Η ανθεκτικότητα του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το εντυπωσιακά άφθαρτο περίβλημα που τους συνόδευε μετά από σχεδόν 3.5 χρόνια μνημονιακής διακυβέρνησης, τρύπησε την στιγμή που ξέσπασε (άγνωστο ακόμα πώς) η φωτιά στην Νταού Πεντέλης νωρίς το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας 23ης Ιουλίου. Πέρα από τις πρόσκαιρες δημοσκοπήσεις, τη μιντιακή κριτική και το αντιπολιτευτικό σφυροκόπημα, ο ΣΥΡΙΖΑ με τη -συχνά θεατρική- υποστήριξη των ΑΝΕΛ είχε κατορθώσει να διατηρήσει έναν, κυρίως συναισθηματικό, δεσμό με τη διευρυμένη εκλογική βάση που σχημάτισε (για την ακρίβεια υποδέχθηκε) στα χρόνια της Κρίσης.
Προδομένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ, από τον Γενάρη του 2015 κι έπειτα, αισθάνονται ίσως αρκετοί. Κυρίως εξ αριστερών. Οι λιγότερο πραγματιστές γιατί δεν προχώρησε στη ρήξη αξιοποιώντας το ΟΧΙ και δεν άλλαξε την Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο και τον καπιταλισμό. Οι πιο εστέτ προοδευτικοί πανηγύρισαν μεν κάποια σημαντικά κοινωνικά βήματα εμπρός, χειροκρότησαν πρόσφατα τον χειρισμό του Μακεδονικού όμως δεν είδαν κάποιο αληθινά νέο πολιτικό ήθος και φυσικά ακόμα αδυνατούν να μεταβολίσουν τη συγκυβέρνηση με ένα ανερμάτιστο, συντηρητικό, ακροδεξιό, κόμμα όπως οι ΑΝΕΛ.
Όμως, η γενική εντύπωση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον κατάφερε να σώσει την σχέση του με τη μεσαία τάξη ή έστω να ελαχιστοποιήσει την αναπόφευκτη φθορά της διακυβέρνησης. Τη μεσαία τάξη που συντάχθηκε μαζί του με μια υπόσχεση επαναφοράς ευημερίας αλλά τον είδε να απογειώνει με τη σειρά του τη φορολογία, να κόβει συντάξεις και να περνά ακόμα πιο σκληρά μέτρα στα εργασιακά. Τη μεσαία τάξη που ο μετριοπαθής «νοικοκυραίος» ΣΥΡΙΖΑ της τελευταίας διετίας προσπαθεί να κρατήσει κοντά πουλώντας σταθερότητα κι ανάκαμψη και την οποία σκόπευε να σαγηνεύσει εν όψει των επερχόμενων εκλογών με την φιέστα της Εξόδου από τα Μνημόνια που του ακύρωσαν οριστικά (;) οι πυρκαγιές.
Αυτήν την μερίδα του κόσμου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την άφησε να απομακρυνθεί οριστικά με πατημένο το γκάζι της επικοινωνίας. Φρόντιζε να υπενθυμίζει διαρκώς, ακόμα και στις συνεντεύξεις της Περιστέρας Μπαζιάνα, ότι «πήρε την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία», τονίζοντας την, ομολογουμένως όχι αμελητέα, διαφορά της δικής του «ούτε καν τετραετίας» με τα «40 χρόνια των άλλων». Και, παράλληλα, συνέχιζε μια πολύ επιθετική στρατηγική κόντρα στα mainstream media, ειδικά αφού δεν του βγήκε η αναδιάρθρωση του χάρτη τους με τις άδειες. Η λογική «κόντρα στον ΣΚΑΪ και τον Μαρινάκη» ακόμα κινητοποιεί, αν συνυπολογίσει κανείς πόσο αποκρουστικά ασκούν αντιπολίτευση αυτοί οι δύο πόλοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι πήρε την εξουσία, έτσι πήρε και το δημοψήφισμα, και πείθοντας ότι είναι «μόνος εναντίον όλων» δεν κατέρρευσε παρά το ότι εφάρμοσε παρά μόνο ελάχιστα απ’ όσα είχε υποσχεθεί το 2012-15.
