Ας ξεκινήσουμε λίγο ανορθόδοξα. Με το Ποτάμι. 5 χρόνια πριν όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε ανακοινώσει τον νέο πολιτικό φορέα, η επιφυλακτικότητα εκφραζόταν από πολλές πλευρές. Γινόταν λόγος για «κόμμα διαπλοκής», για «προσωπικό όχημα πολιτικής ανέλιξης», την Πολύ Μεγάλη Κακία βέβαια την ειχε εκστομίσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος με το περίφημο «καλή επιτυχία σε κάθε εκπομπή που θέλει να γίνει πολιτικό κόμμα». Το Ποτάμι καβάλησε για λίγο το κύμα, απέκτησε εκλογική οντότητα, παγιώθηκε ως ενδιάμεσος χώρος που στην ουσία λειτούργησε ως transit πολιτικού οπορτουνισμού, εμετικού (Ψαριανός) ή ήπιου (Τατσόπουλος/Δανέλλης/Αμυράς), ή αποτέλεσε απλώς ένα καταφύγιο ταλαιπωρημένων πολιτικών ψυχών (Λυκούδης). Το σημαντικό είναι ότι στάθηκε στην σωστή, δηλαδή στην προοδευτική, πλευρά της ιστορίας στηρίζοντας τα κοινωνικά νομοσχέδια του ΣΥΡΙΖΑ και την Συμφωνία των Πρεσπών. Με το μόνιμο και δίκαιο παράπονο, διατυπωμένο από φίλους κι εχθρούς, ότι αποτελούσε δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που οι κυβερνητικοί του εταίροι ΑΝΕΛ πετούσαν ακροδεξιό χαρταετό. Στην ολοκλήρωση αυτού του κύκλου, αυτήν την σταθερή πίστη σε συγκεκριμένες πολιτικές αρχές το εκλογικό σώμα την απέρριψε ως μαλθακότητα κι έστειλε το Ποτάμι στην ανυποληψία του 1.6%.
Να συνεχίσουμε με τους έτερους εξαϋλωμένους. Τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Η εντελώς Φρανκεστάιν κυβερνηση που συγκρότησαν με τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, στηρίχθηκε στη βάση του αντιμνημονίου. Ο διαχωρισμός αυτός όμως σταδιακά εξασθένησε, ο Πάνος Καμμένος κράτησε αρκετές φορές την αναπνοή του μέχρι να σκάσει σε ένα διαρκές σόου «μαστίγιου και καρότου» μέχρι που ήρθαν οι Πρέσπες κι ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να τον καταπιεί. Και το έκανε με έναν αδίστακτο, κοινοβουλευτικό τρόπο. Η ψεκασμένη ψήφος βρήκε, όπως είδαμε, «Ελληνική Λύση» και ο Πάνος Καμμένος τουιτάρει πια (δίχως την ενόχληση του γιου του) έχοντας χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωκάλπη ακόμα κι από τους «Πολίτες του Ηλία Ψινάκη».
Ποτάμι και ΑΝΕΛ υπέστησαν τις κραυγαλέες συνέπειες που έχει πια σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό που επικράτησε να λέγεται (τελείως κατ’ ευφημισμόν) «αντισυστημική ψήφος». Οι πρώτοι δεν την έθελξαν ποτέ, οι δεύτεροι την απώλεσαν πανηγυρικά, αμφότεροι εξαφανίστηκαν. Κι έτσι, μέσα από τα δύο silver alerts της χθεσινής κάλπης, φτάνουμε στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μια δημοφιλής ερώτηση στα χθεσινοβραδινά τηλεοπτικά πάνελ ήταν αν η διαφορά των 9.5 μονάδων σημαίνει περισσότερο ότι «έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ ή κέρδισε η Νέα Δημοκρατία;». Είναι από αυτές τις κλισέ ερωτήσεις που εχουν προφανή απάντηση – «και τα δύο» -, αλλά έχουν επίσης και την αξία τους. Γιατί η ΝΔ κέρδισε μεν, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποίησε χθες πικρά ότι έπαψε «αντισυστημική» αγάπη να θυμίζει…
Αφήνοντας σταδιακά πίσω του το ταραγμένο έτος 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να αλλάξει το δέρμα του. Για την ακρίβεια να συνθέσει ένα δέρμα που να μην έχει συνεκτικό ιστό την συγκυρία της Κρίσης. Μετριοπάθεια, άνοιγμα στη «σοσιαλδημοκρατία», καλή διαγωγή σε Ευρώπη κι Αμερική, κόμμα περισσότερο αρχηγικό απ’ ότι αρχών. Πέτυχε μια συμφωνία σπουδαίας σημασίας κλείνοντας το Μακεδονικό (για την οποία θα τον ευγνωμονούν στη ΝΔ), πέρασε μερικά «κοινωνικά», επικοινώνησε ως θρίαμβο την έξοδο από τα Μνημόνια φτιάχνοντας το δικό του success story α λα Σαμαράς 2013-14 (με αντίστοιχα μικρό αντίκρυσμα στην οικονομία της καθημερινότητας). Πορεύθηκε δηλαδή με γνώμονα την «κανονικότητα», θυσιάζοντας ένα μεγάλο κομμάτι της «αντισυστημικής» γοητείας που είχε καλλιεργήσει την περίοδο 2012-15. Μην ξεχνάμε ότι στην αρχή κυβερνούσε με όρους και ρητορική αντιπολίτευσης – πόσες φορές ακούσαμε, μέχρι κι από την Μπέτυ Μπαζιάνα, «πήραμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία»; ΜέΡΑ25, Πλεύση Ελευθερίας, ΛΑΕ κι ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήραν χθες κοντά στο 6%. Το ποσοστό δεν είναι μεγάλο, αλλά είναι κρίσιμο σε σύνθηκες πόλωσης. Είναι (όχι μόνο) αυτοί που στην πορεία εγκατέλειψαν (προσωρινά ή μόνιμα;) προς τα αριστερά τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν άντεξαν κάθε είδους «συνθηκολόγηση». Με τη Μέρκελ, τον Τραμπ, τον Καμμένο, την «τοξική» κεντροαριστερά του Νίκου Μπίστη, την Κατερίνα Παπακώστα, την Έλενα Κουντουρά, τον Πέτρο Κόκκαλη, τον Θύμιο Λυμπερόπουλο – μέτωπα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ στεκόταν απέναντι είτε δομικά, είτε ως αυτοανακηρυσσόμενος εκπρόσωπος του «νέου». Ακόμα κι αν κάποιος τα θεωρεί όλα αυτά (ή τα περισσότερα) ευπρόσδεκτα ή αναμενόμενα δείγματα πολιτικής ωρίμανσης, δεν συγκινούν τη μερίδα του κόσμου που επένδυσε στον ΣΥΡΙΖΑ ως «δύναμη ανατροπής».
Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία του 30% στον Σαλβίνι, στην Αγγλία του ψυχεδελικού 31% στον Φάρατζ, στη Γαλλία του 24% στη Λεπέν, φυσικά στις ΗΠΑ του Τραμπ, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη του ακροδεξιού πέπλου, υπάρχει πολύς κόσμος που -να το πούμε απλά- αισθάνεται «στην απέξω». Εγκλωβισμένος στην αβεβαιότητα της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και της διαρκούς ασφυκτικής λιτότητας με αριστεροδεξιό πρόσημο. Όσο αναλωνόμαστε αν ο κόσμος αυτός έχει δίκιο ή άδικο, χάνουμε το δέντρο. Είναι πια ένα υπολογίσιμο κομμάτι κάθε εκλογικού σώματος. Ένα μέρος του ο ΣΥΡΙΖΑ το είχε σαγηνεύσει στην πορεία του προς την εξουσία, τάζοντας από πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης μέχρι κατάργηση των μνημονίων «με ένα νόμο κι ένα άρθρο». Στην πορεία εξελισσόμενος, ως κόμμα εξουσίας, σε «νέο ΠΑΣΟΚ», το έχασε (ακόμα κι αν του έκλεινε το μάτι με τις αποκρουστικές μπαλωθιές του Πολάκη και υποσχέσεις για «αίμα» τύπου Novartis). Και η βάση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας και τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, δεν φτάνει για να το καλύψει. Ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε έτσι το 1/3 της εκλογικής του δύναμης σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2015, νούμερο αρκετό για να γνωρίσει μια ήττα που είναι ολοφάνερο ότι δεν περίμενε σε τέτοια έκταση. Όσοι βλέπουν μακροπρόθεσμα μπορεί και να πουν ότι στις συνθήκες του νέου δικομματισμού το να έχεις 24% στο «χαμηλό» σου είναι σύνθηκη που σε καθιστά de facto ηγεμονικό παίκτη. Κι ότι καμία κυβέρνηση της περιόδου της Κρίσης, δεν κέρδισε δεύτερη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση εφαρμόζοντας πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Μάλλον έχουν δίκιο και στα δύο, όμως η απάντηση στο ερώτημα «για πόσο ήρθε και πόσο θα μείνει;» ο ΣΥΡΙΖΑ, περνάει αναπόφευκτα από τη θητεία του ως αξιωματική αντιπολίτευση.
