Πριν από λίγες μέρες έλαβα ένα συστημένο που έγραφε στη θέση του αποστολέα: Μια Απλή Καρδιά. Ο νους μου πήγε στον Φλωμπέρ και άνοιξα με ταραχή το φάκελο. Περιείχε ένα στικάκι κι ένα σημείωμα σε μισό λευκό Α4: «Από το λίγο που σας ξέρω νομίζω ότι θα μου κάνετε τη χάρη. Παρακαλώ να δημοσιευτεί στην Popaganda στις 17 Απριλίου. Ευχές για Καλό Πάσχα.» Υπογραφή: Τ. Σ. Τ. Και η διατύπωση και το ειδικό χαρτί του φακέλου και ο γραφικός χαρακτήρας και το περιεχόμενο του USB συνιστούσαν προσφορά που δεν μπορούσα να αρνηθώ, όπως θα δείτε και μόνοι σας:
Σε σκέφτομαι, μωρό μου, σε θυμάμαι συνέχεια. Ίσως ούτε μέρα δεν πέρασε που να μη σε θυμηθώ από τότε που μας χώρισε ο θάνατος. Μόνο μια ή δυο μέρες (όχι συνεχόμενες) που ήμουνα ευτυχισμένη γιατί είχα ακούσει πολλά τραγούδια.
Πόσο βαρύ ήταν το καθήκον της καθημερινής μας συνύπαρξης, πόσο άγχος για να φας, να πας βόλτα, να μη μείνεις μόνη σου, περισσότερο απ’ όσο θα άντεχες, να μην ουρλιάζεις απελπισμένη στη στενωπό της Απόλλωνος νομίζοντας ότι σ’ εγκατέλειψα, ότι σ’ άφησα, μόνη με τα βιβλία, τα έπιπλα, τη θεία και τη γάτα, χωρίς εμένα που ήμουνα ο θεός σου, η αγάπη σου η μοναδική και απόλυτη, η αφέντρα των ωρών σου. Πόσο βαρύ ήταν το κορμί σου τις δυο βδομάδες μόνο (ευτυχώς μόνο) που δεν μπορούσες να πάρεις τα πόδια σου πριν φύγεις για πάντα μακριά.
Κορίτσι μου, χαρά μου, ζωή μου, σκυλάκι μου, σχεδόν ούτε μια μέρα δεν πέρασε που να μη σε θυμηθώ ένα χρόνο τώρα (εκτός από μια η δυο μέρες —όχι στη σειρά— όπου είχα ακούσει πολλά τραγούδια).
Ξανθούλα μου…
Στις ζέστες σε πήγαινα στην Αρεοπαγίτου να ξαπλώσεις την κοιλιά σου στο χώμα, να γειωθείς, εγώ κοίταζα τ’ άστρα, ο λυπημένος πλανόδιος μουσικός έπαιζε το μαντολίνο, ο ουρανός κατέβαζε δροσιά, τα πλατάνια κουνούσαν λίγο τα φύλλα τους, περνούσαν οι φίλοι, τα σκυλάκια που ήξερες και συμπαθούσες, περνούσαν οι εχθροί, τα σκυλάκια που σε μισούσαν, περνούσαν άνθρωποι που σε αγαπούσαν. Ώρες ολόκληρες εκεί για την ευζωία σου, με χαιρετούρες και κοινωνικότητα για το χατίρι σου, γνωριμίες που ύφαιναν μια απέραντη ποικιλία από μοναξιές ανθρώπων και ζώων αλληλοδιασπώμενες στον ωραιότερο πεζόδρομο του κόσμου, τη μόνη μας κληρονομιά.
