Από τη μία είναι ο ιός. Ήρθε. Θα συνέβαινε. Προσωπικά, βρίσκω υγιές κι ανακουφιστικό το ξόρκι της αμηχανίας και του φόβου με τα αστειάκια στα σόσιαλ (άσχετα, αν διασταλτικά ξεπέφτει στη σάχλα όπως κάθετι εκεί μέσα, με πρώτο πρώτο το πένθος). Τα ηλεκτρονικά μίντια, όσο ψύχραιμα κι αν είναι (αν και μερικά δεν θέλουν καθόλου να είναι ψύχραιμα), ποστάρουν «συνεχή ενημέρωση, λεπτό προς λεπτό», ο όγκος της πληροφορίας συμβάλλει στον πανικό ακόμα κι αν οι προθέσεις είναι καλές. Ακόμα κι αν τα νούμερα είναι με το μέρος μας, ας πούμε το 2% θνητότητας στα μέχρι τώρα επιβεβαιωμένα κρούσματα σε όλον τον κόσμο (ή οτι μια κοινή γρίπη σκοτώνει 60 φορές περισσότερους ανθρώπους από αυτον τον ιό). Φυσικά, η soon to be «πανδημία» ξυπνάει κι άλλα ένστικτα, αυτά της συνωμοσιολογίας που ίσως είναι λίγο περισσότερο ανεπτυγμένα στην «ομορφότερη χώρα του κόσμου». Ίσως και όχι, δεν είναι εκεί το θέμα μας, το θέμα μας είναι να βουτάνε λίγο τη γλώσσα στο κεφάλι τους οι δημοσιολόγοι και να μην κάνουν αντιπολίτευση με συνωμοσιολογικές ερμηνείες του timing που αποκαλύφθηκε το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα.
Το θέμα μας είναι επίσης κι όσα φέρνει μαζί του ο κορονοϊός. Έτσι όπως έρχεται αρμονικά να δέσει με τον ρατσισμό που είναι παγκοσμίως the thing of the moment. Οι συμπιεσμένες κοινωνίες της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης ψάχνουν διακαώς για αποδιοπομπαίους τράγους, για φταίχτες. Ο «ξένος» είναι ο προφανής στόχος. Τώρα, προφανώς είναι και «μολυσμένος». Αυταπόδεικτα. Από την κοπέλα με το μικρόφωνο που ρωτάει χαμογελαστή τους Ασιάτες τουρίστες στην Ακροπολη από πού έρχονται κι αν έχουν τον ιό, στα τρόλεϊ που αδειάζουν όταν μπαίνει κάποιος με λίγο πιο σχιστά μάτια από αυτά του πλήθους. Κι απο το χωριό της Ουκρανίας που επιτέθηκαν σε εκείνους που πήγαιναν να τεθούν σε καραντίνα μέχρι τους δρόμους του Μπέρμιγχαμ και την ινδή κοπέλα που γρονθοκοπήθηκε επειδή πήγε να υπερασπιστεί την κινέζα φίλη της που δέχθηκε ρατσιστική επίθεση.
Από την άλλη, στα νησιά μας, η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Οι τοπικές κοινωνίες, ντοπαρισμένες από καιρό με την ουσία της ξενοφοβίας, έχουν αποφασίσει να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους, να υποκαταστήσουν τη «διαχειριστική ανικανότητα της κυβέρνησης», να εμποδίσουν την πάση θυσία κατασκευή κλειστών κέντρων, να στείλουν την μουντζούρα των προσφύγων μακριά «στην ενδοχώρα». Θα το έλεγε κανείς φυσική συνέχεια του να μιλάει κανείς ως αντιπολίτευση για «εθνομηδενιστές» όπως ο Μάκης Βορίδης και ως κυβέρνηση για «αλλοίωση πληθυσμού» όπως -πολύ πρόσφατα- ο Άδωνις Γεωργιάδης. Φυσική συνέχεια του να καταργείται first thing in the morning το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής με το που ανέλαβε η ΝΔ (μόνο και μόνο για να χαθούν 6 μήνες μέχρι να ξαναϊδρυθεί) και του να ψηφίζεται, μετά από μόλις 5 μέρες δημόσιας διαβούλευσης, ένα νομοσχέδιο με κεντρική ιδέα «να κάνουμε τη ζωή των προσφύγων/μεταναστών» δύσκολη. Φυσική συνέχεια, επίσης, του να βαφτίζονται από τα κανάλια «αγανακτισμένη τοπική κοινωνία» σεσημασμένοι ακροδεξιοί και χρυσαυγίτες που κάνουν περιπολίες γύρω από τη Μόρια. Σε αυτή τη βάση, πώς να αντιμετωπιστεί, ορθολογικά και με όρους «κανονικότητας», ένα ζήτημα που έτσι κι αλλιώς υπερβαίνει την Ελλάδα, μια χώρα εγκλωβισμένη στη συμφωνία Ευρώπης-ΕΕ; Πάντως, με 115.600 πρόσφυγες συνολικά στη χώρα (συμφωνα με την έκθεση Ιανουαρίου του UNHCR) και 42.000 στα νησιά (σύμφωνα με τη χθεσινή εικόνα της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης κι Επικοινωνίας), τα νούμερα από μόνα τους είναι τέτοια που δε δικαιολογούν αυτό το απερίγραπτο μπάχαλο..
