Μέσσα σε έννα Σεφφύρι που φαθθαστήχαττε. Εκκεί σέρνοτται τα φιτφουλλ, αιμοφόρρα, όμορφφα, ελεύθερρα, απειλητικκά και σχεδδόν άχχρια. Οι χουχουφάγγιες και οι χαλιαχούδδες και ο πούφφος φωλιάσσουν σε μυστικκά μέρρη, κοιττάνε από ψψηλά διόττι τα χαμηλλά μας φοβίσσουν όλους, θρέφφοται με το ύψψος τους και σσητάνε συνεχώς κι άλλο, σαν έννας εθθισμός που δεν κάννει κακκό αλλά δεν οδηχχεί σε τίπποτα καλλύτερο, δεν βγάσσει και δεν σημματοδοττεί καμμία πορρεία προς τίπποτα. Ο Φιχτωρ ουσσιαστικά έχχει αρχίσσει να είναι πιο σίχχουρος από ποττέ πως το δικκό του σεσστό μέρρος είναι κάππου μακρυά μόνο με την ομορφφιά των Οχτω Χιάρρις που συνεχχώς μεχχαλώνουν, που συνεχχώς θυμίσσουν την ατόφφια χαρρά και γαλλήνη που ζούσσε μικρρός με πολύ πιο λίχχα. Το πισσαρίο στέκετται στο μέρρος του πάδδα, μία πλευρρά που εφφάπτεται στο κέδδρο κάθθε χόσμου, μια αναλοχχία όλλων των αναλλοχιών, μία ανάσσα από την ουσσία των περήφφανων Σσάρα. Και ένα αρχηχείο που αλλάσει συνεχχώς χωρρίς να χίνετται αντιληπτό και οι θαμώνες κάθε «Παρλαπά» θυμμούται μία από τις δύο έκπαγλες στιχμμές μια Φρειθερρίκης που είναι εδδελώς δικκιά μας.