Οι αιώνιες βόλτες μας, Αδριανού, Μνησικλέους, η συνάντηση με το φίλο σου τον Πανοραμίξ που έμενε εκεί και το δίλημμα: να πάμε δεξιά τη Διογένους από τον Πλάτανο προς τους Αέρηδες, την Κλεψύδρας, τη Θόλου και ίσια κάτω Πολυγνώτου προς το δρομάκι που βγαίνει στο σινεμά «Θησείον» ανάμεσα στην Αρχαία Αγορά και τη Βόρεια Κλιτύ ή αριστερά τη Διογένους προς Σχολείου, Τριπόδων, Βύρωνος κι από κει να εκβάλουμε στο πλατύ ποτάμι της Αρεοπαγίτου, κύκλο τον Ιερό Βράχο.
Μια άλλη περίπτωση: κάτω την Πανδρόσου, Ηφαίστου, Άστιγγος, Αδριανού, Θησείο, Επταχάλκου, Κεραμεικός. Ή πάλι: από Κλεψύδρας να πάρουμε την Οδό Πανός, δεξιά Θρασυβούλου, Διοσκούρων, κοπιώδες ανέβασμα τα μαρμάρινα φαγωμένα γλιστερά σκαλιά κάτω απ’ τις συκιές και τα κυπαρίσσια και να ξεμυτίσουμε στον περιφερειακό της Ακρόπολης, να περάσουμε από την είσοδό της κάτω από τα Προπύλαια, όπου έπαιζε συνάντηση με τον άλλο σου φίλο-εραστή, τον μικρόσωμο Μπελά, που ήξερε πολλά γιατί ήταν μόνιμος κάτοικος του Παρθενώνα. Ή και μια άλλη διαδρομή: αριστερά επάνω από τη βόρεια είσοδο της Αρχαίας Αγοράς στην ανηφόρα της Παναθηναϊκής οδού και ανάμεσα στις ροδιές και στα καλάμια να φτάσουμε στο πλάτωμα κάτω από τον Άρειο Πάγο και μετά να πάμε αριστερά και ίσια προς τη μεγάλη γκορτσιά με το βαθύ ίσκιο κι από κει να ψάξουμε ανάμεσα στα ψηλά χόρτα την πηγή που πότιζε τα μωβ χωνάκια και τους φοίνικες — πριν τους φάει το σκαθάρι. Το νεράκι της πώς το ‘πινες με ευχαρίστηση, σαν να ‘ταν Chardonnay, γιατί ήταν και απρόσμενο και τρεχούμενο.
Με τίποτα δεν μπορεί να πει κανείς πως δεν υπάρχεις κι ας έφυγες για πάντα. Σε περιέχω, σκυλάκι μου, κι όποτε θέλω σε τραβώ σαν άσο απ’ το μανίκι. Οι αριθμοί χρησιμεύουν πάντα όταν θες να πεις μια αλήθεια με λιγότερα λόγια. Εμείς, λοιπόν, μοιραστήκαμε 12 χρόνια επί 365 μέρες = 4.380 απογεύματα ή δειλινά. Τόσες μεγάλες βόλτες (δίχως να μετράμε και τις μικρές πρωινές), τόσα χνάρια (patterns) αποθηκευμένα σ’ ένα dropbox μνήμης σε καθιστούν ακόμα πιο υπαρκτή κι από τα όνειρά μου. Σαν χαρακτήρας διάκειμαι φιλικά προς το απραγματοποίητο, έλκομαι από το μη χειροπιαστό, το απρόσιτο, το κλειστό, το επιτηδευμένο, το αυθύπαρκτο και αλαζονικό. Πού οδηγεί άραγε αυτή η περιγραφή; Για μένα, άσ’ το καλύτερα. Για σένα, όμως, αθώα μου γαλανομάτα, αυτό το πράγμα ήταν η γάτα.
Τη φερμάριζες παντού και πάντα, μέρες και νύχτες, την κυνηγούσες δρασκελώντας λόφους, πλατείες, ρεματιές, αλυχτώντας, ολολύζοντας σαν Ινδιάνος με φτερά στο κεφάλι, σαν παλαβιάρα αριστερή φεμινίστρια, σαν Ουκρανή μισθοφόρος των Ναζί, σαν οργισμένη μαινάδα, σαν λύγκας του Διονύσου. Όχι όμως τις γάτες του σπιτιού σου, τον νεαρό Ντρούλη και τη γηραιά Μέλι, όπου μια άλλη ξαφνικά φιλοσοφία επέβαλλε τη συνύπαρξη, την ανοχή και σε ειδικές περιπτώσεις μια κατά συνθήκην αγκαλίτσα ή ένα χάδι.