Και μένοντας πιστός στο μότο «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει» προσπάθησε έτσι να διαχειριστεί την τραγωδία της φετινού καλοκαιριού. Επικοινωνιακά. Διαπράττοντας το μεγαλύτερο αυτογκόλ της κυβερνητικής του θητείας. Γιατί ίσως ακόμα μπορεί να πείσει πολύ κόσμο για πολλά πράγματα χρησιμοποιώντας το σχήμα «φταίει ο Πορτοσάλτε», αλλά όχι και για σχεδόν 100 αδικοχαμένους όπως πρώτος προσπάθησε να κάνει σε αυτό το άθλιο ρεπεράζ αυτοφωράκια ο Πάνος Καμμένος όταν επισκέφτηκε το Μάτι.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς αναλυτής υψηλού επιπέδου για να αντιληφθεί ότι στη φετινή τραγωδία υπάρχει ένας συνδυασμός ατομικής ευθύνης και κρατικής ανεπάρκειας/ολιγωρίας. Γιατί μας είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να αποδεχθούμε το παραπάνω και να ξεκινήσουμε από εκεί την κουβέντα της επόμενης ημέρας;
Είναι δύσκολη και χρειάζεται αρκετή εξειδικευμένη γνώση (για να γίνεται καφενειακά) η επιχειρησιακή κριτική, όμως επικοινωνιακά ο ΣΥΡΙΖΑ δε χαμήλωσε καθόλου το βλέμμα αυτό το δεκαήμερο. Βρέθηκε όντως σε μια κατάσταση που είχε μόνο να χάσει, αλλά δεν έκανε τίποτα για να μετριάσει την απώλεια. Με την κεκτημένη ταχύτητα του σόου της κόκκινης γραβάτας τον προηγούμενο μήνα, ο Πρωθυπουργός συμμετείχε το βράδυ της μαύρης Δευτέρας σε ζωντανή τηλεοπτική σύσκεψη. Είτε είχε ο ίδιος γνώση για τους πρώτους νεκρούς είτε όχι, το όλο θέαμα (και κόνσεπτ) είναι ενδεικτικό της έλλειψης του μέτρου και μοιραία γύρισε μπούμερανγκ με εκκωφαντικό τρόπο έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Στην πολυσυζητημένη ατυχή συνέντευξη Τύπου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος πήγε για να «δώσει ξύλο» στους δημοσιογράφους (κι όχι να «φάει» όπως είθισται σε τέτοιες συνθήκες), ενώ δίπλα του ο αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας, απλά δεν έβγαζε νόημα. Από την πρώτη στιγμή, επίσης, διακινείται το σενάριο των εμπρησμών που αν δεν οδηγήσει σε συλλήψεις κι εξηγήσεις θα πρόκειται για εξώφθαλμη απόπειρα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Και, βέβαια, το χειρότερο όλων, έτσι όπως κουμπώνει με τη μυθολογία της Κρίσης, είναι η προώθηση ενός αφηγήματος σχεδόν «μαζί τα χτίσαμε» που, όσο ισχυρό σπέρμα αλήθειας κι αν περιέχει, δεν μπορεί να λέγεται από ένα πολιτικό κόμμα που γιγαντώθηκε εκφράζοντας ορθώς τον αντίποδα στο απαράδεκτο «μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου. Και δεν μπορεί να λέγεται σε ανθρώπους που θρηνούν ή έχουν μόλις καταστραφεί, από τους οποίους η κυβέρνηση έχει εισπράξει ΕΝΦΙΑ κι έχει νταραβεριστεί μαζί τους περήφανη για τις περαιτέρω «τακτοποιήσεις αυθαιρέτων». Ο ΣΥΡΙΖΑ πια έχει «πολιτικό ποινικό μητρώο», το πόσο σημαντικό είναι αυτό θα φανεί όταν θα ξαναβρεθεί στην ανάγκη να κάνει σκληρή αντιπολίτευση και θα τον παίρνουν όσο σοβαρά παίρνουν σήμερα την Φώφη Γεννηματά.
Για να συμπληρωθεί η εικόνα μάλλον χρειάζεται να προστεθεί η σοφά μετριοπαθής στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (με την αναμενόμενη εξαίρεση του πολιτικού κάφρου Άδωνι Γεωργιάδη), ενώ τη συνειδητοποίηση του failed state που αφήνει περιθώρια μόνο απαισιοδοξίας για το μέλλον ενισχύουν δύο ακόμα διαπιστώσεις: το χάος των συναρμοδιοτήτων που αποκαλύφθηκε για μια ακόμα φορά μεταξύ Κυβέρνησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ακριβώς για να μην αποδίδονται οι ευθύνες… μετά ζητάμε και παραιτήσεις) και, φυσικά, εμείς οι ίδιοι,
Ναι, Εμείς οι Ίδιοι που είναι να απορείς αν ήμασταν πάντα τόσο «ψεκασμένοι» ή γίναμε τέτοιοι τόσο πρόθυμα και τόσο γρήγορα.
