Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ρεζολούσιονς, αυτά της αρχής κάθε χρονιάς και εκείνα της αρχής κάθε σεζόν (αν και μάλλον τα του Γενάρη είναι πιο διαδεδομένα από εκείνα του Σεπτέμβρη). Και τα δύο πάντως έχουν το κοινό γνώρισμα, ότι κυρίως τα διακηρύττουμε για να τα διακηρύττουμε (προς τα έξω ή μόνο προς τον εαυτό μας, δεν κάνει τόση διαφορά). Ότι δηλαδή δεν είναι αποφάσεις που παίρνουμε προκειμένου όντως να τις πραγματοποιήσουμε, αλλά ότι η βασική ψυχολογική λειτουργία τους είναι πως δείχνουν προς τα πού θα θέλαμε ιδεατά να πάμε, τι εξέλιξη θα θέλαμε ιδεατά να έχουμε. Κι επειδή, αν πραγματικά θέλεις κάπου να πας, ξεκινάς να πας χωρίς διακηρύξεις, ίσως τα ρεζολούσιονς εν τέλει φανερώνουν ακριβώς αυτά που δεν θα κάνουμε ποτέ λόγω εξωτερικών ή εσωτερικών εμποδίων. Δεν δηλώνουν ένα «Κοίτα τι θα κάνω», αλλά ένα «Κοίτα τι ποιος πραγματικά θα ήθελα να είμαι».
Για τη σεζόν που ξεκινάει τώρα λοιπόν, αν το επιτρέψει η πανδημία, τα ελληνοτουρκικά, η οικονομική κρίση και όποιες τυχόν άλλες πληγές του Φαραώ περιμένουν ανυπόμονα τη σειρά τους, θέτω ως ρεζολούσιον το εξής: Μια πολύ μεγαλύτερη επαφή με βιβλία. Μια πολύ μεγαλύτερη επαφή με λέξεις γραμμένες σε σελίδες βιβλίων και όχι σε οθόνες λάπτοπ και κινητών. Όχι μόνο λόγω της διαφοράς περιεχομένου, όχι επειδή ένα βιβλίο είναι πάντα ένα βιβλίο. Αλλά εξίσου, αν όχι και περισσότερο, και λόγω συνθήκης και διαφοράς των μέσων. Θέλω να πω ότι, χωρίς προφανώς να έχουν πάψει να ισχύουν όλοι οι διαχρονικοί λόγοι για τους οποίους μας κάνει καλό να διαβάζουμε βιβλία, μου φαίνεται ότι δημιουργείται δίπλα σε αυτούς κι ένας νέος.
Το βιβλίο σου δίνει τη δυνατότητα να μετατραπείς ξανά σε σκέτο αναγνώστη. Τη δυνατότητα να διαβάσεις και μόνο να διαβάσεις, χωρίς να απαιτείται από εσένα και χωρίς να επιτρέπεται σε σένα άλλος πιο συμμετοχικός ρόλος. Τη δυνατότητα να έχεις μπροστά στα μάτια σου λέξεις, ιδέες, «εικόνες», με τις οποίες δεν θα μπορείς να αλληλεπιδράσεις την στιγμή που τις διαβάζεις (σίγουρα πάντως όχι πάνω στο σώμα του βιβλίου – το πολύ να υπογραμμίσεις κάτι που σου έκανε εντύπωση ή να τσακίσεις λίγο το πάνω μέρος της σελίδας). Λέξεις, ιδέες, «εικόνες» που δεν θα σε καλούν σε άμεσο διάλογο, που δεν θα απαιτούν ή θα επιτρέπουν άμεση ανταπόκριση, άμεση επιβράβευση ή αποδοκιμασία. Που θα είναι γραμμένες σε σελίδες στις οποίες δεν θα υπάρχει τίποτα που θα διασπά ασταμάτητα την προσοχή σου, δεν θα σου σκάνε συνέχεια ειδοποιήσεις και μηνύματα. Σελίδες που δεν θα μπορούν να ανανεωθούν ανά δευτερόλεπτο, να ανεβοκατέβουν με σκρολάρισμα, σελίδες και λέξεις που λένε εμείς εδώ μένουμε, δεν θα εξαφανιστούμε, ό,τι είχαμε να πούμε το είπαμε, διεκδικούμε για τον εαυτό μας ένα κύρος, ένα κατασταλαγμένο αποτύπωμα, κάτι μη θνησιγενές.
