Το δικαίωμα στην διαδήλωση ή αλλιώς το δικαίωμα της συνάθροισης (ή του συνέρχεσθαι), κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Ελληνικού Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και συνίσταται στο δικαίωμα των προσώπων να καθορίζουν ελεύθερα τον τόπο, τον χρόνο, το είδος και το περιεχόμενο της διαδήλωσης, αλλά και τον ειδικότερο τρόπο έκφρασης των απόψεών τους κατά τη διάρκεια αυτής.
To Σύνταγμα ακόμα λέει ότι η διαδήλωση πρέπει να είναι άοπλη και ήσυχη.
Ακόμα, σύμφωνα με το Σύνταγμα Watch «το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να απαγορευθεί μια συγκέντρωση από την αστυνομία είναι είτε ο «σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» είτε “σε ορισμένη περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής”. Σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια υπάρχει όταν κινδυνεύουν άμεσα και απειλούνται η ζωή, η ακεραιότητα ή η περιουσία των ατόμων. Από την άλλη, τοπική σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής υφίσταται όταν εξαγγέλλεται συνάθροιση που πρόκειται να πλήξει άμεσα, σοβαρά και με διάρκεια μια περιοχή. Εδώ εντάσσονται συναθροίσεις που αποκόπτουν για μέρες εθνικούς δρόμους και αποκλείουν περιοχές, ενώ δεν εντάσσονται πορείες σε μια πόλη που απλώς εμποδίζουν την κυκλοφορία. Και τούτο, διότι η κυκλοφορία αφενός αποκόπτεται πρόσκαιρα, αφετέρου διότι μπορεί να πραγματοποιηθεί από γειτονικούς δρόμους.»
Με τη λογική να σκεφτεί ο καθένας αυτό που θα χρειαζόταν παραπάνω είναι μια εξειδίκευση του κομματιού που μιλάει για την ασφάλεια και την «σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Κανόνες, δηλαδή. Όπως, ότι αν η πορεία για παράδειγμα είναι από πενήντα πολίτες που θέλουν μια καλύτερη ζωή, να βρισκόταν ένας τρόπος να εκδηλωθούν οι άνθρωποι όπου θέλουν και να μην σταματήσει για πάντα η ζωή της Αθήνας.
Έτσι θα λυνόταν ένα πάγιο συντηρητικό αίτημα που εκφραζόταν διαρκώς από εφημερίδες όπως η Καθημερινή, τον Γιώργο Καμίνη (πάνω σε δικές του προτάσεις έχει στηριχθεί το τωρινό νομοσχέδιο), τον Κώστα Μπακογιάννη, το Σκάι (φυσικά) και τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών. Με την έλευση των κανόνων επίσης θα δινόταν και η απάντηση στα εξής ερωτήματα: φταίνε οι διαδηλώσεις που πέφτουν οι τζίροι στο κέντρο της Αθήνας; Φταίνε οι διαδηλωτές για την κίνηση στους δρόμους; Πχ, ο Εμπορικός Σύλλογος της Αθήνας, σύμφωνα με τοποθέτησή του θεωρεί ότι για την καθίζηση του τζίρου φταίνε οι 53 πορείες του Μαΐου. Πανδημία, μάλλον δεν υπήρξε στο κέντρο.
Το νομοσχέδιο όμως που καταθέτει τώρα ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης είναι εξωφρενικό. Αντί να εξειδικεύσει τους κανόνες, πηγαίνει κόντρα στο Σύνταγμα, ποινικοποιώντας καταρχάς την αυθόρμητη αντίδραση.
Όχι μόνο αυτό αλλά μετατρέπει την αστυνομία από σώμα ασφάλειας σε εκτελεστικό όργανο. Από που κι ως που θ’ απαντά ο χωροφύλακας αν πρέπει να διαμαρτυρηθώ ή όχι; Από που και ως που θα συμβαίνει αυτό όταν αυτό θα συμβαίνει μ’ ένα νόμο που στο μεγαλύτερο του μέρος έχει γραφτεί το 1971 όπου όλοι ξέρετε τι πολίτευμα είχαμε.
