Το Pasticcio δίνει μία διαφορετική ερμηνεία στην Εβδομάδα των Παθών, διχάζεται από την επιθυμία, ισορροπεί ανάμεσα στον Απόστολο Παύλο και τους Joy Division, διαλέγει τη Δεύτερη Ανάσταση και σας βάζει σε πειρασμούς που σίγουρα δε θα είναι οι τελευταίοι.
Προσδεθείτε, πατήστε το play κι ενδώστε…
«Αυτή είναι η ιστορία 6 σπάνιων σπορ Άλφα Ρομέο από τη δεκαετία του ‘60 που ανακαλύφθηκαν στο υπόγειο ενός εντυπωσιακού εγκαταλελειμμένου κάστρου στο Βέλγιο» και η αλήθεια είναι ότι πάτησα να διαβάσω το άρθρο με ελάχιστα μικρότερη ταχύτητα από εκείνη που θα έπιαναν το 0-100 αυτά τα αυτοκίνητα στις δόξες τους. Σίγουρα, εκ πρώτης όψεως, η ιστορία αυτή φαίνεται πιο ελκυστική από την ιστορία του Ρόμπερτ Κίρναν, ενός υπαλλήλου ασφαλιστικής εταιρίας, ο οποίος το 1974 αποφάσισε να αγοράσει μία Mustang που βρήκε σε αγγελία ενός περιοδικού έναντι του ποσού των 6.000 δολαρίων. Η τιμή τού φάνηκε λίγο τσιμπημένη, αλλά ο Κίρναν ήταν φαν της συγκεκριμένης μάρκας αυτοκινήτων και η γυναίκα του ήθελε ένα αυτοκίνητο για τις καθημερινές μετακινήσεις της. Τουλάχιστον, μέχρι να αποκαλυφθεί πριν λίγους μήνες, με αφορμή την επέτειο 50 χρόνων από την μόνη ταινία με αμαξοκυνηγητό που μετράει, ότι η συγκεκριμένη Mustang είναι αυτή που πρωταγωνιστούσε στο Μπούλιτ και η τύχη της οποίας αγνοούταν τα τελευταία χρόνια.
Η Πρίσιλα Πέιτζ, στη στήλη της At the Movies, ξαναβλέπει ταινίες με διάσημα αμαξοκυνηγητά και φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει από εκεί το Μπούλιτ. Ο Στηβ ΜακΚουήν, ο μόνος άντρας που μπορούσε να δείχνει κουλ ακόμα κι αν φορούσε μεταξωτές πιτζάμες με λαχούρια, ήταν αυτός που είχε την ιδέα να υπάρχει ένα βαθούλωμα στο αυτοκίνητο. Η τελειότητα είναι απρόσιτη κι ο ΜακΚουήν ήξερε ότι δεν πλαστήκαμε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Τα ψεγάδια μας κάνουν ανθρώπινους και μόνο έτσι ο κόσμος θα μπορούσε να φαντασιωθεί ότι βρίσκεται στη θέση του οδηγού, βλέποντας ταυτόχρονα κάποιον να πραγματοποιεί στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο όσα απαγορευμένα θα ήθελαν να κάνουν και οι ίδιοι κάποια στιγμή οδηγώντας. Το κυνηγητό στην ταινία είναι μία ιστορία μέσα στην ιστορία, αλλά ίσως η δύναμη του Μπούλιτ να βρίσκεται σε τέτοιες ανθρώπινες λεπτομέρειες: Κάποια στιγμή, ο χαρακτήρας του ΜακΚουήν στέκεται έξω από ένα μίνι μάρκετ, δεν έχει ψιλά πάνω του και χτυπάει ένα μηχάνημα πώλησης εφημερίδων, προκειμένου να πάρει μία στα κλεφτά. «Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που περνάνε από αυτό το σημείο και χτυπάνε με τον ίδιο τρόπο αυτό το μηχάνημα», δήλωσε ο ιδιοκτήτης του μίνι μάρκετ πρόσφατα. «Ακόμα θυμούνται».
Το Out of Sight, τελικά, είναι μία ταινία για τον χρόνο.
Τον χρόνο που μετατρέπει το πορτ-μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου σε κρεβατοκάμαρα, που κινείται διαφορετικά όταν είσαι ερωτευμένος ή που σταματά για λίγο από την επιθυμία, όπως στο πλάνο που ο Τζακ χαϊδευει με τα δάχτυλά του απαλά το πρόσωπο της Κάρεν και παγώνει για δύο δευτερόλεπτα η εικόνα και νομίζεις ότι κόλλησε η ταινία. Τον χρόνο που διαστρεβλώνει ο Ντέιβιντ Χολμς, ο οποίος εδώ βρήκε για πρώτη φορά μία ταινία για να ντύσει τη μουσική του και φτιάχνει ένα σάουντρακ ενσωματώνοντας στα κομμάτια του διαλόγους, χωρίς να ακολουθεί τη ροή που αυτοί εμφανίζονται χρονικά στην ταινία. Τον χρόνο που εδώ δεν είναι χρήμα, κι ας πρόκειται για μια ταινία με πρωταγωνιστές έναν κλέφτη και μία αστυνόμο, αλλά χρώμα. Ζεστό, φλογερό, κόκκινο στα πλάνα που μοιράζονται μαζί στο Μαϊάμι. Ψυχρό, απειλητικό, μπλε, όταν έρχεται, σε χωριστά πλάνα, ο καθένας αντιμέτωπος με τις επιλογές του στο Ντητρόιτ.
Το κινηματογραφικό site Bright Wall/Dark Room έχει αφιέρωμα στις ταινίες του Σόντεμπεργκ και το Pasticcio διαλέγει το σέξι νουάρ του Out of Sight.