Σ’ αυτές τις βόλτες που λέγαμε εγώ ξεκινούσα πάντα βαριά κι ασήκωτη απ’ τις έγνοιες, τις αδιανόητα πολλές και δυσβάσταχτες, ενώ εσύ όλο κέφι και χαρά. Λίγο-λίγο τις ακουμπούσα τις σκοτούρες στον ευκάλυπτο, στο παγκάκι, στη φούγκα του ορίζοντα στο Θησείο, στο νερό του Ηριδανού στο Μοναστηράκι, στη θέα του Φαλήρου από του Φιλοπάππου, στο γιασεμί της οδού Βάκχου, στην κορυφογραμμή της Πάρνηθας από τ’ Αναφιώτικα, στα πλακόστρωτα του Πικιώνη. Κάθε εποχή, κάθε στροφή και γυρισιά μας φύλαγε ένα δώρο: τώρα κάτι πουλιά πετάνε μαζεμένα και οι κοιλιές τους χρυσίζουν από το φως του δειλινού, τώρα τα σύννεφα τριανταφυλλίζουν σαν παλαβά, τώρα οι κουτσουπιές στρώνουν χαλιά, τώρα το ακορντεόν του γέρου, ο γκιώνης στις πικροδάφνες, τα σοβαρά σπίτια με τις λεμονιές και τα νεράντζια.
Vissi d’ arte κυρίως κι έτσι καμιά φορά νομίζω πως η ομορφιά του φεγγαριού θα μου ήταν ολότελα αδιάφορη αν δεν είχα ακούσει τον ήχο της από τον Μπετόβεν στην Mondscheinsonate ή ότι η αγάπη, κάθε είδους αγάπη, υπάρχει γιατί την τραγούδησαν οι trouveurs, οι ρεμπέτες και οι Beatles. Όμως εσύ, η αγάπη η δική σου, Καζού μου, όλες αυτές τις προειλημμένες στάσεις τις κάνει σκόνη, τις αφανίζει και παίρνει το δικαίωμα λόγω ανάγκης. Ήθελες την αγάπη μου, την είχες ανάγκη και την έπαιρνες de jure e de facto. Μην ξεχνάμε ότι εσύ, ο σκύλος, είσαι η μοναδική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, της πίστης.
Εκεί στα υπερούσια μέρη που περπατούσαμε, πάντα στο φως του δειλινού, πόσες φορές δε σου ζήτησα να μεσιτέψεις σ’ Αυτόν που την ύπαρξή του πιστοποιούσες για να μη μας κόψουν το ρεύμα, να μη σφραγιστεί η επιταγή, να μην παρασπονδήσει ο αρωγός, να μην αθετήσει το λόγο του ο τυπογράφος, να μη λυθεί η συνέχεια, να μην κοπεί το νήμα της ζωής, να μη βουλώσει το κενό ανάμεσα στα ψηφία ή τα pixel. Τι θα ‘τανε η έκφραση, Καζουλινάκι μου, αν δεν είχε τρύπες, κενά, διαστήματα, ανάσες, παύσεις, σιωπές ή βογκητά; Τα απειράριθμα υποκοριστικά σου, Γίμπουρ, Κου, Γου, Καγιού, Κουγιούλ, Λελέμπω, Κουγιούμπι, Κουρκουμπινού, Καλή, Γιαρ, Γιάρμπουρ, Νουρ, Κοχινούρ, Γιαφούρ, Τζιβαέρι, Γκουγκουνούρι, Κυλί, Κυλούφη, Κυλουφάκι, τα εισέπραττες σαν οφειλόμενες τιμές και τη δαψίλεια των χαδιών σαν οξυγόνο.
Περπατούσαμε μαζί αλλά δε βλέπαμε τα ίδια πράγματα. Κι αυτό έκανε τη σχέση μας καλύτερη. Ποια ήταν αληθινά η δική σου σχέση με την ομορφιά δεν μπορώ σίγουρα να πω. Ένα ξέρω: ότι δίχως να ‘χεις πάνω σου τίποτα ψεύτικο ήσουνα μια μηχανή διαρκούς παραγωγής σαγήνης. Αυτά τα μάτια της Λάνα Τάρνερ, αυτό το λίκνισμα των γοφών που έθελγε τη Ζυράννα, αυτές οι φωνίτσες, τα τανύσματα, οι πόζες και οι ακκισμοί ήταν όλα φυσικές, ζωτικές ανάγκες σου.
Ο Χρόνος, ζουμπεράκι μου, με το ένα χέρι παίρνει και με το άλλο δίνει. Παίρνει λίγη κοκκινάδα από τα χείλη, συνθλίβει τις γραμμές, ραγίζει τις πορσελάνες των ρουθουνιών και των αυτιών κι απ’ την άλλη μαλαματώνει τους αρμούς, ανοίγει τους πόρους κι ακούς βαθιά τη μουσική, καλλιεργεί το αίσθημα. Κοίτα πώς ήμουνα σε μια άλλη σχέση νεανική, με τον Ρούμπι στην Αμερική, και πώς είμαι μαζί σου και θα δεις τα υπέρ και τα κατά. Δες μας τότε, δες μας τώρα και ζύγισε το δόσιμο.
Κάποιους φίλους, κάποιους γνωστούς τους προτιμούσες από άλλους. Λογικό. Πελαγία, Λούλα, Άννα, Ευφροσύνη, Ζυράννα, Κυριάκος, Μίμης και Ανθή (που σήμαιναν ταβέρνα με παϊδάκια), Στάθης και Μιχάλης, Άννυ με το αυτοκίνητο, Νίκη Μαραγκού, Γρηγόρης Φιλίδης, Γιώργος Κατσέλης, Μπρουνιάς, Ερρίκος, Μάκης, Άρης, Αναστασία, Αγγελίνα, Νίκος Κοκκώνης, Πέτρος Κουτσιαμπασάκος, καλά, Μαρία, δεν το συζητώ, ήταν δεύτερη μάνα, Σύλβια, Αλέξανδρος και Αλεξάνδρα, Χριστόφορος, Κατερίνα Χέλμη, Δημήτρης, Πέτρος Σαντοβίντο.Αγαπήθηκες από εστέτ κι αριστοκράτες, άραξες σε κήπους και σαλόνια στη Δεινοκράτους, στη Φιλοθέη, στη Λεβίδου, στην Εκάλη και παράλληλα ανέπτυξες σχέσεις συμφέροντος με άστεγους που, ακροβολισμενοι στα περάσματά μας, πάντα σου φύλαγαν ένα μεζεδάκι: τον Αλή στο Μοναστηράκι, τον Βέλγο Γιάννη στο Μεντρεσέ, τη σοφή Δέσποινα στη Μητρόπολη, τον κύριο Σπύρο στην Καπνικαρέα. Διάκριση δεν έκανες καμιά…
Το απάγκιο σου, όμως, το λιμάνι σου, η ασφαλιστική δικλείδα που ρύθμιζε την ψυχολογία σου μέσα στο σπίτι ήταν ο Απόμακρος, ο άνθρωπος που έτρωγε κρέας, όπως κι εσύ, και πάντα το μοιραζόταν με σενα και τα δυο γατάκια, ο άνθρωπος που είχε σταθερές θέσεις και σταθερές ώρες, όπως ο Immanuel Kant που οι κάτοικοι του Königsberg κούρδιζαν τα ρολόγια τους όταν περνούσε από την πλατεία. Μπορούσες να βασιστείς πάνω του για να ζήσεις το πάθος σου για εμένα. Όλοι έλεγαν ότι του έμοιαζες και στη φάτσα.
