«Συγχώρα με που φεύγω μα δε φταίω…», τραγουδούσε μοναδικά ο Λευτέρης Μυτιληναίος στην τελευταία ταινία του Νίκου Τριανταφυλλίδη, τους υπέροχους «Αισθηματίες». Ποιος να το φανταζόταν ότι αυτές τις μέρες ο μεγάλος ερμηνευτής θα έφευγε για να πάει να βρει τον φίλο του που τόσο πολύ τον αγαπούσε –και ακόμη περισσότερο, τον σεβόταν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς μου μιλούσε ο Νίκος για εκείνον και τη συνεργασία ζωής που είχαν, με αφορμή την ταινία του. Τα μάτια του έλαμπαν, το χαμόγελό του άνθιζε. Έτσι ήταν άλλωστε ο Νίκος με εκείνες τις παλιές αξίες που πάντα τιμούσε και ποτέ, στην κυριολεξία, δεν ξεχνούσε. Και, εξαιτίας αυτής της αγάπης του, είχε το χάρισμα να γεννά ιδέες καταπληκτικές και να ξαναφέρνει στον αφρό των ημερών ανθρώπους σημαντικούς να υπογραμμίσουν και πάλι, με το αυθεντικό low profile τους, τη διαχρονική τους σπουδαιότητα.
Αυτή η “ολοδικιά τους” στιγμή, η συνεργασία τους στην ταινία, αφήνει για πάντα πίσω ένα άσμα που ανεβάζει κατευθείαν τους σφυγμούς, όσα repeat και αν του κάνεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το δάκρυ που κύλησε την πρώτη φορά που είδα τους «Αισθηματίες» (σε εκείνες τις όχι τόσο μακρινές εποχές που ζούσαμε ακόμη τον παράδεισο στην αίθουσα), όταν άκουσα τη βαθιά λαϊκή φωνή κι ένιωσα την καρδιά του ήρωα να πάλλεται πάνω στη μεγάλη οθόνη, καθώς χτυπούσαν σαν βελάκια οι νότες. Αν κάποτε το ήξεραν απέξω οι παλιοί, με την ταινία το έμαθαν -και, το κυριότερο, το αγάπησαν- οι νέοι, οι πολύ νέοι. Και με αυτό αφορμή, έψαξαν να βρουν περισσότερα, να γνωρίσουν καλύτερα τον εξαιρετικό ερμηνευτή. Και τον έκαναν πραγματικά χαρούμενο. Και τον Νίκο ακόμη πιο χαρούμενο που κατάφερε να κάνει πράξη την ιδέα του και να δει ζωντανά μπροστά του τη φλόγα στο βλέμμα και το πάθος στη φωνή του ινδάλματός του.
«Κομπάρσος της καρδιάς σου δε θα γίνω / να παίζω κάθε ρόλο τελευταίο / δεν γίνεται αγάπη μου να μείνω / συγχώρα με που φεύγω μα δε φταίω…». Καλή σας νύχτα κ. Λευτέρη, πόσο μα πόσο ταιριάζουν αυτή την ώρα οι στίχοι αυτοί…