Το κουπόνι της «τηλεκατάρτισης» βάζει πολύ σοβαρή υποψηφιότητα για το βάθρο με τα «πιο γελοία σκάνδαλα» της μεταπολίτευσης. Κι όχι ότι δεν υπάρχει ισχυρός ανταγωνισμός σε μια χώρα που στο παρελθόν πολιτικοί, επιχειρηματίες, δημόσιοι λειτουργοί κι ιερωμένοι έχουν αναμειχθεί σε υποθέσεις με «γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι» που βαφτίστηκε «καβαλιώτικο», «κoύτες με πάμπερς» που υποτίθεται περιείχαν δεκάδες εκατομμύρια δραχμές και μονές που αντάλλασσαν οικόπεδα με το ελληνικό δημόσιο. Το σκάνδαλο θα μείνει στην ιστορία με το hashtag #σκοιλ_ελικικου, μια «φράση» από τις ασυναρτησίες που περιείχαν τα προγράμματα κατάρτισης που έπρεπε να παρακολουθήσει το επιστημονικό προσωπικό της χώρας (αυτό ντε που θέλουμε να κρατήσουμε εντός των τειχών, έχοντας ως «προτεραιότητα την ανάσχεση του brain drain») για να πάρει τα πολυπόθητα 600 ευρώ.
Δεν ξέρω αν είναι μικρό ή μεγάλο σκάνδαλο από οικονομικής πλευράς, ανάλογα με την αντιπολιτευτική όρεξη αυτές τις μέρες το ύψος τoυ κυμαίνεται από 36 εως 90 εκατομμύρια ευρώ. Σίγουρα, μας απαλλάσσει πάντως, μια και καλή από την αρλούμπα της «αριστείας» που αποτελεί εδώ και μια 5ετία ένα εντελώς αντιπαραγωγικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΔ (που υποτίθεται ότι την υπερασπίζεται) και ΣΥΡΙΖΑ (που υποτίθεται ότι την υποσκάπτει).
Η κυβέρνηση, λοιπόν, απέσυρε χθες αργά το απόγευμα την πρϋποθέση της «τηλεκατάρτισης» για τη χορήγηση του επιδόματος στους 160.000 επιστήμονες. Μένει να φανεί πόσο τραυματίστηκε η σχέση της με το «κίνημα της γραβάτας» που, επίσης υποτίθεται, ήταν μια από τις βασικές κοινωνικές μερίδες που στηρίχθηκε για να επανακάμψει στην εξουσία. Ή αν απλά ήταν κι αυτό μια λίγο-πολύ ανύπαρκτη, μιντιακά κατασκευασμένη, οντότητα που απλά προσέδιδε μια μεζούρα κινηματικής διάστασης στην αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας (ο ΣΥΡΙΖΑ πάντως είχε τσιμπήσει, εντυπωσιακά ανίκανος να θέσει την ατζέντα).
Τα vouchers («Βράουτσερς» για τα ελληνικά σόσιαλ μίντια που κάνουν πάρτι τις τελευταίες μέρες) καταργήθηκαν, αλλά με αυτόν τον διαχρονικά μοναδικό ελληνικό τρόπο ο εμπνευστής τους, υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Γιάννης Βρούτσης παραμένει στη θέση του. Κι, όπως διαβάζουμε σήμερα, απολαμβάνει «πλήρους στήριξης» από τον Πρωθυπουργό. Παρότι, το ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών έδωσε κι ονόματα στο προφανές: στις 7 πλατφόρμες στις οποίες ανατέθηκαν, κυριολεκτικά μέσα σε ένα βράδυ, τα προγράμματα κατάρτισης αναμειγνύονται «κολλητοί», κομματάρχες, μετακλητή υπάλληλος του Υπουργού που συνδέεται με 2 πλατφόρμες κι ΚΕΚ και τύποι που στο παρελθόν έστησαν ΜΚΟ για «εκπαίδευση Ινδιάνων στον οικοτουρισμό και την προστασία του Αμαζονίου και προσφορά σε γυναίκες στην Παλαιστίνη διεξόδου από την υποαπασχόληση». Παρότι ο ίδιος ο υπουργός πριν λίγα 24ωρα υποβίβαζε το θέμα κάνοντας λόγο για «4 ορθογραφικά λάθη σε 100.000 σελίδες».
Φυσικά, κάποια ερωτήματα μένουν αναπάντητα:
– πώς επιλέχθηκαν οι 7 πλατφόρμες από τις 20 που έκαναν αίτηση (ανάμεσα στις απορριπτέες και πανεπιστημιακές);
– γιατί τα ΚΕΚ θα έπαιρναν ως μεσίτες 470 ευρω το κεφάλι απλά για να διεκπεραιώσουν μια αίτηση (υπήρχε ΚΕΚ που είχε διεκπεραιώσει 8000 αιτήσεις και, όχι ότι φταίει το ίδιο, θα έπαιρνε 3.76 εκ. ευρώ);
– γιατι δε δόθηκαν εξαρχής 800 (αντί για 600) ευρώ στους επιστήμονες αφού το κόστος θα ήταν μικρότερο (134 εκατομμύρια ευρώ έναντί 192 που τελικά θα κόστιζε η κατάρτιση με την αμοιβή των ΚΕΚ);
Για να μη βαλτώνουμε στα αυτονόητα, παρότι αυτή φαίνεται να είναι η επικοινωνιακή στρατηγική της, ας πούμε ότι η κυβέρνηση οφείλει πολύ πειστικές εξηγήσεις για αυτό το φιάσκο. Κι ο αρμόδιος υπουργός προφανώς και είναι υπόλογος, παρότι αναπαύεται τώρα κάτω από τις στοργικές φτερούγες του Πρωθυπυργού (περίπου το ίδιο παρκάρισμα που συνέβη τους προηγούμενους μήνες και για άλλες υποθέσεις και με τους κυρίους Μηταράκη κι Αυγενάκη).
Πέραν του δραματικού συμπεράσματος ότι ο εγκέφαλος των vouchers θα είναι αυτός που θα σχεδιάσει την εργασιακή επόμενη μέρα μιας οικονομίας που θα βρεθεί αυτόματα σε κρίση, το #σκοιλ_ελικικου έρχεται να υπενθυμίσει 1-2 πράγματα ακόμα. Ίσως ακόμα πιο σοβαρά. Η ΝΔ, κόμμα εξουσίας σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, έχει «βαριά φανέλα». Τόσο βαριά που ως παραδοσιακή πολιτική δύναμη έχει λίγο πιο αναπτυγμένη από το κανονικό την αλαζονεία της «ιδιοκτησίας του κράτους».
Δύο μικρά ευτράπελα από κυβερνητικά κανάλια τις τελευταίες μέρες το αποδεικνύουν. Στο portal covid19.gov.gr που έχει στηθεί μέσα στο site της κυβέρνησης (όχι στο site της ΝΔ) διαπιστώθηκε την περασμένη εβδομάδα ότι υπήρχε section «Το Σκίτσο της Ημέρας». Σήμερα, η ενότητα έχει κατέβει αλλά όσο ήταν πάνω φιλοξενούσε επί 40 μέρες πολιτικο σχολιασμό, όχι πάντα σχετικό με τον κορονοϊό, από μόνο 3 γελοιογράφους: τον Δημήτρη Χαντζόπουλο και τον Ανδρέα Πετρουλάκη της Καθημερινής (με κοινή τους δήλωση είπαν ότι είχαν δώσει την συγκατάθεσή τους) και τον Αρκά. Δεν έχει προφανώς καμία σημασία ποιο είναι το περιεχόμενο των σκίτσων, δεν έχει προφανώς καμία σημασία αν κλήθηκαν κι άλλοι κι αρνήθηκαν (όχι ότι έχει γίνει κάτι τέτοιο γνωστό) και -να σας πω κάτι;- ούτε και το κριτήριο που επιλέγονταν τα σκίτσα έχει σημασία (παρότι είναι αυτό που φαντάζεστε). Αυτό που έχει σημασία είναι τι δουλειά έχουν να δημοσιεύονται σκίτσα πολιτικών γελοιογράφων σε ιστοσελίδα της κυβέρνησης.
Τώρα, αυτό που κυκλοφορεί το τελευταίο 24ωρο με τον διαχειριστή του Twitter account @mediagovgr (κάτι σαν προσωπικό του κυβερνητικού εκπροσώπου Στυλιανού Πέτσα, αλλά μην μπλέξουμε και με αυτό τώρα) που μπερδεψε τους λογαριασμούς κι ανήρτησε υλικό για Μαστοράκη-Ρουβά-Νταλάρα από την ιστοσελίδα patkiout.gr (έχει πια κατέβει), ας είμαστε επιεικείς κι ας το θεωρήσουμε απλά άλλη μια σύντομη και τρυφερή ιστορία «αριστείας».
Σκανδάλα, μικρά-μεγάλα-υπαρκτά-κατασκευασμένα, υπήρχαν και θα υπάρχουν όσο η πολιτική ασκείται από ανθρώπους. Το ζήτημα για τις δημοκρατίες είναι να αναδεικνύονται. Κι όσο κι αν δικαίως πανηγυρίζουν τα σόσιαλ τις τελευταίες ώρες που «σκότωσαν» τον «Μέτζη του Νέουκτη», μπορούν να συνδράμουν αλλά όχι να υποκαταστήσουν τη δουλειά των παραδοσιακών μίντια. Δεν είναι καν φυσιολογικό να κάνουμε αυτήν την συζήτηση.
Δεν ξέρω αν έχει προηγούμενο αυτή η ελληνική μιντιακή «μονοκαλλιέργεια». Είναι πάντως αδιανόητη και, μέρα με τη μέρα, και πιο επικίνδυνη. Τα κανάλια, η συντριπτική πλειοψηφία των εφημερίδων και των μεγάλων ενημερωτικών ιστοσελίδων μέχρι χθες -όταν δεν μας πληροφορούσαν για το τι μαγείρεψε η Τζένη στον υπουργό Βασίλη- αγνοούσαν ή υποβάθμιζαν το #σκόιλ_ελικικου (οι πιο μερακλήδες το δικαιολογούσαν κιόλας). Σήμερα, αχνοφαίνεται μια «συγχαρητήρια» γραμμή για την απόσυρση της «τηλεκατάρτισης» (οι πιο μερακλήδες κάνουν λόγο για «πολιτικό θάρρος»).
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας χτίζει πολιτικό κεφάλαιο πάνω στη συνθήκη. Με όρους, όχι ηθικοπλαστικούς αλλά, realpolitik δικαιούται να το κάνει. Μιλά σε πρώτο ενικό, βγάζει προεκλογικά διαγγέλματα και μετά δίνει προεκλογικές διαψεύσεις, κάνει αμετροεπή άλματα λογικής οπως το «σε μόλις πέντε εβδομάδες, έγιναν όσα δε γίνονταν επί δεκαετίες» διώχνοντας μακριά τις ευθύνες τις δικές του (και τις διαχρονικές του κόμματός του): τα νούμερα τον δικαιώνουν, «έχει κάνει τη δουλειά».
Όμως κάπου ώπα… όταν η κυβέρνησή του πιάνεται με τη γίδα στην πλάτη, δεν μπορεί να δέχεται συγχαρητήρια. Αλλά να απολογείται και να παίρνει κεφάλια.