Ήσουνα δώρο για το Σταύρο από μια άγια οικογένεια ανήμερα του Σταυρού. Όταν σε φέραμε στο σπίτι ζάρωσες σε μια γωνιά. Ο Βασίλης μπήκε μέσα, δεν ήξερε ότι θα ‘ ρθεις, αλλά κατάλαβε ότι ήρθες για να μείνεις και με τη μεγάλη, τη βαθιά του ευγένεια σού απηύθυνε το λόγο «Έλα, έλα, Καζού», τον εμπιστεύτηκες, σε πήγε στην κουζίνα και σου έβαλε να φας στο πιατάκι. «Φάγε», είπε όντας ο Διοσκουρίδης κι όχι άλλος. Και ξεφοβήθηκες.
Τα βράδια του καλοκαιριού καθόσασταν μαζί στο καφενείο του Μίνωα, στην πλατεία Μητροπόλεως, ξέροντας ότι θα ‘ρθω κι εγώ. Είχατε και το ίδιο ύφος. Φαντάσου το δικό μου τώρα που ξέρω ότι εκεί δε θα σας ξαναβρώ. Περνάω με γρήγορα βήματα μπροστά απ’ τους μαγαζάτορες που σ’ ήξεραν σαν νοητή συνέχειά μου και κάπως τώρα με οικτείρουν. Βλέπω στα μάτια τους το κενό, την αμηχανία.
Στα όνειρά μου πάλι σε βλέπω θαμπά μέσα σε υπερβατικά χιονισμένα τοπία όπως αυτό.
Ξέρω όμως ότι στην πραγματικότητα βρίσκεσαι εκεί, κάτω από αυτές τις πέτρες, στο κτήμα των Μίμηδων στην Πεντέλη όπου η φίλη σου η Μαλού σε συνόδεψε στην τελευταία σου κατοικία.
Η Ζυράννα μου έγραψε στο κινητό: Άνοιξη άλλη μια φορά, / αλλά ποτέ ξανά η ίδια: / Καζού Καζού…
Ζωάκι μου αγαπημένο, σ’ έχασα μια φορά πέρσι στις 17 του Απρίλη. Όμως εκείνο που δε θέλω είναι να σε χάσω για δεύτερη φορά. Θέλω να κρατάω ζωντανά τα πιστεύω μας, λιγοστή ύλη και πολύ συναίσθημα.
Πώς φύλαξε ο Καβάφης στο ποίημά του την ένταση και την πολυτιμότητα ενός έρωτα περιγράφοντας με κάθε ακρίβεια τα πράγματα, μόνο τα πράγματα: Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές, / κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί· / σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα. / Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη. / Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε· / κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες. / […] / Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι· / ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.
Σωματοποιήθηκες ολόκληρη για μένα σήμερα, ξανθό κουτί γεμάτο αγάπη. Εσύ, ο ήλιος του απογεύματος, που φώτισες τη ζωή μου ως τα μισά. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως τα μισά είναι λίγα, όμως εγώ τα βρίσκω πολλά, πάρα πολλά.
Αυτά τα λόγια κι αυτές τις εικόνες περιείχε το quasi ανυπόγραφο στικάκι. Μου διευκρινίστηκε ότι οι ασπρόμαυρες φωτό είναι του Αλέξανδρου Χριστοδούλου και οι χρωματιστές της Μαρίας Αντουλινάκη (εκτός από την παλιά με τον άλλο σκύλο στη Νέα Υόρκη), ότι η αυλή με τα νεράντζια είναι φωτογραφία της Σύλβιας Αντουλινάκη και ότι τον Βασίλη Διοσκουρίδη είχε τραβήξει με το κινητό του στην πλατεία ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Ήταν μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δυο πλάσματα που ήρθαν τόσο κοντά ώστε άφησαν κατά μέρος τις ιδιότητες άνθρωπος και ζώο και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.