Αν δεν πάρεις άδεια από την αστυνομία για τη διαδήλωση είσαι παράνομος και απειλείσαι με τη φυλάκιση ενός έτους. Δηλαδή, αν μια εταιρεία απολύσει ένα πρωί όλους τους εργαζομένους της και αυτοί εν βρασμώ ψυχής κατέβουν στο δρόμο να διαμαρτυρηθούν, η αστυνομία βάση του νέου νομοσχεδίου οφείλει να τους συλλάβει. Είναι συνταγματικά νόμιμοι, αλλά νομοθετικά παράνομοι.
Αν πάλι γίνει το εξής: 50 άνθρωποι ζητήσουμε την άδεια να διαμαρτυρηθούμε για το Μεγάλο Περίπατο τη μέρα που βάφεται κόκκινη η άσφαλτος, η αστυνομία μπορεί να μας απαντήσει «όχι», γιατί μια μικρή ομάδα πολιτών θα θίξει την κοινωνικοοικοκονομική ζωή της πόλης. Στη συνέχεια πάμε στο δικαστήριο, ζητάμε και από εκεί την άδεια, την οποία ο δικαστής μας τη δίνει όταν πιθανότατα έχει βαφτεί κόκκινη η άσφαλτος και άρα δεν έχει κανένα νόημα η διαμαρτυρία μας.
Μπορεί, όμως, να γίνει και αυτό. Ζητάμε την άδεια από την αστυνομία, μας λέει όχι, κάνουμε παράνομα τη συγκέντρωση, η οποία διαλύεται, έχουμε συλλήψεις που τελικά ματαιώνονται μετά από τον δικαστή που λέει ότι η διαδήλωση ήταν νόμιμη και άρα έπρεπε να γίνει. Κάφκα.
Με ποιο κριτήριο όμως θ’ αποφασίζει η αστυνομία όσον αφορά τη διατάραξη ή όχι της κοινωνικοοικονομικής ζωής; Για παράδειγμα όταν έρχεται κάποιος ξένος επίσημος επίσκεψη και κλείνει όλο το κέντρο, δίδεται μετά κάποια αποζημίωση στους θιγομένους; Εντάξει, λέμε που και που κανένα ανέκδοτο για να περάσει η ώρα.
Πέρα από αυτό, συναντάμε τις αστικές και ποινικές ευθύνες του «οργανωτή» σε περίπτωση επεισοδίων. Τυχαία, το ξαναλέω, τυχαία, φτιάχνω το σενάριο ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφασίζει να ιδιωτικοποιήσει το νερό, κίνηση που βγάζει τον κόσμο στο δρόμο. Στην πορεία μπαίνουν μέσα χούλιγκαν που επιδίδονται στα γνωστά μπάχαλα. Σύμφωνα με το νόμο, την ευθύνη την έχει ο οργανωτής, άρα οι αρχές μπορούν να τον εγκαλέσουν ακόμα και να τον συλλάβουν.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης άφησε να εννοηθεί σε δηλώσεις του πως δεν θα έχω ευθύνη τα σωματεία και πως η αυστηροποίηση της ποινής (2 χρόνια για επεισόδια) θα αποτρέψει τους περιβόητους μπαχαλάκηδες να κάνουν τις δαιμονισμένες πράξεις τους.
Συγνώμη, ποιος ο λόγος, τότε, για το συγκεκριμένο εδάφιο; Ο βανδαλισμός της δημόσιας περιουσίας δεν είναι από μόνος του αδίκημα; Δεν επιφέρει ποινή; Γιατί μπλέκουμε τους διοργανωτές; Μήπως για να βάλουμε ένα ακόμα εμπόδιο στις διαμαρτυρίες; Μήπως για να το σκεφτεί δυο και τρεις φορές ο οργανωτής πριν προχωρήσει;
Μετά τα γεγονότα αστυνομικής βίας στην Αμερική σε συνδυασμό και με τις αποφάσεις που πάρθηκαν στην καραντίνα (απαγόρευση κυκλοφορίας κτλ), έχει ξεκινήσει μια τεράστια παγκόσμια συζήτηση για τις συνταγματικές ελευθερίες αλλά και το ρόλο των σωμάτων ασφαλείας στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη. Στην Ελλάδα είναι παράδοξο που αντί ν’ αναλογιστούμε περισσότερο για την ποιότητα και το δημοκρατικό ήθος της Ελληνικής Αστυνομίας, την αναγάγουμε σε ακόμα μεγαλύτερο ρυθμιστή της καθημερινότητάς μας.
Πέρα από αυτό είναι πασιφανές το σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας να δαιμονοποιήσει τον αναρχικό χώρο. Ενώ, βοά ο τόπος από ιστορίες κοινού εγκλήματος και από μαφιόζικες δολοφονίες, βλέπουμε μια εμμονή με τις καταλήψεις, το πανεπιστημιακό άσυλο, τις συλλογικότητες, πλατείες και τα … Εξάρχεια. Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε άραγε το γεγονός πως όταν διαμαρτυρήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής στο τμήμα Καλλιδρομίου για την εγκληματικότητα, ο διοικητής τους απάντησε πως αυτό που τους απασχολεί τώρα είναι το πολιτικό έγκλημα.
Άρα, σε μια ήδη κακή ατμόσφαιρα η Νέα Δημοκρατία ψηφίζει ένα νόμο που δημιουργεί έναν ακόμα εν δυνάμει εγκληματία, τον διαδηλωτή. Όχι μόνο αυτό αλλά δημιουργεί και ένα σώμα Πρόληψης Βίας. Σε λίγο θα μας πουν ότι έχουν και τις «μάντισσες» που «έβλεπαν» τα εγκλήματα στο “Minority Report” του Σπίλμπεργκ.
Σύμφωνα με το άρθρο 19 λοιπόν, «εκτός των άλλων, αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας, είναι η επιστημονική μελέτη και ανάπτυξη δράσεων που αφορούν στην πρόληψη διαφόρων μορφών και εκφάνσεων της βίας, όπως “η ριζοσπαστικοποίηση και ο βίαιος εξτρεμισμός, η ενδοοικογενειακή και η έμφυλη βία, η ενδοσχολική βία και ο σχολικός εκφοβισμός, καθώς και η ρατσιστική βία”.»
Τι θα κάνουν δηλαδή; Θα μπαίνουν στα σχολεία και θα κοιτάνε ποιος φοράει αμπέχονα ή ποια γράφει αναρχικά συνθήματα στα θρανία; Πιθανότατα τίποτα απ’ όλα αυτά αλλά όλο αυτό ακούγεται πολύ ωραίο σ’ ένα συντηρητικό ακροατήριο που θέλει να αισθάνεται μια ασφάλεια παρά το γεγονός ότι μπορεί να ζει και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τις εστίες της υποτιθέμενες βίας. «Τον είδες τον Χρυσοχοΐδη, τους έβαλες όλους σε τάξη», θα λέει κάποια γιαγιά στη φίλη της στο Κορακοβούνι και θα αισθάνονται ικανοποιημένες.
Οι νόμοι όμως, όπως λέει και το σύνθημα, είναι για ν’ αλλάζουν. Αλλά, το 2020 και πλησιάζοντας πάρα πολύ κοντά στα 40 αντιλαμβάνομαι πως η γενιά μου, οι millennials, γεννήθηκαν σ’ ένα κόσμο γεμάτο δικαιώματα και φτάνοντας πια στα πιο παραγωγικά μας χρόνια, με τις εργασιακές συνθήκες να γίνονται χειρότερες, βλέπουμε παράλληλα ν’ αμφισβητούνται και οι ελευθερίες που θεωρούσαμε δεδομένες.
Ίσως να φταίει και αυτό, τα βρήκαμε όλα έτοιμα, δεν κατακτήσαμε τίποτα και τώρα καταντήσαμε αντί να συζητάμε για το πραγματικό πρόβλημα της εργασιακής ανασφάλειας και την τεράστια ανισότητα, να κοιτάμε να ικανοποιήσουμε τα βίτσια των «νοικοκυραίων» που δε θέλουν να βλέπουν στις τηλεοράσεις τους τα «κωλόπαιδα, τα κακομαθημένα» να διαμαρτύρονται.
Ε, δε βγάζει πουθενά όλο αυτό.