Στις 5 Σεπτεμβρίου, η 72χρονη Gisèle Pelicot εμφανίστηκε σε δικαστήριο της Αβινιόν για να αντιμετωπίσει περισσότερους από 50 άνδρες (ανάμεσά τους ένας οροθετικός) που φέρονται να τη βίαζαν ενώ ήταν ναρκωμένη και αναίσθητη, ως αποτέλεσμα των ουσιών που της χορηγούσε κρυφά και επί σειρά ετών ο τότε σύζυγός της, Dominique Pelicot. Η γαλλική αστυνομία κατάφερε να αποκαλύψει τα αποτρόπαια εγκλήματα μετά από έρευνα στις ηλεκτρονικές συσκευές του 71χρονου πρώην πλέον συζύγου της, στις οποίες βρήκε περισσότερες από 2.000 φωτογραφίες και βίντεο από τις σεξουαλικές επιθέσεις που άλλοι άντρες ασκούσαν στο θύμα.
Το 2020, η αστυνομία ενημέρωσε την Gisèle ότι ο σύζυγός της τη νάρκωνε για περισσότερα από δέκα χρόνια, ώστε άλλοι άνδρες να τη βιάζουν, τη στιγμή που ο ίδιος κατέγραφε τις αποκρουστικές πράξεις. Παρά το γεγονός ότι η ίδια αισθανόταν με την πάροδο του χρόνου αδυναμία και αντιμετώπιζε προβλήματα με τη μνήμη της, δεν είχε αντιληφθεί όσα βίωνε. Πολλοί έχουν επίσης εκπλαγεί από το γεγονός ότι αυτά τα εγκλήματα συμβαίνουν σε μια χώρα όπου, υποτίθεται, υπάρχουν λιγότερες περιπτώσεις βίας κατά των γυναικών, πράγμα το οποίο όπως φανερώνει η πραγματικότητα και επισημαίνουν ειδικοί, σχετίζεται με το ότι πολλές ιστορίες κακοποίησης μένουν κρυφές – ακόμα και από τη συνείδηση των ίδιων των θυμάτων, όπως στην περίπτωση της 72χρονης γυναίκας.
Οι εικόνες μιας στωικής Gisèle Pelicot, η οποία στη μικρή αίθουσα του δικαστηρίου έπρεπε να αναβιώσει τραυματικά γεγονότα που δεν θυμόταν, έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Όπως ανέφερε η ίδια, «Στις ηχογραφήσεις είμαι αδρανής στο κρεβάτι μου και με βιάζουν. Πρόκειται για βάρβαρες σκηνές. Ο κόσμος μου καταρρέει, όλα καταρρέουν, όλα όσα έχτισα μέσα σε πενήντα χρόνια. Ειλικρινά, για μένα είναι σκηνές τρόμου». Ο Dominique Pelicot δεν αρνείται τους ισχυρισμούς μέχρι αυτή τη στιγμή που η δίκη συνεχίζεται – όπως και οι περισσότεροι από τους 50 φερόμενους ως βιαστές.
Ο κόσμος αγκάλιασε την απόφαση της κακοποιημένης γυναίκας να μην κρυφτεί από τους βιαστές και το κοινό, ως μια τεράστια πράξη θάρρους – ειδικά αν λάβουμε υπόψη το κοινωνικό στίγμα που μπορεί να υποστεί ένα θύμα βιασμού. Οι δυτικές κοινωνίες τείνουν να προβάλλουν την εικόνα ενός όντος που έχει χάσει την αξία και την αξιοπρέπειά του, ιδίως αν έχει βιώσει αυτό το έγκλημα από περισσότερους από πενήντα άνδρες. Παρ’ όλα αυτά, η Gisèle Pelicot αποφάσισε υπερήφανα να μην αυτοεξοριστεί ή να μείνει στη συλλογική μνήμη ως ένα κακοποιημένο αντικείμενο – αντίθετα, θέλησε να δηλώσει δημόσια κάτι που δεν είναι εύκολο για όλους τους ανθρώπους να το κάνουν, σε μια ένδειξη αλληλεγγύης προς άλλες γυναίκες που δεν αναγνωρίζονται ως θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων.
Το αίτημά της για δημόσια δίκη παρακινήθηκε, σύμφωνα με τους δικηγόρους της, από την επιθυμία της η ντροπή να μην πέσει στην πλευρά του θύματος, αλλά στην πλευρά των κατηγορούμενων. Η 72χρονη παραιτήθηκε από το δικαίωμά της στην ανωνυμία ως πράξη ενδυνάμωσης, λέγοντας στο δικαστήριο της Αβινιόν (που είναι πλέον τόπος των πιο αδιανόητων, φρικιαστικών περιγραφών ενδοοικογενειακής βίας, βιασμού και παρενόχλησης, με λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε μια πορνογραφική πλοκή βασανιστηρίων), ότι ελπίζει η κατάθεσή της να βοηθήσει άλλες γυναίκες να γλιτώσουν από παρόμοιες πράξεις.
Αυτή η απόφαση της μη απόκρυψης όσων βίωσε, υπερβαίνει την αξία της ως μια σπουδαία πράξη θάρρους, και λειτουργεί παράλληλα ως μια γενναία αλλά επώδυνη αναζήτηση με στόχο την προσωπική ανασύσταση. Είναι αλήθεια ότι, η δημόσια αντιμετώπιση των βιαστών της ενθαρρύνει πολλές άλλες γυναίκες να αγωνιστούν ενάντια σε κακοποιητικές σχέσεις εξουσίας. Επιπλέον όμως, η απόφαση της Pelicot στοχεύει στην αποκάλυψη και το ξεσκέπασμα, όχι μόνο των βιαστών, αλλά και μιας μνήμης που της είχε αφαιρέσει ο πρώην σύζυγός της χωρίς τη συγκατάθεσή της. Στην πραγματικότητα, καμία γυναίκα δεν θα έπρεπε να περάσει αυτόν τον εφιάλτη για να ανακτήσει μια διαλυμένη συνείδηση που είχε χειραγωγηθεί – στην προκειμένη περίπτωση, μέσω της μη συναινετικής χορήγησης ναρκωτικών.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η υπόθεση έχει προκαλέσει μαζική και έντονη αγανάκτηση, επειδή αναδεικνύεται ως μια ιδιαίτερη περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης για την οποία ούτε η συνείδησή μας μπορεί να μας προειδοποιήσει, αφού αυτή είναι που πρωτίστως κακοποιείται και απουσιάζει. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια «καταπιεσμένη μνήμη» -όπως γίνεται αντιληπτή με ψυχολογικούς όρους- η οποία επιτελεί τη λήθη ως αμυντικό μηχανισμό, αλλά για μια μνήμη την οποία «άρπαξε» κάποιος άλλος (ο πρώην σύζυγος) και ανακτήθηκε χάρη στη δράση κάποιου άλλου (της αστυνομίας). Ακόμα και η ανάκτησή της βέβαια, δεν αποκαθιστά κάτι διαυγές και υγιές, αλλά μια τραυματισμένη μνήμη που πρέπει να επουλωθεί συλλογικά, ή όπως το έθεσε η ίδια η Pelicot: «Μέσα μου είμαι ένα πεδίο ερειπίων που θα πρέπει να ξαναχτίσουμε μαζί». Κι εμείς είμαστε γεμάτες οργή.
Η φράση «θυμωμένη γυναίκα» χρησιμοποιείται ως μια μορφή προσβολής και συνήθως πηγαίνει χέρι-χέρι με φράσεις όπως «θυμωμένη φεμινίστρια», «μη σκίζετε τα σουτιέν σας» κ.ά. Με λίγα λόγια, μας λένε ότι πρέπει να νιώθουμε ντροπή για την οργή μας, να μαζευτούμε και να το βουλώσουμε. Ε όχι πια. Δεν είμαστε απλά θυμωμένες, είμαστε εξοργισμένες. Σχεδόν κάθε βδομάδα -αν όχι κάθε μέρα- η κοινωνία μας «προσφέρει» λόγους για να νιώθουμε έτσι. Είτε εξαιτίας όσων βιώνουμε εμείς ως γυναίκες μέσα σε αυτή, είτε όσων βιώνουν άλλες γυναίκες και θηλυκότητες γύρω μας, όπως η Pelicot.
Η κυρία Pelicot δεν είναι «απλώς» μια επιζήσασα. Είναι μια ηρωίδα που μιλάει για τις θυμωμένες γυναίκες όλου του κόσμου. Και είμαστε πολλές. Εκατομμύρια. Είμαστε οργισμένες, μόνο τις τελευταίες μέρες, από τη δολοφονία της Ουγκαντέζας Ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμου, Rebecca Cheptegei, η οποία βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στην Κένυα αφού την περιέλουσε με βενζίνη ο πρώην φίλος της. Η ιδιότητά της ως αθλήτρια μπορεί να έστρεψε ικανοποιητικά την προσοχή πάνω της, αλλά τι γίνεται με τις εκατοντάδες και χιλιάδες άλλες γυναίκες των οποίων η φωνή δεν ακούγεται;
Στην Κένυα συγκεκριμένα, οι γυναικοκτονίες έχουν αυξηθεί κατά 50% μόνο τα τελευταία 10 χρόνια, μια κατάσταση που εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε παραλείψει ντροπιαστικά να αναδείξουμε. Η ανταποκρίτρια του BBC World Service για θέματα φύλου και ταυτότητας, Megha Mohan, η οποία ερευνά αυτές τις περιπτώσεις εδώ και μήνες, το θέτει ως εξής: «Αυτές οι ιστορίες θα έπρεπε να τους επιτραπεί να ειπωθούν πριν σκοτωθεί μια διάσημη γυναίκα». Και έχει δίκιο. Στη χώρα μας, η υπόθεση της Σοφίας Μπεκατώρου άνοιξε με θάρρος τον δρόμο για την εδραίωση του MeToo. Τι θα είχε γίνει όμως αν η ίδια δεν ήταν γνωστή αθλήτρια; Οι πολιτείες θα πρέπει να παρέχουν το ασφαλές έδαφος ώστε όλες μας να μπορούμε να λέμε τις ιστορίες μας χωρίς να φοβόμαστε πως δεν θα μας πιστέψουν ή δεν θα μας προστατεύσουν, και ανεξαρτήτως του πόσο δημοφιλείς ή όχι είμαστε.
Πόσες από εμάς έχουμε μοιραστεί με σχεδόν χιουμοριστικό τρόπο, πάνω στην αμηχανία μας και για να μετριάσουμε τη φρίκη των πράξεων, για πρώην που μας βιντεοσκοπούσαν στο κρεβάτι χωρίς την άδειά μας, που μας κακοποιούσαν και το αποκαλούσαν «αγάπη», που προσπαθούσαν να μας πείσουν πως είμαστε χειριστικές όταν ζητούσαμε εξηγήσεις για τις εκρήξεις θυμού τους και τη σωματική βία που μπορεί να ασκούσαν; Οι «ιστορίες» των κακοποιημένων γυναικών είναι αμέτρητες: Πολλές από αυτές δέχτηκαν επίθεση, κάποιες βιάστηκαν, οι περισσότερες αναγκάστηκαν να σωπάσουν ή να πουν ψέματα για να μην χάσουν τη ζωή τους ή επειδή ήξεραν πως δεν θα βρουν το δίκιο τους.
Βρισκόμαστε ακόμα σε ένα σημείο βαθιάς ανισότητας, όπου ορισμένες φωνές ενισχύονται και άλλες υποβαθμίζονται. Όπου οι εμπειρίες κάποιων, λίγων γυναικών, αντιμετωπίζονται κατά κάποιον τρόπο ως «πιο σημαντικές» ή χρησιμοποιούνται ως «κάλεσμα για δράση», ενώ άλλες παραμένουν ξεχασμένες ή μόλις και μετά βίας μπαίνουν στην «πρώτη σελίδα». Αυτό που μπορούν να προσφέρουν όμως οι ιστορίες που δέχονται τους προβολείς πάνω τους, είναι σπουδαίο. Είναι μια καθημερινή έκφραση αλληλεγγύης και εκείνο το κοινό αίσθημα οργής που εμπνέει, δυναμώνει και μας υπενθυμίζει πως αξίζει να πιστεύουμε ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, όσο έχουμε η μία την άλλη. Είναι μια δέσμευση να συνεχίσουμε να μιλάμε και να ρίχνουμε φως σε αυτό που οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σε συντριπτικό βαθμό στα χέρια των ανδρών. Να μιμηθούμε τις γενναίες και ηρωικές πράξεις της κυρίας Pelicot.
Όπως έχει πει η συγγραφέας Caroline Criado Perezί: «Προς τους άνδρες, έχω μια ερώτηση: Γιατί δεν μιλάτε γι’ αυτό (σ.σ. την κακοποίηση των γυναικών);». Ναι, οι γυναίκες είναι θυμωμένες. Το πραγματικό ερώτημα είναι: Γιατί δεν είστε κι εσείς;