Εδώ παίρνουμε στροφή 180 μοιρών: Στις 6 Μαρτίου ο νοστιμότατος Alexander Stille ανέβασε στο New Yorker ένα post σχετικά με τον Matteo Renzi και από κει μεταφέρω στα γρήγορα μερικές παραγράφους: «Ο Renzi έχει τη λάμψη ενός νεαρού Bill Clinton ή Tony Blair — κομψός, ευκίνητος, άνετος και ικανός στη δημόσια αντιπαράθεση. Φοράει συνήθως άσπρο πουκάμισο, γραβάτα, μπλέιζερ· μοιάζει λίγο σαν παιδί από εκκλησιαστική χορωδία ή σαν αθλητής κολεγίου που φόρεσε τα καλά του για μια συνέντευξη εύρεσης εργασίας. Το 2009, στα 34, εξελέγη δήμαρχος της πόλης του, της Φλωρεντίας. Όντας δήμαρχος κυκλοφορούσε παντού με ποδήλατο και οδηγούσε μόνος του το αυτοκίνητό του ακόμα κι όταν έγινε αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος. Έχει την αναίδεια να μη θέλει να περιμένει τη σειρά του στην ουρά και εκφράζει το αίσθημα πολλών νέων Ιταλών που φοβούνται ότι τα όνειρα της γενιάς τους θα πάνε χαμένα. Είχε μόλις εκλεγεί όταν άρχισε να διακηρύσσει ότι τα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας χρειάζονται ένα «σχέδιο καταστροφής». Το 2012 κόντεψε να ανατρέψει τον ηγέτη του κόμματός του Pier Luigi Bersani, ο οποίος κατάφερε να του αντισταθεί με την υποστήριξη του ισχυρού κομματικού μηχανισμού. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, από τότε που ο Enrico Berlinguer του Ιταλικού ΚΚ έχασε τη ζωή του από εγκεφαλικό επεισόδιο στη διάρκεια μιας πολιτικής εκδήλωσης, η Αριστερά δεν είχε αναδείξει έναν ελκυστικό, χαρισματικό ηγέτη. Ηγέτες της είχε κάτι γκρίζους τεχνοκράτες με τα επικοινωνιακά προσόντα ενός κοινού καθηγητή οικονομικών επιστημών. […] Ο Renzi ωρίμασε πολιτικά στη δεκαετία του ’90 όταν τόσο ο Ψυχρός Πόλεμος όσο και το Ιταλικό ΚΚ έπαψαν να υφίστανται. Ίσως επειδή δεν έχει περάσει από το στάδιο της καταστροφολογικής και τρομολάγνας σοσιαλιστικής διαπάλης, εκπέμπει έναν ζωογόνο και αισιόδοξο αέρα. Ο Renzi τοποθετεί τα θέματα στους άξονες παλιό και καινούριο περισσότερο παρά δεξιό και αριστερό, και επιμένει ότι η χώρα του μπορεί να αλλάξει ριζικά. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του είπε: “Στέλνουμε συνέχεια φορτηγά μεκιβώτια γεμάτα έντυπα φορολογικών δηλώσεων σε κάθε πόλη της Ιταλίας. Πρέπει να συνεχίσουμε έτσι ή να δώσουμε τη λύση με λίγα χτυπήματα στο πληκτρολόγιο;” […] Πολλοί περιγράφουν τον Renzi σαν ένα είδος Silvio Berlusconi της Αριστεράς γιατί είναι άσος στην επικοινωνία και δεν κάνει τίποτα για να κρύψει τις φιλοδοξίες του.
[…] Ο Renzi κατάλαβε αμέσως μόλις έγινε αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος ότι ο Berlusconi ήταν ο πιο ισχυρός πολιτικός παράγων της Δεξιάς και ότι θα χρειαζόταν την υποστήριξή του αν ήθελε να αλλάξει ριζικά το ιταλικό πολιτικό σύστημα. Συμφώνησε μαζί του να περιορίσει τους 630 βουλευτές και 315 γερουσιαστές που απαρτίζουν την πολιτική ηγεσία της χώρας. Ο νέος εκλογικός νόμος προωθεί τη σταθερή εναλλαγή του δικομματισμού. (Ως τώρα στην Ιταλία είχαμε 63 διαφορετικές κυβερνήσεις μέσα σε 68 χρόνια και 27 διαφορετικούς πρωθυπουργούς.)
