Διεξήχθησαν, για λίγο, παράλληλα. Ήταν κάτι περισσότερο από δύο δίκες – διαφορετικές όψεις ενός νομίσματος που καθρεφτίζει συμβολικά τα συλλογικά τραύματα των τελευταίων χρόνων.
Από τη μία η δίκη της Χρυσής Αυγής που εξελίσσεται σταθερά σε παρωδία εδώ και πάνω από έναν χρόνο. Κλίμα τρομοκρατίας, κωλυσιεργία και μια τραγική, πλην θαρραλέα, φιγούρα, η Μάγδα Φύσσα, να δίνει σχεδόν μόνη της μια μάχη δημοκρατίας. Πλαισιωμένη πια μόνο από αλληλέγγυους, τους συνεπείς καταγραφείς του Jail Goden Dawn, μεμονωμένους δημοσιογράφους. Σχεδόν εγκαταλελειμμένη από τα mainstream media (που πια καλύπτουν μόνο την «ένταση» στο προαύλιο ή εντός της αίθουσας, σχεδόν εξισώνοντας χρυσαυγίτες με αντιφασίστες) και πολιτικούς του «δημοκρατικού τόξου». Το θέ(α)μα κούρασε, ο κόσμος ξέχασε (στην πραγματικότητα, για να είμαστε ειλικρινείς, αδιαφόρησε), οι ναζί αποφυλακίστηκαν, το 7% τους είναι μπετόν.
Από την άλλη η δίκη της Marfin. Ξεκίνησε στις 19/9 και μέσα σε έξι εβδομάδες το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας έβγαλε απόφαση αθωώνοντας ομόφωνα τους Θοδωρή Σίψα και Παύλο Ανδρεάδη (ή Ανδρέεβ) για τους εμπρησμούς στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην Σταδίου (και τον θάνατο τριών εργαζομένων, ανάμεσά τους μια έγκυος) και του βιβλιοπωλείου Ιανός. Τα media κάλυψαν σχετικά σιωπηλά την απόφαση (ανάμεσά τους και η Popaganda για να κάνουμε την αυτοκριτική μας). Σίγουρα με λιγότερο θόρυβο από τους πηχυαίους τίτλους με τους οποίους μοίραζαν ανθρωποφαγικές καταδίκες. Αλλά, αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, μάλλον συμβαίνει παντού σε τέτοιες περιπτώσεις. Truth doesn’t make a noise.
Οι νεκροί δεν έχουν ιδιοκτησία. Οι νεκροί της Marfin, πιο συγκεκριμένα, δεν είναι αντίβαρο στις δολοφονίες Γρηγορόπουλου και Φύσσα. Οι νεκροί της Marfin ανήκουν σε όλους μας. Για την ακρίβεια, είναι στίγμα, ντροπή όλων μας.
Η απόφαση αυτή όμως έχει κι άλλη αξία, γιατί πια μας δίνει ένα δεδομένο να ανοίξουμε και μια άλλη κουβέντα. Με θέμα την περίφημη επωδό του «για τη Marfin δε λέτε τίποτα», πάνω στην οποία χτίστηκε πολιτικός λόγος, παράχθηκε δήθεν παρεμβατική αρθρογραφία και στήθηκαν διαδικτυακοί καβγάδες που πετάνε μονίμως την μπάλα στην εξέδρα.
Ποτέ δεν το κατάλαβα το «για τη Marfin δε λέτε τίποτα». Γιατί απλούστατα είναι μια φράση απολύτως κενή νοήματος. Να πούνε ποιοι και να πούνε τι; Αντίθετα, είναι μια γηπεδική παρόλα με ένα πονηρό, και τρομερά επικίνδυνο, σκοπό. Την εργαλειοποίηση των νεκρών. Την οικειοποίησή τους ως επιχείρημα στην πόλωση των τελευταίων ετών που, μετά από ένα σεβαστό πια διάστημα διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όλοι αντιλαμβανόμαστε πια πόσο κούφια (αν όχι γελοία) είναι.
Οι νεκροί δεν έχουν ιδιοκτησία. Οι νεκροί της Marfin, πιο συγκεκριμένα, δεν είναι αντίβαρο στις δολοφονίες Γρηγορόπουλου και Φύσσα. Οι νεκροί της Marfin ανήκουν σε όλους μας. Για την ακρίβεια, είναι στίγμα, ντροπή όλων μας. Γι’ αυτό τους προσεγγίζουμε, οι περισσότεροι, με αυτήν την τεράστια αμηχανία, ακόμα κι αν έχουν περάσει περισσότερα από 6 χρόνια μετά τις 5/5/2010. Η μεγάλη διαφορά με τις υποθέσεις Γρηγορόπουλου και Φύσσα είναι ότι δεν ξέρουμε τους δολοφόνους, στη μία περίπτωση ένας αστυνομικός σκότωσε έναν 16χρονο στα Εξάρχεια και στη δεύτερη ένας Χρυσαυγίτης έναν αντιφασίστα στο Πέραμα. Είναι τέτοιοι οι ρόλοι, τέτοιες οι ταυτότητες των εμπλεκόμενων που προκαλούν εύλογη συναισθηματική φόρτιση.