Θα μου πείτε, δηλαδή κέρδισε την «αντισυστημική» ψήφο η Νέα Δημοκρατία; Όχι. Έβαλε στο μείγμα μερικά τέτοια στοιχεία (ήπιος αντιΜερκελισμός, fake news ακόμα κι εντός Βουλής όπως το πρόσφατο με την οικογένεια Τσίπρα, «ριζοσπαστικοποίηση» προς τα δεξιά παραδοσιακών media), κι εξαργύρωσε όπως ήταν λογικό το Μακεδονικό υποδαυλίζοντας συλλαλητήρια και υιοθετώντας κάθε είδους έξαλλες αντιδράσεις. Κυρίως όμως εμφάνισε μια εντυπωσιακή συσπείρωση (έφτασε στο 87%), αποτέλεσμα και της μάλλον λανθασμένης στρατηγικής του Τσίπρα να πάει επιθετικά δίνοντας στις Ευρωεκλογές χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης. Τη ΝΔ ευνόησε επίσης, χωρίς φυσικά να το επιθυμεί, το Μάτι που για πρωτη φορά έσπασε τον συναισθηματικό δεσμό του ΣΥΡΙΖΑ με όσους τον στήριζαν «τιμωρώντας τους προηγούμενους». Κι έτσι η ΝΔ πήρε μια μεγάλη νίκη που βάζει τις βάσεις για μια ισχυρή κυβερνηση, είτε αυτοδυναμίας είτε με σύμμαχο το ΚΙΝΑΛ. Μεγάλη ευκαιρία, ένας μετριοπαθής πολιτικός αρχηγός όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενισχυμένος πια, να είναι εκείνος που θα φέρει επιτέλους το κόμμα της συντηρητικής παράταξης προς το κέντρο σβήνοντας τα ΚΔΟΑ ίχνη της κουλτούρας Σαμαρά και βγάζοντας τη ΝΔ από τον αστερισμό Αδωνι Γεωργιάδη. Δύσκολο. Κι εδώ το πολιτικό κόστος είναι μεγάλο. Προωθώντας έναν τέτοιο μετασχηματισμό, μπορεί να σε γράψει η ιστορία αλλά μπορεί να σε «γράψουν» (πιο σύντομα μάλιστα) και οι ψηφοφόροι του πυρήνα.
Στην τετραπλή κάλπη της Κυριακής, και σύντομα σε εκείνη των βουλευτικών εκλογών, επιβεβαιώθηκε η συνθηκη του νέου, σκληρού δικομματισμού. Είναι που δεν μπορούμε κιόλας να αποφασίσουμε αν αυτό μας πειράζει περισσότερο από το να κερδίζουν έδρες κόμματα τύπου Λεβέντη ή Βελόπουλου. Τις εντυπώσεις από τη μία έδρα στην Ευρωβουλή που έδωσε η «ομορφότερη χώρα στον κόσμο» σε κάποιον που πουλούσε επιστολές του Ιησού, ήρθε να ισορροπήσει η ικανοποίηση για τη θεαματική πτώση της Χρυσής Αυγής. Οι ναζί έχασαν περίπου το μισό της εκλογικής δύναμης που είχαν στις Ευρωεκλογές του 2014, κατρακύλησαν (σημαντικό) στην πέμπτη θέση, και σε συνδυασμό και με τον καταποντισμό του Κασιδιάρη στην Αθήνα, δείχνουν να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση.
Κι αυτό είναι απότέλεσμα της δίκης. Κόντρα στην περιρρέουσα μπούρδα, για να μη γράψω τίποτα χειρότερο, που κυκλοφορεί και θέλει τη δίκη «να καθυστερεί λόγω πολιτικής σκοπιμότητας», είναι ακριβώς αυτή η εξωνυχιστική διαδικασία (με αριθμό ρεκόρ δικάσιμων για τα δεδομένα της ελληνικής δικαιοσύνης) που έχει πλήξει καθοριστικά τη συνοχή της ΧΑ και τον grassroots μηχανισμό της (που δυστυχώς αποτυπώνεται ακόμα στην σταθερή διείσδυσή της στους νέους). Κι αυτό δεν το πιστώνεται καμία κυβέρνηση ή αντιπολίτευση, το πιστώνονται οι άνθρωποι που έχουν βάλει σκοπό ζωής να δουν τους ναζί πίσω από τα κάγκελα.
Τέλος, κανένας οίκτος σε εκείνους που δε μας λυπήθηκαν με το τρίλημμα των περιφερειακών (μετά μην οδυρόμαστε κιόλας για τη μικρή συμμετοχή) κι ας κρατήσουμε τον πολιτισμό της μάχης για την Αθήνα ως ένα ευχάριστο συννεφάκι που δύσκολα θα επαναληφθεί. Λίγο το σαφές προβάδισμα του Κώστα Μπακογιάννη που τον έκανε να κρατήσει απόσταση ασφαλείας από την επίσημη ΝΔ, λίγο η πολιτική επάρκεια και το ήθος του Νάσου Ηλιόπουλου και σίγουρα η κλάση της εξισορροπιστικής gentleman παρουσίας του Παύλου Γερουλάνου παρήγαγαν μια πολιτική αντιπαράθεση που δε μας προσέβαλλε.
Σε όσους δεν αρέσουν αυτα τα πολιτικά κυριλίκια (sic), μπορούν να πολιτεύονται κρατώντας το «αντισυστημικό» μαχαίρι. Που είναι πάντα δίκοπο, εκτός κι αν είσαι ο Μπέρνι Σάντερς. Που κι αυτό, εδώ που τα λέμε, μένει (μακάρι) να αποδειχθεί…