, σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο δίνουν συνεντεύξεις στο λιμάνι, μεγαλοεπιχειρηματίες τσιγγάνοι, ΜΚΟ. Φοιτητές και φοιτήτριες, χαρούμενα πρόσωπα που ψάχνουν· ένα εξαιρετικό δυναμικό ανθρώπων που γνωρίζουν πως θα πάνε χαμένοι αν δε φύγουν, που δε θέλουν να γυρίσουν στις μικρές τους πόλεις και στα αγροτικά χωριά τους. Περιμένουν εδώ στη Θεσσαλονίκη· μέσα στην υγρασία και την ομίχλη· περιμένουν τη συνάντηση με τη δική τους ιστορία· παιδιά της εποχής, δικτυωμένα και με καλό βιογραφικό.
Μεσήλικες που γεννήθηκαν στα καπνοχώραφα, ηλικιωμένοι που κουβαλούν τους παππούδες τους από τη μικρασία και τον πόντο, υπερήφανοι μακεδόνες, όμορφες σερβιτόρες, απόγονοι Εβραίων και Αρμενίων· νοικοκυρές, μητέρες, τσαντισμένοι οδηγοί λεωφορείων και πατεράδες· όλοι θέλουν να ζήσουν, να ζωγραφίσουν το ίχνος τους. Κάποιοι μπαίνουν μπροστά· για να σπάσει ο φόβος πρέπει να γνωρίσεις τον άλλο· διαφορετικός είσαι και συ, άσε τον άλλο να σε γνωρίσει.
Στον Δενδροπόταμο, στα δυτικά όρια της πόλης, στο φαστ φουντ bocalicious, ένα μακρύ κολάζ καλύπτει τη μια πλευρά του μαγαζιού. Στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του συντίθεται η ιστορία της πόλης· μνημεία, μεγάλα γεγονότα, γιορτές, τσιγγάνοι, το λιμάνι αλλά και η οικογένεια του ιδιοκτήτη· η μάνα του αγέρωχη κοιτάζει πέρα από το φακό «δεκατέσσερις ώρες μας πήρε με τον γραφίστα να το φτιάξουμε. Κάπου έχωσα και το γενεαλογικό μου δέντρο!» λέει υπερήφανος ο Βασίλης.