Η ζωή που στις αρχές της χρονιάς έκλεισε. Η ζωή που στα μέσα της σιγά – σιγά ξανάνοιξε. Η ζωή που σιγά – σιγά τώρα ξανακλείνει. Πέρασε την πρώτη φορά, θα περάσει και τη δεύτερη. Και την τρίτη αν χρειαστεί. Και πάει λέγοντας. Άλλωστε γλιτώσαμε προς το παρόν τον πόλεμο με την Τουρκία. Ολέθριο πράγμα ο πόλεμος. Και πανάκριβο πράγμα η ειρήνη. Πανάκριβο, μεταφορικά και κυριολεκτικά: παραγγελίες μαχητικών αεροπλάνων, φρεγατών και οπλικών συστημάτων, άρθρο του Γιάννου Παπαντωνίου με το οποίο προσφέροντας την τεχνογνωσία του νουθετεί για το πώς πρέπει να γίνουν αυτές οι δουλειές.
To 2016 πρέπει να ήταν που πέθαιναν ο ένας σταρ μετά τον άλλο και φτου σου 2016, φύγε 2016, πού θα το πας 2016. Το 2020 αντί για τους σταρ πεθαίνουν oι ευπαθείς ομάδες, φτάνουμε όπου να ‘ναι παγκοσμίως στο ένα εκατομμύριο θανάτους, οι ευπαθείς ομάδες αυτοί οι αντιστάρ της ζωής, κι αν για τους νεότερους με υποκείμενα νοσήματα μας μένει κάποια αμφιβολία, για τους ηλικιωμένους γίνεται ό,τι γίνεται μια ώρα αρχύτερα, μια παραλλαγή του «θανάτου από φυσικά αίτια» ο covid, ένα «έλα, δεν ήσουν για πολλά ακόμα – έλα, όλα τελείωσαν πια».
Και το περιβάλλον να μην ξεχάσουμε, το κλίμα να μην ξεχάσουμε, σαχαροποίηση λένε, ο Κένεθ Μπράνα στο Tenet του Κρίστοφερ Νόλαν λέει ότι αν για ένα πράγμα μετανιώνει είναι που εγωιστικά φερόμενος έκανε παιδί και το έφερε σε αυτόν τον κόσμο, από το βάθος της αίθουσας τρώγοντας ποπ κορν ο Νίκος Τσιαμτσίκας κι ο Νίκος Ευαγγελάτος χειροκροτούν, ενώ ο Νίκος Σύψας εξηγεί ότι τα παιδιά δεν γίνεται να σταματήσουν να πηγαίνουν σχολείο, εκείνο που γίνεται είναι να σταματήσουν τις σπιτικές αγκαλιές και τα οικογενειακά φιλιά.
Το κυριολεκτικό τέλος του κόσμου μπορεί να αργεί ακόμη, ο πλανήτης «Μελαγχολία» του Λαρς Φον Τριερ μπορεί να μην έχει πέσει ακόμη πάνω στη γη, αλλά τα πράγματα κυλούν με έναν τρόπο, σαν να είναι αναπόφευκτο ο πλανήτης να πλακωθεί από την μεγάλη σκιά της μελαγχολίας, τα πράγματα κυλούν με έναν τρόπο, σαν να λένε στους ανθρώπους ότι ακόμη και αν δεν έχουν από μόνοι τους κατάθλιψη, το μόνο πρέπον λόγω συνθηκών είναι επιτέλους να την αποκτήσουν.
Από την άλλη, το γυρισμένο το 1998 Last Night (Τελευταία Νύχτα του Κόσμου) του Ντον ΜακΚέλαρ, μια καταστροφή που δεν μπορεί να αποφευχθεί έχει σημάνει εδώ και μήνες το τέλος του κόσμου. Βρισκόμαστε στην τελευταία νύχτα του. Δυο άγνωστοι γνωρίζονται κι αποφασίζουν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν την προδιαγεγραμμένη καταστροφή, καθώς θέλουν να ορίσουν εκείνοι το πώς θα φύγουν από τη ζωή. Καθονται αντίκρυ και σημαδεύει ο ένας με το περίστροφο το μέτωπο του άλλου. Αλλά δεν μπορούν. Απομακρύνουν τα πιστόλια από τα κεφάλια τους και αρχίζουν να φιλιούνται. Η απόλυτη κατάφαση της ζωής τις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατο. Μια είναι η θεμελιακή ερώτηση της ύπαρξης: Ναι; Και μία είναι η απάντηση: Ναι.
Μας έκανε καλύτερους και αληθινότερους ανθρώπους η πρώτη φάση του lockdown, όπως είχε προβλεφθεί; Όσο κλόνισε τα θεμέλια του καπιταλισμού, άλλο τόσο μας έκανε και καλύτερους ανθρώπους.
Και μάλλον, ό,τι κι αν έχουμε μπροστά μας τους επόμενους μήνες, η βασικότερη εσωτερική σύγκρουση που πρέπει να διαχειριστούμε είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην κατάθλιψη και στην κατάφαση στη ζωή. Μας έκανε καλύτερους και αληθινότερους ανθρώπους η πρώτη φάση του lockdown, όπως είχε προβλεφθεί; Όσο κλόνισε τα θεμέλια του καπιταλισμού, άλλο τόσο μας έκανε και καλύτερους ανθρώπους. Καμία εξωτερική συνθήκη δεν μπορεί από μόνη της να μας μεταμορφώσει εσωτερικά. Αλλά εκτός ίσως απειροελάχιστων εξαιρέσεων και καμιά εξωτερική συνθήκη δεν είναι ικανή από μόνη της να μας συντρίψει εσωτερικά.
Με άλλα λόγια, όσο η ζωή συνεχίζεται κι όσο παραμένουμε ακόμη από αυτούς που βρισκόμαστε στις τάξεις της, έχουμε το αναφαίρετο δικαίωμα να στρέφουμε την ματιά μας στο φως, στη χαρά, στο γέλιο, στο τραγούδι, στο παιχνίδι, στη δημιουργία, στην αγάπη, έχουμε το αναφαίρετο δικαίωμα να μην βουλιάξουμε στην μαυρίλα, έχουμε το αναφαίρετο δικαίωμα αντί να σημαδέψουμε ο ένας με το πιστόλι τον κρόταφο του άλλου, να πετάξουμε τα πιστόλια κάτω και να φιληθούμε.
Όσο κι αν εξαρτάται η ζωή μας από ιούς και πολέμους και φυσικές καταστροφές και βιοπολιτικές αποφάσεις, το αν θα πούμε «παραιτούμαι, όλα έχουν γαμηθεί» ή «να πάνε να γαμηθούν όλα, εγώ θα συνεχίσω να ζω για φως» εξαρτάται από εμάς και μόνο. Μπορούμε και δικαιούμαστε να ψάχνουμε αυτό που μας κάνει να νιώθουμε καλά. Δεν χρωστάμε δυστυχία σε κανένα, χρωστάμε στον εαυτό μας, στους γύρω μας, στο κοινωνικό σύνολο, στην εποχή μας, να είμαστε δυνατοί και να στηρίζεται ο ένας στη δύναμη και στο ναι του άλλου.