Το 1992 με το Μακεδονικό να ζεματίζει την επικαιρότητα στη δική μας γωνιά της βαλκανικής μπαρουταποθήκης και με τους Βουκεφάλες να παρελαύνουν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη χλιμιντρίζοντας «η Μακεδονία είναι ελληνική, πάρτε το χαμπάρι μαλάκες Σκοπιανοί», ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε πει την ιστορική φράση: «Σε 10 χρόνια κανείς δε θα θυμάται τίποτα!». Παρότι το σημερινό δελτίο ειδήσεων μοιάζει να τον διαψεύδει πανηγυρικά, μπορούμε να πούμε εν μέρει ότι είχε προβλέψει το μέλλον.
192 στις 193 χώρες-μέλη του ΟΗΕ λένε σήμερα την FYROM “Macedonia”, η μόνη που ανθίσταται είναι «η ομορφότερη χώρα του κόσμου». Λογικό, θα πει κανείς, για τους τύπους, μάλλον παράλογο όμως να προκαλείται κυβερνητική κρίση σε μια τόσο κρίσιμη και τεταμένη περίοδο από ένα «γλίστρημα της γλώσσας» (ή μάλλον από την κεκτημένη ταχύτητα) του υπουργού Μετανάστευσης, Γιάννη Μουζάλα. Που, όχι σε επίσημη δήλωση, αλλά στο χαλαρότερο περιβάλλον μιας τηλεοπτικής συνέντευξης δεν πάτησε φρένο και είπε την κακή λέξη από «Μακ…». Και, φυσικά, αν παρακολουθήσει κανείς το απόσπασμα, δε χρειάζεται να είναι Σέρλοκ για να καταλάβει ότι οι άνθρωποι και στις καθημερινές επαφές με τους ευρωπαίους αξιωματούχους έτσι το λένε – δεν ασχολούνται με το αν πρέπει να γραφούμε το πι στο ΠΓΔΜ με πεζό ή κεφαλαίο.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, μπορούμε να πούμε με ελικρίνεια και σιγουριά ότι, στον διπλωματικό αγώνα των early 90s σχετικά με την ονομασία της γείτονος χώρας, ηττηθήκαμε ως κράτος. Μικρό ή μεγάλο το κακό, συνέβη. Παρολ΄αυτά, παρά τη φοβερή καταστροφή που μας βρήκε (λίγο το ‘χεις να σου κάνει εθνική καζούρα η οικογένεια Γκλιγκόροφ), επιζήσαμε. Εκσυγχρονιστήκαμε, παίξαμε στο χρηματιστήριο, χάσαμε, φτιάξαμε «ισχυρή Ελλάδα», πολεμήσαμε τους «νταβατζήδες», διορίσαμε εκατοντάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, αναπτύξαμε τη βαριά βιομηχανία παραγωγής ελλείμματος, κάναμε Ολυμπιάδα, πήραμε Γιούρο και Γιουροβίζιον, μέχρι και σοβαρές μπίζνες στήσαμε με τους «εχθρούς» στα Σκόπια… μέχρι να σταματήσουν τη φρενήρη πορεία μας η Κρίση, τα Μνημόνια και η Ελπίδα. Και δεν είναι μόνο ότι παρότι όλος ο κόσμος έλεγε τα Σκόπια «Ματσεντόνια» εμείς προοδεύαμε, αλλά το ίδιο συνέβη και με τους ανθρώπους που ήταν «υπεύθυνοι» για την ήττα. Ας πούμε, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Αντώνης Σαμαράς, έριξε μια κυβέρνηση, έκανε κόμμα, μπήκε στη Βουλή, ξαναγύρισε στη ΝΔ, έγινε αρχηγός της κόντρα στην οικογενειοκρατία κι ακολούθησε τη φυσική εξέλιξη «αντιμνημονιακός-πρωθυπουργός-μνημονιακός». Δεν μπορεί να πει κάποιος ότι η τότε «αποτυχία» του υπήρξε ταφόπλακα.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, είμαστε όλοι καρφωμένοι στα ειδησεογραφικά sites για να δούμε αν ισχύει ότι «παραιτήθηκε ο Μουζάλας», όπως έχουν ήδη φροντίσει να διαρρεύσουν τα παπαγαλάκια. Ένα από τα πιο ψύχραιμα, σοβαρά και μεθοδικά στελέχη της κυβέρνησης (όπως μπορείτε να διαπιστώσετε σε αυτή τη συνέντευξη), για να μην ξεχνιόμαστε. Το οποίο «ναι, έκανε γκάφα». Γιατί σε μια χώρα που έφτασε να κρύψει με εικόνα παρκέ το πρόθεμα MAC σε αγωνα μπάσκετ, είναι προφανές ότι για να αποφύγεις το πολιτικό λιντσάρισμα πρέπει να συμβάδιζεις με μια παράλληλη παρανοϊκή πραγματικότητα.
Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε το προσφυγικό ζήτημα, εδώ και κάποιους μήνες, είναι απόλυτα ενδεικτικός της παραλυτικής αμηχανίας που εξαπλώνεται στους ψηφοφόρους και του καιροσκοπισμού που κάθε μέρα γίνεται και πιο σοκαριστικός από την πλευρά των πολιτικών. Ναι, υπάρχουν οι «νομπελίστες», ναι έχει στηθεί ιδανικό σκηνικό για να οργιάσει η Χρυσή Αυγή, αλλά ο απλός κόσμος (θέλετε για τη σωτηρία της ψυχής του; θέλετε για τα σόσιαλ;) επιδεικνύει αξιοθαύμαστα αντανακλαστικά αλληλεγγύης. Δείχνει να αντιλαμβάνεται στην πλειοψηφία του ότι δεν απειλείται από αυτούς τους εξόριστους που στο κάτω κάτω δε θέλουν καν να μείνουν εδώ (κι εγκαλούνται μάλιστα γιατί «δε γυρίζουν να πολεμήσουν στις πατρίδες τους»). Από κει και πέρα, όμως…
Η κυβερνηση συνεχίζει μόνο να αντιδρά και όχι να σχεδιάζει (πιο σύντομα, συνεχίζει να αντιπολιτεύεται… πια τον εαυτό της) δικαιολογώντας όσους υποστηρίζουν ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η απροκάλυπτη σύνδεση του προσφυγικού με την αξιολόγηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης φροντίζει να δικαιώσει από τα αποδυτήρια τις «φιλοευρωπαϊκές, μεταρρυθμιστικές» προσδοκίες… κρίνοντας «επιβεβλημένη την παραίτηση Μουζάλα». Ο Αντώνης Σαμαράς επανεμφανίζεται, φροντίζοντας να μας ενημερώσει ότι «παρέδωσε κανονική χώρα, την οποία μετέτρεψαν σε hot spot», ενώ ευρωσκεπτικιστές και μενουμευρώπηδες εργαλειοποιούν το δράμα: οι μεν αντικαθιστώντας πλήρως και οριστικά πια τον ρεαλισμό με λυρισμό ανοίγοντας δρόμο στους επιτήδειους, οι δε που μας έπρηξαν ένα καλοκαίρι με μια δήθεν κάψα για «ανοιχτά σύνορα» τώρα δε βγάζουν τσιμουδιά για το κλείσιμό τους.
Και μετά όλοι μαζί πιάνονται χέρι χέρι για να πολεμήσουν τον λαϊκισμό. Κλασικη περίπτωση «λα γκρέκα μπελέτσα»…
ΥΓ: σε σχεδόν 700 λέξεις, κατάφερα να μη χρησιμοποιήσω τα ονόματα Τσίπρας-Καμμένος. Ξέρετε, τα one night stands λέγονται έτσι γιατί είναι ευκαιριακά. Όταν επαναλαμβάνονται είσαι σε σχέση, το παραδέχεσαι ή όχι. Και καμιά φορά, εκεί που δεν το περιμένεις, σου κάνουν και συστάσεις για το «πως να μιλάς μπροστά σε ξένους».