Κρατώντας στα χέρια σου ένα βιβλίο και διαβάζοντας ένα βιβλίο είσαι μόνος σου εσύ, το βιβλίο και ο συγγραφέας. Δεν είστε όλοι οι άνθρωποι του κόσμου μαζί συγκεντρωμένοι στο ίδιο σημείο, όπου φωνάζετε όλοι μαζί ταυτόχρονα, σαν χρηματιστές στο χρηματιστήριο, όπως στην Έκλειψη του Αντονιόνι. Δεν είσαι, όπως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε ένα σημείο όπου όλοι μαζί μιλούν και όπου ο ένας βλέπει διαρκώς τον άλλο, όπου ο ένας κρίνει διαρκώς τον άλλο, επιδοκιμαστικά, αποδοκιμαστικά ή σιωπώντας.
Υπήρξε μέσα μου για πολύ καιρό, για χρόνια, ένα «πρέπει» να διαβάσω, από το οποίο με αποσπούσαν ας πούμε οι σειρήνες των οθονών. Το πρέπει απέδωσε πενιχρά αποτελέσματα. Τώρα το πρέπει έχει δώσει τη θέση του στο θέλω. Ακόμα κι αν δεν αποδώσει καλύτερα αποτελέσματα, αποτελεί πάντως πια επιθυμία και όχι υπερεγώ. Επιθυμία για έναν χώρο εκτός της διαρκούς ροής και της διαρκούς βοής. Επιθυμία για έναν διαφορετικό εσωτερικό ρυθμό. Επιθυμία για συγκέντρωση αντί για συνεχή διάσπαση. Επιθυμία για έναν χώρο που το εγώ μου δεν χρειάζεται να επιβεβαιώνεται κάθε λίγο και λιγάκι. Επιθυμία να αποκτήσω τον ρόλο ενός ανθρώπου που μόνο ακούει, εισπράττει, νιώθει και σκέφτεται, χωρίς την ανάγκη να μεταβολίζει στο κάθε επόμενο δευτερόλεπτο το κάθε επόμενο ερέθισμα στην δική του οπτική. Τα βιβλία δημιουργούν κόσμους που σου ζητούν να μπεις μέσα τους. Οι λέξεις και οι σελίδες τους δεν αποτελούν μέρη του αυτόνομου κόσμου που είναι τα σόσιαλ και κάθε λέξη που γράφεται στα σόσιαλ. Φεύγεις από την επικράτεια του διαρκούς virality και λες δεν διαβάζω για κάτι που έγινε τώρα και που το επόμενο εξάωρο θα είναι ήδη φρικτά ανεπίκαιρο κι αρχαία ιστορία. Φεύγεις από το fear of missing οut και λες αντίθετα, ναι, επιτέλους να μείνω λίγο μόνος. Αφήνοντας την οθόνη και πιάνοντας στα χέρια σου το βιβλίο, δεν σου πέφτει πια λόγος. Σου πέφτει ησυχία, σιωπή, περισυλλογή, χώνεμα. Σου πέφτει, αν όλα πάνε καλά, πλούτος.
Ο ψηφιακός κόσμος είναι ο φυσικός χώρος πια. Το εκτός του φυσικού χώρου, το μη φυσικό, το περίεργο, είναι το βιβλίο πια. Το βλέπουμε και απ’ τα παιδιά μας. Που με τη σειρά τους πρόλαβαν να το δουν ήδη από εμάς. Με δεδομένη λοιπόν την παντοδυναμία των οθονών, μπορούμε να αναζητήσουμε στα βιβλία μια συνθήκη που μας έχει λείψει. Μια συνθήκη απομόνωσης και φυγής από τον σαματά. Σαν να βάζουμε ακουστικά και να ακούμε μουσική απομονωμένοι από τους θορύβους της πόλης. Σαν να βάζουμε ακουστικά και να παραδινόμαστε σιγά σιγά στον ρυθμό της μουσικής. Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι για αυτό που ακούμε, αυτό που ακούμε βυθίζεται μέσα μας και μας πηγαίνει κάπου που δεν είναι θόρυβος. Κάπου που δεν βρίσκουμε τον εαυτό μας φωνάζοντας και περιμένοντας την ντοπαμίνη των ριάξιονς, αλλά που συναντιόμαστε με έναν εαυτό πιο εσωτερικό. Λέμε τόσα πολλά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και καλά κάνουμε και ωραίο είναι και θα συνεχίσουμε να λέμε. Αλλά η δυνατότητα αλλών ρυθμών και άλλων τρόπων υπάρχει και φαντάζει από γοητευτική ως λυτρωτική σε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία.