Θα περίμενε κανείς ότι τα παιδιά θα ήταν τα πρώτα που θα φλιπάριζαν, τα πρώτα που δεν θα την πάλευαν. Ευτυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Ή φαίνεται να συμβαίνει. Και αν δεν μπορούμε να είμαστε τόσο σίγουροι τι από τα δύο ισχύει, ως προς το πώς εισπράττουν την συνθήκη εγκλεισμού του τελευταίου μήνα, είμαστε μάλλον περισσότερο σίγουροι ως προς το πώς την εξωτερικεύουν: σαν αυτό που συμβαίνει στον έξω κόσμο να τα αποσταθεροποιεί λιγότερο απ’ τους μεγάλους, να τα τρομάζει λιγότερο απ’ τους μεγάλους, να τα κλονίζει λιγότερο απ’ τους μεγάλους.
Εντάξει, προφανώς και παίζει ρόλο το ότι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε έναν «έξω κόσμο», όπου το ψηφιακό του κομμάτι ήταν εξίσου φυσικό και αυτονόητο με το μη ψηφιακό και όχι τεχνολογική εξέλιξη που άλλαξε τη ζωή τους, προφανώς και παίζει ρόλο ότι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν με συσκευές και οθόνες στα χέρια τους. Εξίσου, προφανώς, αν ο ριζικός περιορισμός του περιθωρίου να κινηθούν και να αλληεπιδράσουν στον φυσικό κόσμο, συνδυαζόταν με ριζικό περιορισμό του περιθωρίου να κινηθούν και να αλληλεπιδράσουν στον ψηφιακό, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα από ό,τι είναι τώρα, που όσο ελαττώνεται ο χώρος και το οξυγόνο που τους αναλογεί στον φυσικό κόσμο, τόσο αυξάνεται ο χώρος και το οξυγόνο που τους αναλογεί στον ψηφιακό .
Αλλά ακόμη και έτσι: αυτό είναι που κάνει τη διαφορά; Σάμπως εμείς ήμασταν λιγότερο μέσα στο ψηφιακό; Σάμπως για εμάς δεν μπορεί να λειτουργήσει εξίσου ικανοποιητικά η υποκατάσταση ή έστω η αλλαγή ποσόστωσης των δυο κομματιών του «έξω κόσμου»; Μήπως πάλι είμαστε που έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη τον φυσικό συγχρωτισμό με τους φίλους μας ή το να τρέξουμε στον ήλιο; Τα παιδιά είναι που στις παρέες τους πιάνονται συνέχεια, τραβολογιούνται συνέχεια, μιλάει το ένα με κολλημένα τα μούτρα του στο άλλο, παίζουν όλα μαζί κοπαδηδόν. Τα παιδιά είναι που το σώμα το δικό τους το ιδρώνουν συνέχεια, τα παιδιά είναι που το σώμα των άλλων παιδιών είναι σαν συνέχεια του δικού τους σώματος, τα παιδιά είναι που ζουν πολύ πιο σωματικά από εμάς, τα παιδιά είναι που θα έπρεπε περισσότερο από εμάς να έχουν στερηθεί και τη σωματικότητα και την εγγύτητα της φυσικής παρουσίας και την διαρκή κίνηση. Τα παιδιά είναι, τέλος, αυτά που θεωρητικά θα έπρεπε να φοβούνται περισσότερο, να νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια.