Τοπικά στελέχη της ΝΔ παραιτούνται ομαδόν στη Σάμο, ο αρμόδιος υπουργός Μηταράκης κρίνεται «ανεπιθύμητος» στον τόπο καταγωγής του Χίο (όπως κι ο πρωθυπουργός), η δαιμονοποίηση των ΜΚΟ είχε αναμενόμενα σύντομη ημερομηνία λήξης, επόμενο βήμα τα ΜΑΤ που δεν έλυσαν ποτέ και πουθενά το πρόβλημα για να το λύσουν τώρα, το σημερινό λιντσάρισμά τους στη Χιο είναι μια αηδιαστική εικόνα αυτοδικίας. Η κυβέρνηση έχει πέσει στο λάκκο που η ίδια έσκαψε. Θα «ήταν δίκαιο που έγινε πράξη», αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο.
Αν δε γινόταν ακόμα χειρότερο με το χθεσινό απερίγραπτο σπινάρισμα – απονενοημένο διάβημα του κυβερνητικού εκπροσώπου κυρίου Πέτσα: «Είναι πολύ προτιμότερο να υπάρχουν οι κλειστές δομές, όπου τέτοια θέματα όπως ο κοροναϊός μπορούν να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικότητα παρά οι άναρχες δομές που αποτελούν μία υγειονομική βόμβα και στις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος».
Είμαστε καθόλου με τα καλά μας; Εκτός από την στοιχειώδη πραγματολογική διαπίστωση ότι ο ιός στην Ελλάδα ήρθε (όπως φυσικά αναμενόταν και ήταν πιθανότερο) από τα δυτικά, είναι δυνατόν ο επίσημος εκπρόσωπος της κυβέρνησης να ρίχνει κι άλλο ξενοφοβικό λάδι στη φωτιά; Να βάζει στο τραπέζι τη θεωρία της «υγειονομικής βόμβας»; Ένας πιο κυνικός παρατηρητής φυσικά θα απαντούσε ότι είναι το ίδιο δυνατό με το να πανηγυρίζουν, κρυφά ή φανερά, ακόμα και «μετριοπαθείς» ή «ανθρωπιστές» που είναι μεν «με τους πρόσφυγες» αλλά ευχαριστιούνται το «λιντσάρισμα των μπάτσων» και την αναμπουμπούλα που «αποσταθεροποιεί την δεξιά».
Φυσικά, είναι πολύ αργά για να το πάρουμε αλλιώς.
Όπως είναι κι άστοχο, με την άνεση της απόστασης, να κατηγορούμε τους νησιώτες συλλήβδην. Όπως είναι όμως κι αδιανόητο να τους δικαιώνουμε άκριτα. Η σιωπηρή πλειοψηφία τους όλα αυτά τα χρόνια έχει βοηθήσει με έναν συγκλονιστικό τρόπο τους πρόσφυγες. Η ηχηρή μειοψηφία έχει πάει να τους κάψει ζωντανούς σε πλατείες και, τώρα, αποτελεί την πρώτη ύλη που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από πολιτικάντηδες όπως ο περιφερειάρχης βορείου Αιγαίου Μουτζούρης που έτσι εύκολα ανεβαίνουν στο βήμα και μιλανε για «αποτροπές» στην επόμενη σειρά «συλλαλητηρίων της ντροπής» μετά από εκείνη του Μακεδονικού. Η ζωή των νησιωτών, είναι λογικό, έχει αναστατωθεί, οι υποσχέσεις των πολιτικών δεν έχουν τηρηθεί ακριβώς γιατί έγιναν στη λάθος κατεύθυνση, η παραοικονομία του «προσφυγικού» βέβαια ανθεί και δεν είναι κι αμελητέα (κυρίως προσφέροντας πάσης φύσεως υπηρεσίες, όχι απαραίτητα νόμιμες, ούτε ηθικές).
Ο κορονοϊός, αργά ή γρήγορα, θα υποχωρήσει. Μπορεί να θυσιαστούν το Euro, οι Ολυμπιακοί ή το Καρναβάλι της Πάτρας, αλλά η επιστήμη θα τον εξαφανίσει. Το αποτύπωμά του όμως θα ενισχύσει την παγκόσμια σφραγίδα της μισαλλοδοξίας. Και, στη χώρα μας, θα μας έχει πάει ακόμα πιο πίσω, ισχυροποιώντας τον κανόνα της ρητορικής του μίσους. Νομιμοποιώντας, για άλλη μια φορά, ως συνομιλητές τους ακραίους…