Στην περίπτωση της Marfin μπορεί να μάθαμε από τη δίκη για τον κανιβαλισμό («να καείτε» φώναζε κόσμος από κάτω), μπορεί να ξέρουμε ότι συνέβη στο περιθώριο μιας από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης, αλλά δεν ξέρουμε τους φυσικούς αυτουργούς. Υπάρχει η ανώδυνη ιστορία περί «κουκουλοφόρων», «αναρχικών», «αντιεξουσιαστών» – δεν υπάρχει δηλαδή τίποτα. Μόνο η συνηθισμένη πρώτη ύλη, δηλαδή, για εξίσου ασόβαρες θεωρίες συνωμοσίας περί προβοκάτσιας που ουσιαστικά σκοτεινιάζουν αντί να φωτίζουν την υπόθεση. Γιατί όλοι μας θα νιώσουμε λίγο καλύτερα όταν βρεθούν και τιμωρηθούν αυτοί που μέσα στον όχλο δολοφόνησαν, θα σβήσει ένα μικρό κομμάτι της συλλογικής ενοχής. Όπως νιώσαμε λίγο καλύτερα που το τρισκατάρατο αστικό κράτος δεν έστειλε δύο αθώους στη φυλακή (τι πλάκα, το ίδιο που οι αθωωμένοι ιδεολογικά αντιστρατεύονται).
Το «για τη Marfin δε λέτε τίποτα» είναι λαϊκισμός του χειρότερου είδους και για έναν άλλον λόγο. Βάζει σε δεύτερη μοίρα μερικές πτυχές της ιστορίας που είναι εξίσου σημαντικές και της δίνουν και μια άλλη διάσταση πέραν του ιντερνετικού καφενείου και της πολιτικής εκμετάλλευσης.
Για την υπόθεση της Marfin τρέχουν άλλες δύο δίκες:
– Έχουν ήδη καταδικαστεί πρωτοδίκως για ανθρωποκτονία από αμέλεια ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας, η διευθύντρια και ο υπεύθυνος ασφαλείας του υποκαταστήματος κι εκκρεμεί η δίκη τους στο Εφετείο.
– Έχουν παραπεμφθεί για να δικαστούν ο τότε πρόεδρος της Τράπεζας, τα εκτελεστικά μέλη του τότε ΔΣ και άλλα 10 στελέχη από το περιφερειακό δίκτυο, τη διεύθυνση ασφαλείας και την τεχνική υπηρεσία.
Έχουμε μιλήσει πολύ συναισθηματικά όλα αυτά τα χρόνια. Η οριζόντια απογοήτευση ίσως πρέπει να μας κάνει πιο ρεαλιστές. Στη Marfin κάποιος-οι πέταξαν τη μολότωφ. Ακόμα αναζητούνται. Και κάποιοι άλλοι, παρανομώντας, κράτησαν κλειδωμένους (με απειλή απόλυσης) εργαζόμενους σε κτίριο ενός από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, ενώ απ΄ έξω διαδήλωναν μερικές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Όχι σε ένα οποιοδήποτε κτίριο, αλλά σε υποκατάστημα τράπεζας, με όλο το συμβολικό φορτίο που κουβαλά σε μια τέτοια περίσταση. Χωρίς κανένα μέτρο πυροπροστασίας (με ψευδείς βεβαιώσεις πυρασφάλειας), χωρίς έξοδο κινδύνου, χωρίς σχέδιο εκκένωσης.
Η δικαιοσύνη, ναι, είναι συχνά πολιτικά καθοδηγούμενη, όχι πάντα τυφλή, μερικώς διεφθαρμένη, πολλές φορές δυσλειτουργική. Όμως όπως έδειξε και το τσίρκο με τις άδειες και το ΣτΕ, είναι και υπεράνω κριτικής από τον καναπέ μας. «Λέει αυτή για τη Marfin», δεν έχει τόση σημασία αν το κάνουμε και οι υπόλοιποι. Είναι το, σαφώς προβληματικό πλην, μοναδικό μέσο που μπορεί να λειτουργήσει ως κοινωνική κόλλα.
Προσφέρει απαντήσεις σε όσους απλοποιούν τη ζωή μας βλέποντάς την ως ασπρόμαυρη. Και τα τελευταία χρόνια, αν μας έχουν διδάξει κάτι, είναι πώς είναι σύνθετη κι αρκετά γκρι.