Η τοξικότητα στη δημόσια σφαίρα, έτσι όπως εκφράζεται στα μέσα αντικοινωνικής δικτύωσης (όπως πολύ εύστοχα τα χαρακτήρισε ο Δημήτρης Πολιτάκης), χτύπησε επίπεδα δημοψηφίσματος 2015. Ίσως και χειρότερα αν αναλογιστεί κανείς ότι τώρα η αντιπαράθεση γίνεται με δεκάδες νεκρούς στο μακάβριο φόντο. Δε χρειάζεται να είναι κανείς αναλυτής υψηλού επιπέδου για να αντιληφθεί ότι στη φετινή τραγωδία υπάρχει ένας συνδυασμός ατομικής ευθύνης και κρατικής ανεπάρκειας/ολιγωρίας. Χωρίς την εγκληματική «εκτός σχεδίου» κουλτούρα αυθαιρεσίας, και «τακτοποίησης» δε θα είχαμε οικισμούς μέσα στο δάσος, ανύπαρκτες εξόδους στον αιγιαλό – θα είχαμε δρόμους κανονικούς κι όχι αυτοσχέδιους. Και, φυσικά, αν ο μηχανισμός του κράτους λειτουργούσε στοιχειωδώς προληπτικά, ακόμα και με ένα τόσο ισχυρό φυσικό φαινόμενο μιας πυρκαγιάς που τρέχει με περισσότερα από 100 χλμ./ώρα, τα θύματα θα ήταν λιγότερα.
Γιατί μας είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να αποδεχθούμε το παραπάνω και να ξεκινήσουμε από εκεί την κουβέντα της επόμενης ημέρας; Κι αν ο αμοραλισμός της κωλοτούμπας είναι ίσως κομμάτι της δουλειάς του επαγγελματία πολιτικού, από πότε έγινε ο τρόπος με τον οποίο μια ολόκληρη κοινωνία βλέπει τα πράγματα; «Είναι τα σόσιαλ μίντια, χαζούλη», θα απαντούσε κάποιος που θα έβρισκε αφελές το προηγούμενο ερώτημα, όμως αυτές οι δύσκολες μέρες κατέδειξαν δραματικά το κατάντημα της σημερινής πόλωσης.
Η οποία δεν αναλώνεται στο «Αριστερά-Δεξιά», «ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ», «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο», «ΑντιΣΥΡΙΖΑ-Ο Λαός Δεν Ξεχνά τι Σημαίνει Δεξιά», αλλά έχει πάρει ξεκάθαρα έναν άλλο, μάλλον πιο επικίνδυνο, δρόμο συλλογικής τύφλωσης:
«Αυτοί που θυμούνται τα πάντα μόνο μέχρι το 2015-Αυτοί που θυμούνται τα πάντα μόνο από το 2015 και μετά».
Σε αυτό το σχήμα χωράνε όλα: συριζοτρόλ που απέκτησαν ξαφνικά PhD σε πολεοδομία κι αστική ανάπλαση, εφημερίδες που δε θα απολογηθούν ποτέ γιατί πόσταραν πρωτοσέλιδα ψεύτικες φωτογραφίες «εμπρηστικών μηχανισμών», εφημερίδες που δε θα απολογηθούν ποτέ γιατί φούσκωναν τον αριθμό των αγνοούμενων, δημοσιογράφοι που γίνονται διακινητές fake news προκειμένου «να πέσουν», δημοσιογράφοι που σταματούν στα καμμένα για να κάνουν αναφορά σε χορηγό, κοινωνιοπαθείς που ποστάρουν φωτογραφίες απανθρακωμένων πτωμάτων, σπιν δόκτορες της πλάκας που συντάσσουν ψευδεπίγραφες επιστολές στο όνομα συγγενών των νεκρών, μονομανείς σκιτσογράφοι που ο κόσμος κυριολεκτικά καίγεται κι αυτοί δημοσιεύουν «δυσάρεστα αλληγορικές» ασυναρτησίες, η αφασική Σκύλλα της ΕΡΤ και η αφιονισμένη Χάρυβδη του ΣΚΑΪ, «44χρονοι» και «βρεγμένα μπλουζάκια». Όλα απομονωμένα, πάντα εκτός context, προκειμένου να εξυπηρετήσουν την πιο εξωφρενική παρόλα.
Same as it ever was, δηλαδή, απλά είναι τρομερό ότι συμμετέχουμε (ακόμα και με τα likes μας) σε αυτό το πανηγύρι κι έχουμε μετά και το θράσος να ειρωνευόμαστε και καλά αφ’ υψηλού τους original «ψεκασμένους» που πιστεύουν ότι οι φωτιές είναι μέρος σχεδίου που θέλει να μας αφανίσει και μπήκαν με λέιζερ από το Διάστημα. Sorry not sorry, αλλά τελικά δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί…