Πριν δυο εβδομάδες, διανύοντας ήδη με τη μικρή οικογένειά μου την όγδοη ημέρα της εκούσιας καραντίνας μας και με τη βρετανική κυβέρνηση να έχει μόλις δεήσει να πάρει αποφάσεις, ξύπνησα με μια περίεργη αίσθηση στο στήθος. Σαν τοσοδούλα αρχή κρίσης πανικού σε συνδυασμό με αυτό που θα ένιωθα αν εἰχα μόλις καταπιεί μια μπάλα από μαλλί μοχέρ και αυτό είχε κολλήσει πεισματικά στον οισοφάγο.
Δεν έχουμε γάτα στο σπίτι μας παρά την ύπαρξη κήπου, πράγμα που στεναχωρεί πολύ τον εννιάχρονο γιο μου, αλλά φαντάστηκα πως αν υπήρχε ψιψίνι έτσι θα αισθανόταν το κακὀμοιρο μετά από ώρες αυτογλυψίματος.
Δεν έδωσα μεγάλη σημασία γιατί είχα κοιμηθεί επιτέλους υπέροχα αναλογιζομένων των συνθηκών: τους θανάτους που αυξάνονταν σε όλο τον κόσμο, τις ιστορίες φρίκης από την Ιταλία, τη μισή κυβέρνηση με «κορονοπερονόσπορο», μια καλή φίλη στο Μάντσεστερ να μου περιγράφει μόλις την προηγούμενη μέρα την -όχι και τόσο ευχάριστη – εμπειρία της με τον ιό, τη μητέρα μου μόνη πίσω στην Ελλάδα, τις ζωές όλων μας να αλλάζουν για πάντα.
Ο ήλιος έλαμπε πάνω από το Λονδινο, τα σάντουιτς και τα ποδήλατα μας περίμεναν για την καθιερωμένη βόλτα στο κοντινό πάρκο και ποταμάκι. Όμως μέχρι να ετοιμαστούμε είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι η μέρα θα κυλούσε πολύ διαφορετικά από ότι είχαμε προγραμματίσει. Μη θέλοντας να αναστατώσω τους άλλους δυο χωρίς λόγο, χώθηκα στο μπάνιο με το θερμόμετρο κάτω από τη μασχάλη που έδειξε 36,8. Φαντάστηκα πως η ανακούφιση της απουσίας πυρετού θα με έκανε να αναπνεύσω πάλι φυσιολογικά, αλλά δε βοήθησε. Το αντίθετο. Καθώς περνούσε η ώρα άρχισα να αναπνέω σα μια 88χρονη υπέροχη Κουβανή γιαγιά που γνώρισα στην Αβάνα πριν από μερικά χρόνια η οποία κάπνιζε πούρο από τα έντεκα. Δεν είμαι τέρας υγείας αλλά γυμνάζομαι δυο φορές τη βδομάδα, δεν είμαι υπέρβαρη, τρώω καλά, δεν καπνίζω έδω και δέκα χρόνια, δεν αρρωσταίνω πολύ εύκολα. Ἠθελα να ξαπλώσω. Ακυρώσαμε τη βόλτα και η μέρα πέρασε με τα αγόρια να παίζουν πινγκ πονγκ στον κήπο και εμένα να πίνω μανιακά νερό (είχα τρομερή δίψα) και να μασουλάω πορτοκάλια, μανταρίνια και ακτινἰδια αρνούμενη κάθε άλλου είδους τροφής ξαπλωμἐνη στον ήλιο σαν αιλουροειδἐς με fur ball και τικ να μετρά τη θερμοκρασία του κάθε μισή ώρα. Η οποία και παρέμεινε σχετικά φυσιολογική στο 37 για τις επόμενες δυο μέρες μεχρι να επιστρέψει για τα καλά στο γενικώς αποδεκτό 36 και κάτι.
Δεν είχα βήχα, δεν έχασα την αίσθηση της όσφρησης ή της γεύσης, δεν είχα πόνο στα κόκαλα. Για τις υπόλοιπες 24 ώρες είχα μονο το «μοχέρ» καθώς και μια τρομερή εξάντληση. Κάθε διαδρομή προς την τουαλέτα ηταν άθλος (και ήταν πολλές αφού επίνα νερό σα μαραθωνοδρόμος), μια σχετική δυσκολία στην αναπνοή και όπως λέει το αστείο που έκανε τις βόλτες του εκείνες τις μέρες, το μόνο άλλο καταγεγραμένο συμπτωμα ήταν να θέλω να βλέπω το Tiger King στο Netflix. Δεν κάλεσα γιατρό ή το 111, δεν παραπονέθηκα. Σε βαθμό που ο φίλος μου και ο γιος μας δεν πήραν στα σοβαρά την κατάσταση και χρειάστηκε να βάλω τις φωνές σε κάποια φάση για να μου φέρουν νέρο. Περιττό να πω ότι μέτα τις εν λόγω φωνές χρειάστηκε μισή ώρα για να φτάσει η αναπνοή μου να μη θυμίζει ασθμαίνουσα υπεραιωνόβια στο νεκροκρέβατο της.
Είχα όμως περίεργα flash backs. Από την εποχή που σα παίδι ζούσα με το άσθμα και το μπλέ σπρέι με αερολίν κάτω απο το μαξιλάρι, παρόλο που οι γονείς μου δεν αποκάλεσαν την πάθηση αυτή ποτέ με το όνομα της μπροστά μου. Ίσως για να μην εχω τη ρετσινιά. Αλλά μπορεί και να είχαν διακρίνει τις ελαφρὠς υποχόνδριες τάσεις μου από τότε.
Έιχα επίσης αναμνήσεις από εκείνο το Μάιο που στα 15 έπαθα πνευμονία. Η ανάσα μου μύριζε το ίδιο, ήταν σχεδόν λουλουδάτη από την υπέρβολική δόση βιταμίνης C και χνουδωτή όπως τότε. Αυτό με έκανε να σκεφτώ πως οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που μου συνέβη πριν δυο εβδομάδες ήταν διαφορετικό από ενα απλό κρύωμα ή γρίπη. Η εξάντληση που ακόλουθησε τις υπόλοιπες δέκα μέρες και ο μαλακός ξηρός βήχας που ήρθε δυο μέρες μετά με έκαναν να σκέφτω πως ίσως να είμαι και εγώ “covid19 survivor” που λενε και κάποιοι χαζοαμερικάνοι. Αλλά μέχρι να ανακαλυφθεί κάποιο φερέγγυο τέστ αντισωμάτων θα πρέπει να συμπεριφέρομαι σα να μην ήταν. Να φοράω μάσκα οταν βγαίνω απο το σπίτι, να απολυμαίνω τα ψώνια σαν να έχω OCD, να κρατάω αποστάσεις, να ελπίζω πως όλα θα επιστρέψουν στην «αθωότητα» και «ξεγνοιασιά» του περασμένου χρόνου, τότε που η φράση «σε βλεπω και αλλαζω πεζοδρόμιο» είχε την καλή, παραδοσιακά μισανθρωπική έννοια. Και να περιμένω σα μανιασμένη όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης τη μέρα που θα μπορέσω να αγκαλιάσω και να φιλήσω ξανά τους φίλους μου και να ζουπήξω τόσο πολύ τη μανα μου που για μερικά δευτερόλεπτα θα της κοπεί η ανάσα.