Επέστρεψα στην Ελλάδα πριν από έξι μήνες και τρεις μέρες ύστερα από έξι χρόνια παραμονής στην Αγγλία.
Από άλλους δέχτηκα θερμά συγχαρητήρια για το θάρρος μου κι από άλλους θερμά φάσκελα για τη μαλακία μου.
Ναι αμέ, δουλειά είχα, και σπίτι, και φίλους, και γλάστρες, memberiship cards, κουπόνια σούπερ μάρκετ κ.ά. Και πήγαινα συχνά και σε secret cinemas, pop up brunches, υπαίθριες αγορές, πικνικς σε πάρκα, μαραθώνιους στον Τάμεση, καγιάκ στο Χάγκερστον, wine tasting, ρέικι, ντίτοξ days, συναυλίες σε εκκλησίες κι άλλα φανταστικά. Φανταστική ζωή. Ζωή και κότα. Ανά 20 λεπτά ήξερα τί θα μου συμβεί. Ήξερα το αμέσως επόμενο λεωφορείο, μετρό, γεύμα, συνάντηση, τηλεφώνημα, ραντεβού, e-mail, πόσο ζει μια ομπρέλα κτλ. Ζωή ατζέντα. Φούστα-μπλούζα, την φορά και πας, πας, πας.
Μου έλειπε το σασπένς; Πολύ πιθανόν.
Έβλεπα πορείες, διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, αναμπουμπούλα, πανό, πλακάτ, στένσιλ και τρελαινόμουν, μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι απ’ τη ζήλια.
Οι φίλοι μου απολύονταν, ξαναπροσλαμβάνονταν, άλλαζαν μία, δύο, τρεις, τέσσερις δουλειές, γκρεμίζονταν, καταποντίζονταν, ξανασηκώνονταν, μετακόμιζαν, νοίκιαζαν rbnb, κοιμόντουσαν τρεις-τρεις, και μετά όλοι έξω στα μπαρςςς. Φούρκα εγώ. Μέτραγα τις λίρες μία μία – πού διάλο τα βρισκαν;
Τα πρώτα χρόνια καταβρόχθιζα τις ειδήσεις σαν μανιακή, υπογράμμιζα με στάμπιλο όπου Greece και πατρίς, σε συζητήσεις πλακωνόμουν με ξένους, βριζόμουν με μπάνκερς, City και σας ***με το σπίτι. Η ανδρεναλίνη στα ύψη.
Μετά τα τέσσερα χρόνια κρίσης είχα πια αποκαμωθεί. Ήθελα να γυρίσω. Δεν άντεχα άλλο τη διπλή ζωή της Βερόνικα, σώμα εδώ καρδιά εκεί. Είχα αλλάξει τέσσερα σπίτια, έντεκα συγκάτοικους και ακόμα περίμενα τη σειρά μου στο ντουζ. Δούλευα 9 με 9 για να πληρώνω ένα δωματιάκι μια πιθαμή 900 ευρώ και να τρώω βιολογικές ντομάτες μπας και βρω γεύση.
Έφτασα τα 30 και το Ανατολικό χάιπ του Λονδίνου μου την έδινε πια στα νεύρα. Ήθελα να τους πιάσω όλους απ’ τα μουστάκια να τους γυρνάω σβούρες. Ξάπλωνα το βράδυ και προσπαθούσα να βρω exit plan εισόδου στο Grexit. Παράλογο, άι νόου.
Πώς θα γυρνούσα χωρίς να χάσω το excitment του Λονδίνου και να μην λιμοκτονήσω στην Ελλάδα; Δεν γίνεται να τα χεις όλα στην ζωή. SAYS WHO ντάρλινγκ;
Μάιος 2014. Φτιάχνω σχέδιο δράσης με timeline ενός χρόνου. Στόχος, τον Μάιο του 2015 να πληκτρολογώ από ένα ελληνικό νησί.
Δουλεύω τρεις μήνες υπερωρίες, γίνομαι φρίλανς, ξεχρεώνω τα χρέη μου, δηλώνω παραίτηση με αστερίσκο-πρόταση να δουλεύω από Αθήνα, ίδιες ώρες λιγότερα λεφτά (ποιος δεν το θέλει;), φεύγω ένα μήνα στην Ινδία, παίρνω δίπλωμα γιόγκι, η πρόταση-αστερίσκος γίνεται δεκτή, φτιάχνω ένα σάιτ με yoga holidays, και τα βράδια το δουλεύω μέχρι να δακρύσω.
Σεπτέμβριος 2015. Είμαι εδώ. Με χουν βρει δημοψηφίσματα, κάπιταλ κοντρόλς, εκλογές, ο Πάνος Καμμένος, ο «Τσίπρα εσύ φαύλε θεέ απελπισμένων», κοιμάμαι στους γονείς μου, ο αδερφός μου οδηγάει το αυτοκίνητο μου, και άλλα δεινά. Ο κόσμος εξακολουθεί να μου κουνάει το κεφάλι. «Βρήκες την ώρα να γυρίσεις κοριτσάκι μου κι συ. Τουλάχιστον κανα γαμπρό βρήκες;»
Τους κουνάω και γω το κεφάλι πίσω, τρώω λίγο πεπονάκι και πληκτρολογώ από ένα ελληνικό νησί ότι αυτό που κατάλαβα είναι:
Κάθε φορά που κάποιος σου λέει ότι δεν μπορείς να τα χεις όλα εσύ να λες Says who. Κάθε φορά που σου λένε ότι η χώρα σου είναι μάπα εσύ να λες εσύ είσαι μάπας. Κάθε φορά που βλέπεις μια τίγρη στο βάθος να ρχεται καταπάνω σου εσύ να σκέφτεσαι, «έχω ακόμα μέχρι να πέσει να με φάει. Ας κάνω κάτι κι ίσως η τίγρης γίνει γατάκι.»