σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
σαλαμίνα
στο πλοίο
πρωινή λιακάδα, το πλοίο μινιατούρα διασχίζει την απόσταση από τον πειραιά ως τη σαλαμίνα. λίμνη ο σαρωνικός γεμάτη με πλοία, από το λιμάνι μέχρι το πέραμα παροπλισμένα επιβατηγά χρεοκοπημένων εταιριών κι άλλα σε χειμερινή αργία, αναρωτιέμαι πόσα ταξιδεύουν, όλα σχεδόν τα πλοία του αιγαίου είναι εδώ.
στο εμπορικό λιμάνι, οι γερανοί της κόσκο ξεφορτώνουν κοντέινερ, απέναντι από την ψυττάλεια ερασιτέχνες ψαράδες με μικρά βαρκάκια, (τι ψαρεύουν;) πλαστικές σακούλες στη θάλασσα, γλάροι στον ουρανό.
Πλησιάζουμε στα παλούκια – το λιμάνι της σαλαμίνας – στη σειρά τα οχηματαγωγά, οι “παντόφλες”, μέτρησα εικοσιέξι! πόσοι επιβάτες μετακινούνται την ημέρα;
στο ταξί
«πόσοι άνθρωποι μένουν στη σαλαμίνα;» «πάνω από εξήντα χιλιάδες»
«και που εργάζονται όλοι αυτοί, στο ναύσταθμο;” “στο ναύσταθμο, στο πέραμα, στον πειραιά”.
στο σχολείο
μας ανοίγει ο γυμναστής, πηγαίνουμε στην αίθουσα εκδηλώσεων.
από δω θα ξεκινήσει η παράσταση «το τσίρκο που κοιμήθηκε» – δράση έκπληξη της ομάδας κινητήρας. τα παιδιά δεν γνωρίζουν τίποτα, αυτό που θα γίνει είναι έκπληξη. είναι όλα στο προαύλιο, ο γυμναστής τους λέει να πάνε στην αίθουσα. έρχονται με φωνές και κάθονται όπως νάνε. πριν προλάβει να γίνει οτιδήποτε, μπαίνει η διευθύντρια, σίγουρη για τον εαυτό της φωνάζει στο γυμναστή και τους στέλνει όλους στις τάξεις τους.
σε δυο λεπτά επιστρεύουν τα παιδιά, το ένα πίσω από το άλλο πειθαρχημένα και σιωπηλά, η πρώτη, μετά η δευτέρα, η τρίτη κτλ. η τάξη αποκαταστάθηκε, η διευθύντρια αποχωρεί. ότι ήταν να πάθουν από το σχολείο, ήδη το έχουν πάθει, η παράσταση ξεκινά, τα παιδιά σιγά σιγά μπαίνουν στο νόημα, η δράση απλώνεται στις τάξεις και σε όλο το κτίριο.
στην πόλη
η σαλαμίνα στο κέντρο της δεν θυμίζει νησί, στριμωγμένα κτίρια, ερείπια και νέα αστόχαστα κτίρια, μονοκατοικίες, βιτρίνες, επιγραφές, κλειστά καταστήματα, όλα ανακατωμένα, πρόχειρα και βιαστικά. το ίδιο και στην προκυμαία -“βαλκανιζατέρ”.
καθόμαστε σε ένα καφενείο, λαϊκά τραγούδια του εξήντα και του εβδομήντα, σαν από παλιό τζουμπόξ.
στο πλοίο
φεύγουμε για πέραμα, ξαναμετρώ τον στόλο από «παντόφλες», μου μοιάζουν πολύ όμορφες. στα μισά της μικρής διαδρομής συναντούμε ένα παλιό φέρρυμποτ, συμμετρικό και κομψό, λευκό με λεπτές γραμμές, είναι ο «ΤΕΛΑΜΩΝ».