Και να πεις ότι δεν ξέρουν;
Να πεις ότι μπορείς να τους αποκρύψεις πληροφορία, όταν η πληροφορία είναι παντού; Άντε να μην έχουν χωνέψει ακόμα τις οικονομικές επιπτώσεις των μέτρων εναντίον του ιού. Άντε να έχουν το προνόμιο να μην τα απασχολούν ακόμα δυσοίωνες σκέψεις για το αύριο μετά τον ιό. Αλλά η μαζική συμμόρφωση των ενηλίκων στα μέτρα και τα λοκ ντάουν, δείχνει μάλλον ότι και οι ενήλικοι συμμορφώθηκαν και συμμορφώνονται χωρίς πολλές αντιρρήσεις, σπρώχνοντας τον φόβο για το αύριο στο πιο πίσω μέρος του μυαλού τους. Το πιο μπροστά μέρος του μυαλού τους καταλήφθηκε από τον φόβο για το σήμερα. Το πιο μπροστά μέρος του μυαλού τους καταλήφθηκε από τον φόβο για τον ιό. Το πιο μπροστά μέρος του μυαλού τους σκοτείνιασε από πάνω – κάτω την ίδια πληροφορία που έχουν και τα παιδιά. Τι αλλάζει λοιπόν; Η επεξεργασία της πληροφορίας. Ή μάλλον κάτι πιο κυτταρικό από την επεξεργασία: η σχέση των παιδιών με το φως, με τη χαρά, με το τώρα, με τη ζωή ως εμπειρία που βιώνεται ανά πάσα στιγμή και όχι ως υπολογιστικό σχήμα στο μυαλό.
Τα παιδιά τα ενδιαφέρει να είναι καλά τώρα. Την στιγμή που τώρα ζουν. Κι αφού αυτό τα ενδιαφέρει, θα ψάξουν να βρουν τρόπο να είναι καλά, είτε κλεισμένα σε τέσσερις τοίχους, είτε έξω απ’ αυτούς τρέχοντας και μιλώντας δυνατά σαν να μην υπάρχει αύριο.
Δεν μας ρίχνει περισσότερο ο εγκλεισμός επειδή αγαπούσαμε και χαιρόμασταν την προ εγκλεισμού ζωή περισσότερο απ΄ τα παιδιά μας. Μας ρίχνει περισσότερο ο εγκλεισμός, επειδή και πριν τον εγκλεισμό ένα διαρκές υπολογιστικό σχήμα στο μυαλό μας ήταν η ζωή μας και τώρα ένα διαρκές υπολογιστικό σχήμα είναι, με εξαιρετικά πιο μαύρα τα δεδομένα με βάση τα οποία κάνουμε τους υπολογισμούς μας. Τα παιδιά τα ενδιαφέρει να είναι καλά τώρα. Την στιγμή που τώρα ζουν. Κι αφού αυτό τα ενδιαφέρει, θα ψάξουν να βρουν τρόπο να είναι καλά, είτε κλεισμένα σε τέσσερις τοίχους στρεφόμενα στη χαρά και το παιχνίδι που μπορούν να πάρουν από τον ψηφιακό κόσμο, είτε όταν είναι έξω απ’ αυτούς τρέχοντας και μιλώντας δυνατά σαν να μην υπάρχει αύριο. Και ναι, είναι ευλογία να υπάρχει αύριο, όχι όμως όταν η ύπαρξη του αύριο αναστέλλει και ακυρώνει διαρκώς την πλήρωση στο σήμερα.
Τα παιδιά στρέφονται στην πλήρωση. Δεν τους αφορά κάτι άλλο από την πλήρωση. Πέντε λεπτά ακόμα. Ένα σουτ ακόμα. Λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα τώρα. Οι μεγάλοι δεν άντεχαν και δεν αντέχουν το τώρα. Προσδοκούν ένα πολύ καλύτερο αύριο, ή τρέμουν ένα πολύ χειρότερο αύριο, ή και τα δύο μαζί. Τα παιδιά ξέρουν ότι η ζωή είναι ωραία όχι επειδή τους ανήκει το αύριο. Αλλά επειδή δεν τους απασχολεί το αύριο, επειδή τους ανήκει το σήμερα. Και θα περάσουν και σήμερα όσο πιο φωτεινά μπορούν. Όσο εσύ θα συνεχίσεις να συνομιλείς με το άγχος, την μιζέρια και την ματαιότητα των υπολογιστικών σου σχημάτων, όσο εσύ θα θεωρείς ότι η ζωή είναι γεγονός μελλοντικό και όχι παροντικό.