Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκατίας του ’40, η Ευρώπη χαράζει τα σύνορα της φιλοδοξώντας να είναι και η τελευταία φορά που το κάνει (βγαίνοντας από τον οδυνηρό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και το πιο καυτό θέμα είναι μάλλον η πολωνογερμανική μεθόριος. Μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ Ανατολικής Γερμανίας και Πολωνίας, με την ΕΣΣΔ σε ρόλο διαιτητή, αποφασίζεται ως σύνορο η γραμμή που σχηματίζουν οι ποταμοί Νύσας και Όντερ. Φυσικά, η οριστική απώλεια της αν. Πρωσίας ήταν κάτι που δύσκολα μπορούσε να χωνέψει η Δυτική Γερμανία που δήλωνε σε όλους τους τόνους πως δεν αναγνωρίζει η συμφωνία, δε θα την αναγνωρίσει ποτέ και κάποια στιγμή η ενιαία Γερμανία θα περιλαμβάνει και τις δυο όχθες του Νύσα. Ακόμα κι ο μετριοπαθής και συνεργάσιμος Αντενάουερ, απευθυνόμενος κυρίως στους πρωσικής καταγωγης ψηφοφόρους είπε πως ποτέ δεν θα αναγνωρίσει αυτά τα σύνορα, ενώ και οι σοσιαλδημοκράτες κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος. Όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο που χρειάζεται είναι να περάσουν μερικές δεκαετίες και να βρεθεί ένας ηγέτης που να μπορεί να μίλα άνετα με την απέναντι όχθη ώστε να κλείσει τέτοιου είδους εκκρεμότητες, ακατανόητες στις υπόλοιπες χώρες. Έτσι το 1970 ο Βίλι Μπράντ αναγνώρισε τη γραμμή Νύσα-Όντερ ως το σύνορο μεταξύ Πολωνίας και (σε βάθος 20ετίας ενιαίας) Γερμανίας. Φυσικά οι Χριστιανοδημοκράτες χαρακτήρισαν προδοτική την αναγνώριση, αλλά όλοι ξέρουμε ότι όταν ενώθηκε η Γερμανία ο Χριστιανοδημοκράτης Κολ δεν τόλμησε να διαβεί τον Νύσα και περιορίστηκε σε μια επανεπικύρωση της συμφωνίας.
Σας θυμίζει κάτι αυτό το μικρό μάθημα ιστορίας;
Μια διαμάχη που κανείς δεν καταλαβαίνει στο εξωτερικό, σοβαροί κατά τα άλλα πολιτικοί να ανταλλάσσουν ψήφους με εθνικιστικές κορώνες και μια εκκρεμότητα που περίμενε την κατάλληλη στιγμή και τους κατάλληλους ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης για να την κλείσουν… ναι για το όνομα της πΓΔΜ μιλάμε. Φυσικά εδώ είναι Βαλκάνια κι ο χρόνος περνάει με κάποια διαφορά φάσης και μας αρέσει να δραματοποιούμε τις καταστάσεις. Όμως το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, η συγκυρία σε επίπεδο ηγετών είναι ιδανική με αμφότερους τους πρωθυπουργούς να είναι κεντροαριστεροί (συγνώμη αλλά ο Τσίπρας δεν είναι ο Στάλιν που κάποιοι φοβούνται ή ελπίζουν ότι είναι) και μπόνους την στοργική αγκαλιά των ΗΠΑ. Προφανώς η ΝΔ αντιδρά, αλλά η δυσφορία της θυμίζει περισσότερο τον Πέπε στην περιπέτεια του Αστερίξ στην Ισπανία παρά τις σταυροφορίες του ‘90 για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, μάλλον ελπίζοντας ταυτόχρονα να μην γίνουν εκλογές πριν την ψήφιση της συμφωνίας και βρεθεί με την καυτή πατάτα στα χέρια.
Η προσέγγιση Τσίπρα στη μεταμνημονιακή κεντροαριστερά ειναι η επισημοποίηση μιας σχέσης που είχε ξεκινήσει από όταν η συμφωνία των Πρεσπών ήταν ακόμα μερικές σημειώσεις. Αφού ουσιαστικοί αρχιτέκτονές της ήταν γνωστά στελέχη του ΥΠΕΞ από την εποχή που ήταν υπουργός ο ΓΑΠ και πρωθυπουργός ο Σημίτης.
Αυτό που κάνει λίγο πιο σύνθετη τη διευθέτηση της δικής μας διένεξης είναι η προσπάθεια του Τσίπρα να χτυπησει με έναν σμπάρο δυο-τρία τρυγώνια. Η επίλυση του ονοματολογικού και η επιδίωξη σύνδεσής με την περίπου-έξοδο-από-τα-Μνημόνια δίνει στον Τσίπρα την ευκαιρία να ανακατέψει την τράπουλα και να οριοθετήσει τα νέα στρατόπεδα με φόντο τις εκλογές. Ο γάμος από συνοικέσιο με τους ΑΝΕΛ ήταν ένας γάμος ήρεμος, όπως όλοι οι γάμοι αυτού του είδους. Υπήρξε αμοιβαία αλληλοκατανόηση: Δε θες να ψηφίσεις για το τζαμί στον Βοτανικό; Μην ψηφίσεις, πάλι αγαπημένοι θα είμαστε. Κι αν νομίζετε ότι παρ’ όλα αυτά ο γάμος τελικά απέτυχε και χώρισαν, δεν έχετε δίκιο. Στο μεταμνημονιακό σκηνικό οι ΑΝΕΛ αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα, περίπου σαν τα ΚΚ στην ανατολική Ευρώπη το 199. Παραφράζοντας τον Αμυρά, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει περισσότερο με χήρο παρά με ζωντοχήρο. Θα θυμάται για πάντα με αγάπη τους ΑΝΕΛ και όλες τις ωραίες στιγμές που πέρασαν μαζί, αλλά ως νέος ακόμα θέλει να συνεχίσει τη ζωή του και με νέα συντροφιά.
Χρυσή ευκαιρία λοιπόν για τον Τσίπρα να απευθυνθεί στην μνημονιακή κεντροαριστερά, τώρα που και γι’αυτήν ο επιθετικός προσδιορισμός είναι παρωχημένος. Η αλήθεια είναι ότι το κονέ έχει γίνει από καιρό και το hijacking στην εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής δεν ήταν η αρχή του φλερτ αλλά η επισημοποίηση μιας σχέσης που είχε ξεκινήσει από όταν η συμφωνία των Πρεσπών ήταν ακόμα μερικές σημειώσεις. Αφού παρά τις υπογραφές Τσίπρα και Κοτζιά ουσιαστικοί αρχιτέκτονες ήταν γνωστά στελέχη του ΥΠΕΞ από την εποχή που ήταν υπουργός ο ΓΑΠ και πρωθυπουργός ο Σημίτης.
Κάποιοι ζηλωτές του κέντρου μπορεί να βλέπουν έναν χυδαίο προδότη στο πρόσωπο του Νίκου Μπίστη ή έναν αμοραλιστή αποστάτη στη φιγούρα του Σπύρου Δανέλλη, αλλά ακόμα κι αυτοί αναγνωρίζουν σιγά-σιγά ότι η αυτόνομη εκλογική πορεία του χώρου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ θυμίζει τη μεταδικτατορική Ένωση Κέντρου που αδυνατούσε να προσαρμοστεί στα δεδομένα του νέου δικομματισμού. Άλλωστε στο ίδιο μήκος κύματος, απλά αντιδιαμετρικά, τοποθετήθηκε και ο Χάρης Θεοχάρης ανακοινώνοντας την ένταξή του στη ΝΔ και την καταψήφιση της συμφωνίας. Πιθανότατα να μείνουν και μερικοί γραφικοί που θα λένε ότι κρατούν ίσες αποστάσεις σε μια προσπάθεια να αναβιώσουν την ΕΔΗΚ του Ζίζδη, αλλά οι περισσότεροι θα ζυγίσουν αν τους αρέσουν περισσότερο οι «οικονομικές μεταρρυθμίσεις» για να πάνε στη ΝΔ ή αν η «κοινωνική δικαιοσύνη» του ΣΥΡΙΖΑ γοητεύει ακόμα τη σοσιαλδημοκρατική ψυχή τους.
Οι προσθήκες αυτές μπορεί να μην είναι game changer για τις εκλογές για κανένα από τα δύο κόμματα, αφού έτσι κι αλλιώς πάντα κρίνονται από τις επιδόσεις στην οικονομία, αλλά δίνουν πόντους στο χτίσιμο μιας ευρείας παράταξης. Τους έχει ανάγκη και ο Μητσοτάκης όταν θα πάψει να υφίσταται το Μακεδονικό ως εθνικό ζήτημα και θα χρειαστεί να αντικατασταθούν οι υπερπατριωτικές φωνές με πιο κεντρώες που να δίνουν έμφαση στις μεταρρυθμίσεις, αλλά τους έχει ανάγκη και ο Τσίπρας για τον όλο και πιο κεντροαριστερό ΣΥΡΙΖΑ.
Και τι θα γίνει στο άμεσο μέλλον;
Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών θα έχουμε έναν φρέσκο ευρωπαϊκό δικομματισμό με μικροδιαφορές στα προγράμματά του που θα περιορίζονται σε ένα κοινωνικό επίδομα, κάποια φοροαπαλλαγή και ίσως κάποιο κοινωνικό θέμα που θα αφορά την εκκλησία ή τη ΛΟΑΤ ατζέντα. Κι έτσι σχεδόν μονιασμένοι θα γευτούμε τους καρπούς, οι έχοντες τα μέσα παραγωγής και το αίσθημα υπερηφάνειας, για τους υπόλοιπους, της ισχυρής Ελλάδας που θα επιστρέψει στα Βαλκάνια μετά από απουσία αρκετών ετών. Όλως τυχαίως και η επίσημη αναγνώριση της πολωνογερμανικής μεθορίου από τον Κολ άνοιξε τις πόρτες για την επιστροφή της ισχυρής Γερμανίας στην Πολωνία.