Αν ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης συνοδεύτηκε από γκρίνιες, στραβοπατήματα και ερωτηματικά για την επάρκειά της ενόψει των δυσοίωνων καθηκόντων της ως η πρώτη πλέον μνημονιακή κυβέρνηση της Αριστεράς, οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν στην αξιωματική αντιπολίτευση μετά την απόφαση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη να επισπεύσει τις διαδικασίες εκλογής Προέδρου της Ν.Δ. έρχονται να προστεθούν στους παράγοντες της αβεβαιότητας που αφορούν στις μετεκλογικές πολιτικές ισορροπίες.
Ήδη, ο κλονισμός τους συνιστά κύριο χαρακτηριστικό του εκλογικού αποτελέσματος. Όσο κι αν αυτό μοιάζει να εξασφαλίζει τους όρους μίας απρόσκοπτης τετραετούς διακυβέρνησης, η πολιτική πραγματικότητα που προκύπτει από την ανάλυσή του είναι αρκετά διαφορετική. Όχι μόνο διότι ουδείς μπορεί να προεικάσει τι μπορεί να σημάνει στο άμεσο μέλλον η μη εκπροσώπηση στο νέο Κοινοβούλιο του μισού εκλογικού σώματος. Αλλά και διότι ο νεο-δικομματισμός, που φάνηκε να σταθεροποιείται μετά το άνοιγμα της κάλπης της 20ης Σεπτεμβρίου, είναι πλήρως επισφαλούς αντιπροσωπευτικότητας.
Πέραν της συρρίκνωσης του εκλογικού σώματος κατά 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους από το 2009, λιγότεροι από τα 2/3 των ψηφοφόρων που αποτέλεσαν την εκλογική βάση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων ταυτίζονται με το κόμμα που υπερψήφισαν.
Πέραν της συρρίκνωσης του εκλογικού σώματος κατά 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους από το 2009, λιγότεροι από τα 2/3 των ψηφοφόρων που αποτέλεσαν την εκλογική βάση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων ταυτίζονται με το κόμμα που υπερψήφισαν. Κι αυτό πριν καν αρχίσει η εφαρμογή του 3ου μνημονίου, που ούτε ανώδυνη ούτε αναίμακτη πρόκειται να είναι. Όποια κι αν είναι τα ισοδύναμα που ίσως βρεθούν, όσο ηπιότερη κι αν γίνει η προσαρμογή στη δημοσιονομική λιτότητα, όσο δικαιότερη κι αν αποδειχθεί η κοινωνική κατανομή των βαρών της.
Υπ´ αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή στις ημέρες του κραταιού δικομματισμού της μεταπολίτευσης τοποθετείται σε έναν, μάλλον, πολύ μακρινό ορίζοντα. Το βάθος του δε μπορεί να είναι μικρότερο του βάθους στο οποίο θα φανεί το φως από την επαναφορά της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης. Μέχρι τότε το εκλογικό εκκρεμές δε θα μπορεί να μετακινηθεί κατά τη φορά των πολιτικών μετακινήσεων, που στο μεταπολιτευτικό παρελθόν αποτελούσαν το διαπραγματευτικό όπλο όσων κοινωνικών ομάδων διεκδικούσαν μεγαλύτερα μερίδια από τη δανεική, αλλά διαχεόμενη ευημερία της εποχής.
το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου μπορεί να θεωρηθεί ως υπόδειγμα πολιτικής έκφρασης μίας μείζονος ταξικής αντίθεσης και ιδεολογικός αντικατοπτρισμός των κοινωνικών συσχετισμών ενός ακραίου πολιτικού διπολισμού.
Δεν αποκλείεται, βεβαίως, με την αφαίμαξη της μεσαίας τάξης και τον επαναδιαχωρισμό της κοινωνίας των πολιτών σε «προνομιούχους» και «μη προνομιούχους», να ενισχυθούν οι πολωτικές εκείνες τάσεις που θα ευνοήσουν τη συσπείρωση των συγκρουόμενων κοινωνικά και πολιτικά μελών του εκλογικού σώματος στη βάση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων εξουσίας.
Άλλωστε, από την έναρξη της μνημονιακής περιόδου και τη συνακόλουθη κατάρρευση του πελατειακού δικομματισμού της μεταπολίτευσης, η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών άρχισε να αποκτά όλο και σαφέστερα ταξικά χαρακτηριστικά.
Με αυτή την έννοια, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου μπορεί να θεωρηθεί ως υπόδειγμα πολιτικής έκφρασης μίας μείζονος ταξικής αντίθεσης και ιδεολογικός αντικατοπτρισμός των κοινωνικών συσχετισμών ενός ακραίου πολιτικού διπολισμού.
Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση, μόνο ένα μέρος, ελάχιστα πλειοψηφικό, του εκλογικού σώματος ενσωματώθηκε σε αυτής της μορφής τον πολιτικό ανταγωνισμό.
Εξάλλου, το πόσο σχετικός ήταν αυτός ο οιονεί διχασμός φάνηκε από το γεγονός ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να προσεταιρισθεί εκλογικά το 47% του ΟΧΙ, ούτε οι λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις να αποσπάσουν τη μερίδα του λέοντος που πίστεψαν ότι εκφράζουν. Η Λαϊκή Ενότητα δεν κατάφερε καν να περάσει το κατώφλι του 3%, λαμβάνοντας μόλις το 3,8% του ΟΧΙ . Η Χρυσή Αυγή τα κατάφερε πολύ καλύτερα παίρνοντας το 9,7% του ΟΧΙ.
Ούτε για το ΣΥΡΙΖΑ θα είναι απλή η εφαρμογή της συνταγής που επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ των «μη προνομιούχων» να ηγεμονεύσει της εποχής του στηριζόμενο στα λαϊκά στρώματα που σήμερα στηρίζουν τον Αλέξη Τσίπρα, ούτε για τη Ν.Δ. είναι εύκολη η υπόθεση της ανάκτησης της χαμένης λαϊκότητάς της.
Σε κάθε περίπτωση, ο πολυσυλλεκτικός δικομματισμός, που κατέρρευσε υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, είναι μάλλον απίθανο να ανακάμψει πριν την εξάλειψη των συνεπειών της.
Ούτε για το ΣΥΡΙΖΑ θα είναι απλή η εφαρμογή της συνταγής που επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ των «μη προνομιούχων» να ηγεμονεύσει της εποχής του στηριζόμενο στα λαϊκά στρώματα που σήμερα στηρίζουν τον Αλέξη Τσίπρα, ούτε για τη Ν.Δ. είναι εύκολη η υπόθεση της ανάκτησης της χαμένης λαϊκότητάς της.
Οι φτωχογειτονιές των αστικών κέντρων και το τμήμα των αγροτών που τώρα περιβάλει την κυβέρνηση με τις τελευταίες ελπίδες για μία κατά το δυνατόν μεγαλύτερης κοινωνικής ευαισθησίας εφαρμογή του 3ου μνημονίου, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν αδιαμαρτύρητα να υπομείνουν τη μείωση των πραγματικών τους εισοδημάτων και την περαιτέρω περιστολή των καταναλωτικών δαπανών τους.
Ακόμα χειρότερα, οι άνεργοι, που βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον προβλέπεται να αυξηθούν, και οι νέοι, που θα δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, δεν είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσουν να καρτερούν τη στιγμή της Ανάστασης των, ούτως ή άλλως, άπτερων ελπίδων τους. Πολύ δε λιγότερο, τώρα που η γκάμα των «αντισυστημικών» επιλογών τους έχει διευρυνθεί με πολλαπλές παραλλαγές πολιτικής εκπροσώπησης διαφορετικών μορφών κοινωνικής απόγνωσης.
Με αυτές, άλλωστε, δεν αποκλείεται να εκφρασθούν κάποια στιγμή και μερικοί από αυτούς που θα δουν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα να πλήττονται σκληρότερα από τα λοιπά «διαπλεκόμενα».
πολλά θα εξαρτηθούν από δύο, κυρίως, πράγματα. Το ένα αφορά στους ρυθμούς και τους τρόπους με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει την αφομοίωση της κεντροαριστεράς. Το άλλο αφορά στη στρατηγική με την οποία η Ν.Δ. θα επιχειρήσει να βγει από την εξαιρετικά προβληματική θέση στην οποία έχει περιέλθει
Σε αυτήν την περίπτωση, θα μακρύνει αρκετά ο δρόμος μέσα από τον οποίο θα κλείσει ο κύκλος της πλήρους απορρύθμισης των πολιτικών σχέσεων που άνοιξε με τις διπλές εκλογές του 2012.
Μέχρι τότε, πολλά θα εξαρτηθούν από δύο, κυρίως, πράγματα.
Το ένα αφορά στους ρυθμούς και τους τρόπους με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει την αφομοίωση της κεντροαριστεράς.
Το άλλο αφορά στη στρατηγική με την οποία η Ν.Δ. θα επιχειρήσει να βγει από την εξαιρετικά προβληματική θέση στην οποία έχει περιέλθει, για να αναδειχθεί σε σύγχρονη αστική πολιτική δύναμη ικανή να πείσει για τη σοβαρότητά της τους λιμνάζοντες στις δεξαμενές του ΝΑΙ και της αποχής δυνάμει ψηφοφόρους της. Δύσκολα θα το πετύχει, αν δεν αποφασίσει να αναμετρηθεί με τον εαυτό της, την ιστορία της και τους παράγοντες που αναστέλλουν την ανανέωσή της.
Επ’ αυτού, όμως, θα πρέπει να επανέλθουμε.