Υπάρχει μια υπερπληροφόρηση πολλαπλών διαστάσεων τον τελευταίο ενάμιση χρόνο σε σχέση με το τι συμβαίνει στα δημόσια νοσοκομεία αναφοράς του κορωνοϊού.
Από τη μία ακούμε για έλλειψη προσωπικού, για ανθρώπους που κοιμούνται σε καρέκλες και ράντσα, για υποδομές μεσαίωνα και από την άλλη έρχονται συνεχώς οι διαβεβαιώσεις από την κυβέρνηση ότι όλα κυλούν ομαλά, ότι συνεχώς όλα διορθώνονται και ότι τα νοσοκομεία μας είναι τα καλύτερα στον κόσμο.
Δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση ότι έχουμε πολλούς σπουδαίους γιατρούς και δεν αμφισβητώ πως η μεταχείριση δεδομένων των υποδομών είναι στις περισσότερες περιπτώσεις η καλύτερη δυνατή. Υπάρχει εμπειρία από δημόσια νοσοκομεία στην Αγγλία και στη Γερμανία από πρόσωπα του οικογενειακού μου κύκλου και ενώ εκεί μπορεί να υπάρχουν καλύτερες υποδομές και εξοπλισμό, οι εξετάσεις σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως ξεπέτα. Στον Ερυθρό Σταυρό πάντως ένιωσα ότι παίζω σε κάποια ταινία θρίλερ του Αμερικανικού Νότου που διαδραματίζεται σε ένα σανατόριο και κάποια στιγμή θα βγουν τα πνεύματα των πεθαμένων να με καταπιούν.
Ήρθε λοιπόν αυτή η ρημάδα μέρα που νόσησα από κορωνοϊό. Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός πως όταν είσαι 48 ετών, με νοσογόνο παχυσαρκία (άρα ανήκεις στις ομάδες υψηλού κινδύνου), καπνίστρια, με ιστορικό θανάτου πατέρα στα 44 του από καρδιά, ένα άγχος για το τι θα σε βρει αν κολλήσεις covid, το έχεις. Βγήκα θετική το πρωί του Σαββάτου 19 Ιουνίου 2021, έχοντας κάνει μόλις μία εβδομάδα πριν την πρώτη δόση του Pfizer (αν λειτουργούσε σωστά η πλατφόρμα για τις ευπαθείς ομάδες θα έπρεπε να το είχα κάνει τουλάχιστον έναν μήνα νωρίτερα αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Γύρω στις 9 το απόγευμα το οξυγόνο μου είχε φτάσει στο 92% και ο γιατρός μου θεώρησε καλό να πάω σε νοσοκομείο αναφοράς για να με εξετάσουν.
Ο μοναδικός τρόπος εκείνη την ημέρα για να πάω στο νοσοκομείο ήταν με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ. Πήρα τηλέφωνο στο 166 γύρω στις 9-10 το βράδυ και δυόμιση ώρες μετά δεν είχε εμφανιστεί κανείς. Εν τω μεταξύ το οξυγόνο μου πήγε πάλι στο 95% έτσι όταν πήρα τηλέφωνο να ρωτήσω τι γίνεται με το ασθενοφόρο και με ενημέρωσαν ότι ακόμα δεν έχει ξεκινήσει γιατί έχει «πέσει δουλειά και μπορεί να κάνει κάνα δίωρο ακόμα», τους είπα να το ακυρώσουν να ξεκουραστώ σπιτάκι μου σαν άνθρωπος, ανθρώπινα.
Η Κυριακή και η Δευτέρα ήταν δύσκολες από άποψη φρίκης με το οξύμετρο κολλημένο στο δάχτυλό μου και την Τρίτη το πρωί όμως που ανεβοκατέβαινε από το 89% στο 92% ο γιατρός μού είπε να πάω οπωσδήποτε για εξετάσεις. Γύρω στις 12 το μεσημέρι πήρα τηλέφωνο το 166. Το ασθενοφόρο έφτασε ένα δίωρο μετά. Κατέβηκα και μπήκα σε ένα καυτό κουβούκλιο το οποίο έτρεμε και κουνιόταν σαν τρενάκι του τρόμου σε Λούνα Παρκ για μισή περίπου ώρα που κράτησε η διαδρομή. Φορώντας μάσκα, καθιστή και χωρίς κλιματισμό, προσπαθούσα να ανασάνω και να φωνάξω να μου ανοίξουν ένα αιρ κοντίσιον πριν λιποθυμήσω. Δεν με άκουγε κανείς από μπροστά, ευτυχώς στην τσάντα μου είχα μία βεντάλια και άρχισα να κάνω αέρα για να συνέλθω. Όταν φτάσαμε στον Ερυθρό Σταυρό, η κοπέλα που ήταν στο ασθενοφόρο μού πήρε το οξυγόνο το οποίο περιέργως (ή επειδή έπαιρνα αναπνοές σαν να μην υπάρχει αύριο από τη ζέστη) είχε ανέβει. Αργότερα βέβαια διαπιστώσαμε κιόλας ότι το οξύμετρό μου είχε κάψει μπαταρίες από την υπερχρήση και μάλλον έδειχνε 3-4 μονάδες κάτω.
Κράτησε κάποια στοιχεία μου και φύγαμε πάλι, αυτή τη φορά με αναμμένο κλιματιστικό μετά από τη γκρίνια μου, για να με αφήσουν στα εξωτερικά ιατρεία που ήταν το κέντρο αναφοράς του covid. Εκεί αντίκρισα το κτίριο αυτό που σας έλεγα, σαν σανατόριο του ‘40-’50, με τροχήλατα κρεβάτια και εξοπλισμό που θύμιζε θαλάμους βασανιστηρίων ασθενών και ένα μηχάνημα σαν ετοιμόρροπο Transformer που το έσπρωχναν αγκομαχώντας οι νοσηλευτές από θάλαμο σε θάλαμο για να πάρουν ακτινογραφίες το οποίο νόμιζες ότι ξαφνικά θα διαλυθεί και θα καταρρεύσει σε δέκα κομμάτια.
Αφού μου ξαναπήραν το οξυγόνο το οποίο ήταν στο 96%, μου είπαν να σηκωθώ και να κάτσω όρθια κοιτώντας τον τοίχο με μια βαριά πλάκα στο χέρι για να μου πάρουν την ακτινογραφία θώρακος. Ενώ περίμενα με την πλάκα στα χέρια, γυμνή από τη μέση και πάνω, άκουσα τη νοσηλεύτρια να φωνάζει: «φύγετε όλοι από το άλλο δωμάτιο να μη σας χτυπήσει η ακτινοβολία» και βγήκαν όλοι στην αυλή!
Κάθισα σε μία από τις καρέκλες αναμονής και περίμενα. Ύστερα από λίγο ήρθε μια νοσηλεύτρια να μου πάρει αίμα και να μου βάλει πεταλούδα σε περίπτωση εισαγωγής. Περιττό να αναφέρω ότι όλη αυτή την ώρα έτρεμα για το τι θα μου συμβεί. Ύστερα από λίγο (εγώ στην ίδια καρέκλα) ήρθε μια άλλη, πολύ γλυκιά νοσηλεύτρια να μου πάρει αίμα από τον καρπό για να δουν το οξυγόνο μου. Έλα όμως που δεν ήθελε η φλέβα να συνεργαστεί από το άγχος μου και περάσαμε ένα μισάωρο όπου τρυπούσε από καρπό σε καρπό προσπαθώντας να πάρει αίμα με μένα να πονάω και να κλαίω φρικαρισμένη. Αφού τα καταφέραμε, άρχισε η μεγάλη αναμονή. Έμπαιναν κι άλλοι ασθενείς, μια κοπέλα με πνευμονία από κόβιντ, μια κυρία με πυρετό 39,5 και οξυγόνο 88%, κάποιοι άλλοι στον άλλο θάλαμο, όλοι περίμεναν και περίμεναν για να γίνουν οι ίδιες διαδικασίες. Όταν έβαλαν μία άλλη κοπέλα να σταθεί με την πλάκα στα χέρια για να της κάνουν ακτινογραφία, βγήκα κι εγώ στην αυλή μαζί με τους άλλους για να μη μας χτυπήσει η ακτινοβολία.