«Η εσωτερική σκάλα του La Cupola, του σπιτιού που έχτισε ο Μικελάντζελο Αντονιόνι για τη Μόνικα Βίτι, είναι φτιαγμένη από ακατέργαστες πλάκες γρανίτη, σφηνωμένες στην εσωτερική κοιλότητα του τοίχου. Η χρήση της απαιτεί ισορροπία, είναι σαν να διασχίζεις ένα ρέμα πάνω σε πέτρες που γλιστράνε. Θα μπορούσε να είναι ένα μνημείο για την ομορφιά και τον κίνδυνο – χαρακτηριστικά θέματα των ταινιών του Αντονιόνι. Ο Αντονιόνι, καθισμένος στη βάση της σκάλας, μπορούσε να βλέπει τη Βίτι να προσπαθεί να ισορροπήσει κατεβαίνοντας, σαν πρωταγωνιστές σε μια φετιχιστική σκηνή.
Μερικές από τις πιο αγαπημένες μου ιστορίες, είναι ιστορίες σπιτιών. Υπάρχουν τα ξεχωριστά εκείνα σπίτια που χτίστηκαν για να στεγάσουν μία αγάπη, μία μούσα, μία ερωμένη, μία αγαπημένη γυναίκα. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνα που είναι στοιχειωμένα από την απογοήτευση ή από έναν έρωτα που έληξε και έχει ποτίσει με αυτήν την ανεπαίσθητη μυρωδιά του τους τοίχους και τα δωμάτια. Σύμφωνα με την Α΄ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους “η αγάπη είναι υπομονετική και ευεργετική”. Σύμφωνα με τους Joy Division “η αγάπη θα μας συντρίψει”.
Όταν μεγαλώσω, θα ήθελα να γράφω έτσι κι εσείς εδώ μπορείτε να διαβάσετε τι συμβαίνει όταν ένα ζευγάρι, μεγαλώνοντας, ξεπερνάει την αγάπη που το στέγασε, όταν ξυπνάει μέσα σε ένα αγαπημένο δωμάτιο μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ξαφνικά ότι δεν ανήκει πια εκεί, ότι ζούσε στην απεικόνιση ενός ονείρου.
Ωχρότητα, ορφική ομορφιά,
Ξέσκεπο αγόρι στο στρώμα μου
Λάμπει από διαστροφή
Ανάσα αθώα στο στόμα
Νωχελικός μέσα στις δαντέλες
Βυθισμένο στον ύπνο το σώμα σου
Από την επιθυμία διχάζεται
Ο σκλάβος που κοιμάται
«Ο Richenel ήξερε ότι δεν ήταν η μοίρα του να περάσει τη ζωή του δουλεύοντας ως μεταφραστής για μια τράπεζα του Άμστερνταμ και το βράδυ να τραγουδάει για τους Hell’s Angels. Το “L’ Esclave Endormi” είναι η ομορφότερη μελωδία που έχω ακούσει στη ζωή μου. Είναι απλή, δωρική και λατρευτική, διαθέτει πόθο και λαχτάρα στα σπλάχνα της, είναι ερωτική με έναν τρόπο ευγενή και ανυψωτικό. Και ο Richenel είχε εύλογα, μεγάλη επιθυμία να ερμηνεύσει αυτό το τραγούδι, έναν ύμνο στην ομορφιά και στο θάμπος του αισθησιασμού, μια ωδή στην ερωτική επιθυμία και την ακατανίκητη ερωτική λαχτάρα που δημιουργεί ποιητές σαν τον Καβάφη».
Ο Μάρκος Φράγκος ξέρει ότι ποτέ δεν ακούμε απλά έναν ήχο, γιατί αυτός πάει πάντα μαζί με τις ιστορίες που γεννά, και εχει νέα στήλη που την ονομάζει The Dust, ξεσκονιζοντας μελωδίες με παχιά σκόνη στιβαγμένες πάνω τους από το χρόνο, μελωδίες που είναι Υψηλή Τέχνη όσο ο Ευρύωνος Τάφος του Καβάφη, όσο ο Σκλάβος που Πεθαίνει του Michelangelo.
“That’s one small step for man, one giant leap for mankind”
“BEAUTIFUL VIEW. Magnificent desolation.”
Οι περισσότεροι αναγνωρίζουμε χωρίς δεύτερη σκέψη την πρώτη φράση του Νηλ Άρμστρονγκ, του πρώτου ανθρώπου που πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι στις 20 Ιουλίου 1969. Η δεύτερη ανήκει στον Μπαζ Όλντριν και ειπώθηκε λίγα λεπτά αργότερα, στο ίδιο σημείο.
Εγώ μαζί σας, και Ρονάλντο, και Γκούμας, και Μαραντόνα, τους βγάζουμε το καπέλο για το ταλέντο και τις εντυπωσιακές στιγμές που μας έχουν χαρίσει έτσι κι αλλιώς. Αλλά το να μπορείς, όπως είπε και ένας φίλος, για 10 δευτερόλεπτα δράσης να γράφεις ένα τέτοιο αριστούργημα, ξεκινώντας με την παραπάνω παράγραφο, ε είναι κι αυτό ένα μεγάλο ταλέντο. Ειδικά όταν υπερασπίζεσαι με πάθος ένα γκολ από το Πόδι του Θεού που στάθηκε μόνος του εναντίον όλων σε εκείνο το Μουντιάλ του Μεξικό το 1986. Ένα γκολ που στις προτιμήσεις σχεδόν όλου του κόσμου έρχεται δεύτερο.