Πολλοί περίμεναν ότι μόλις θα ψηφιζόταν ο νέος εκλογικός νόμος ο Renzi θα προκήρυσσε εκλογές κερδίζοντάς τες με ισχυρή πλειοψηφία. Αιφνιδιάζοντας τους πάντες έκανε κάτι πολύ πιο συμφερτικό για τον προϋπολογισμό: έστησε ένα πολιτικό πραξικόπημα. Με πλειοψηφία 80% στο κόμμα του εκπαραθύρωσε τον Letta και πήρε αμέσως τη θέση του πρωθυπουργού. Αυτό το σκληρό παιχνίδι —καθώς και οι διαπραγματεύσεις με τον Berlusconi— εξέπληξαν δυσάρεστα πολλούς αριστερούς που είδαν άλλη μια περίπτωση παραδοσιακού πολιτικάντη, αδίστακτου και ραδιούργου. Χρειάζεται όμως εδώ μεγαλύτερος σκεπτικισμός, γιατί υπάρχει καθοριστική λογική στο ρουά ματ του Renzi.
Κατέλαβε την εξουσία αιφνιδιαστικά θέτοντας όλους τους υπόλοιπους και τον Berlusconi ανάμεσά τους σε στάση επαγρύπνησης. Έκανε κάτι που δεν είχε καταφέρει ποτέ στην πρόσφατη ιστορία η Αριστερά: πήρε την πολιτική πρωτοβουλία και διαμόρφωσε την πολιτική ατζέντα. (Απόδειξη ότι ο Berlusconi θύμωσε και ο κανόνας λέει ότι όταν ο Berlusconi απογοητεύεται κάτι καλό συμβαίνει όσον αφορά τη χώρα του.) Ένας Renzi με μακιαβελική δυναμική δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό: η Αριστερά έχει επιδείξει στο παρελθόν υπερβολική προσήλωση στις διαδικασίες και αυτό την πέταγε πάντα έξω από το προσκήνιο προς όφελος της κεντροδεξιάς.
Ο Renzi έχει παρουσιάσει ένα απερίγραπτα φιλόδοξο νομοθετικό πλάνο. Τα εμπόδια που αντιμετωπίζει είναι τεράστια: η επανεκκίνηση της οικονομίας, η μεταρρύθμιση των αγκυλωμένων και σάπων μηχανισμών. Στέκεται πάνω σε μια εύθραυστη ισορροπία συμμαχιών: ακόμα και οι σύντροφοί του στο κόμμα θα ήθελαν να τον δουν να αποτυχαίνει. Μοναδικό του όπλο το κύμα της επιδοκιμασίας για τις αποφασιστικές κινήσεις του. Αν τα μέτρα που λάβει αποτύχουν, μπορεί να κάνει εκλογές και να τις κερδίσει. Ο ίδιος είπε πριν λίγες μέρες: “Για να δούμε αν ο Renzi θα τα καταφέρει ή θα την πατήσει, αφού οι πρωθυπουργοί πάντα ακροβατούν σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και όλος ο κόσμος τους κοιτάζει. Είναι η τυπική περίπτωση των ανθρώπων που περιμένουν να λύσουν οι άλλοι τα προβλήματά τους. Όμως τώρα είμαστε όλοι μας πάνω στο τεντωμένο σκοινί και η Ιταλία πρέπει να το περπατήσει ως την άλλη όχθη.”»
Αυτά συμβαίνουν στη γείτονα χώρα που πάντα θα τη ζηλεύω γιατί έχει σώσει την Τοσκάνη της και το Κάπρι και τις Cinque Terre της ενόσω εμείς γεμίζουμε πισίνες τα μεταφυσικά νησιά μας, χτίζουμε κοτέτσια-rooms-to-let στα ρόδινα ακρογιάλια, στήνουμε αρχαϊκούς κούρους δίπλα σε τσιμεντένιους πασσάλους και Καρυάτιδες σε πατάρια με γυψοσανίδες.
Είμαι Ελληνίδα υπήκοος, αναποφάσιστη και ανένταχτη, ένα «όνειδος» του κομματισμού. Την πρώτη Κυριακή νιώθω άνετα γιατί με καλύπτει ο «ομορφάσχημος» Γιώργος Καμίνης, που είναι λιγόλογος, εργατικός και τίμιος. Τη δεύτερη, των Ευρωεκλογών, σ’ ένα τοπίο ηγετών με ελάχιστο (αλίμονο!) sex appeal, με δίχως όραμα και, last but not least, δίχως έρμα, θα αποφασίσω στις πέντε που βραδιάζει πού θα το ρίξω τελικά το κουκί μου. Ως τότε, παιδιά, πάρτε το χρόνο σας. Και όπως είπε ο μεγάλος Diaghilef όταν του πρωτόφεραν να δει τα ρώσικα μπαλέτα στο Παρίσι: Εμπρός, λοιπόν, συναρπάστε με!
Χρησιμοποιήθηκαν τα βιβλία: Γιώργος Κοτζιούλας, Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα, Νηρέας 2014, Στέφανος Στεφάνου, Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς, 1941-1971, καταγραφή και σχόλια: Χριστίνα Αλεξοπούλου, Θεμέλιο 2013 και Θωμάς Γκόρπας, Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, Σίσυφος 1981.