Κάποια στιγμή γύρω στις 6μιση και ενώ είχα τραβήξει όσες φωτογραφίες μπορούσα για να περάσει η ώρα χωρίς να πάθω αμόκ και είχα ζητήσει νερό το οποίο κανείς δεν μου έδωσε, άρχισα να φλιπάρω και να φωνάζω ότι περιμένω τόσες ώρες να μου πουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, καθιστή, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, με μία μάσκα, σε έναν χώρο με κλιματισμό και μόνο ένα παράθυρο μισάνοιχτο και τόσο κόσμο με λοιμώξεις κορωνοϊού γύρω μου. Μου απάντησε μια νοσηλεύτρια ότι δυστυχώς δεν μπορώ να πάω στο κυλικείο αφού έχω κόβιντ για να πάρω νερό και μου ζήτησε να κάνω λίγη υπομονή ακόμη. Όπως αντιλαμβάνονται όσοι με γνωρίζουν, δεν είχα άλλη υπομονή, έτσι μετά από κάποιες έντονες φωνές μου, μου έφεραν ένα ρυζόγαλο και ένα μπουκαλάκι νερό.
Εν τω μεταξύ ήρθαν και οι εξετάσεις μου οι οποίες ήταν μια χαρά και μου είπαν ότι μπορώ να φύγω. Τους ενημέρωσα ότι θα πρέπει να με γυρίσει στο σπίτι το ασθενοφόρο, όπως με έφερε και η απάντηση ήταν η εξής φανταστική: «Δεν γίνεται αυτό, μπορεί να σας γυρίσει ένα βανάκι που έρχεται αργά, γύρω στις 10 με 12 το βράδυ ή να έρθει κάποιος δικός σας να σας πάρει». Κάποιος, οποιοσδήποτε. Ήταν η στιγμή που όλα τα ζάναξ του κόσμου δεν θα μπορούσαν να με ηρεμήσουν, άρχισα να ουρλιάζω, ζήτησα να μου βγάλουν την πεταλούδα και όταν αρνήθηκαν να μου τη βγάλουν μέχρι να φύγω, άρχισα να τραβάω τα αυτοκόλλητα και πήγα να την τραβήξω μόνη μου.
Εν τέλει συνεργάστηκαν και κάπως έτσι την Τρίτη 22 Ιουνίου, ώρα 19:30 ένιωσα Jason Bourne στην τοποθεσία Ερυθρός Σταυρός και ευτυχώς σήμερα, αυτή τη στιγμή που τα γράφω όλα αυτά, μια εβδομάδα μετά, μπορώ και γελάω με αυτόν τον μαραθώνιο φρίκης και άγχους. Γιατί την ώρα που τα βίωνα δεν ήξερα καν αν μία εβδομάδα μετά θα ήμουν σε θέση να γελάω.
Πραγματικά, πίστευα ότι ενάμιση χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, όλη αυτή η κατάσταση θα είχε βελτιωθεί στα δημόσια νοσοκομεία. Λυπάμαι που είδα ότι οι νοσηλευτές που περνούν κι αυτοί τα πάνδεινα μέσα στους θαλάμους αναφοράς είναι λίγοι και προσπαθούν και αυτοί με όση δύναμη και μέσα έχουν να τα βγάλουν πέρα. Μου ήταν ξεκάθαρο ότι αν οι συνθήκες εργασίας τους ήταν διαφορετικές, θα μπορούσαν και οι ίδιοι να βοηθήσουν περισσότερο. Είναι ντροπή να υπάρχει τόσο καλό δυναμικό και το ίδιο το σύστημα υγείας να πάσχει τόσο πολύ που να καταστρέφει όλη τη δουλειά που κάνουν. Πότε επιτέλους θα έχουμε τη δημόσια περίθαλψη που μας αξίζει;