Η αναμονή τελείωσε. Ήρθε. Από παρουσίαση μόδας στη βόρεια Ιταλία κι όχι από λαθραίους εισβολείς στο βορειοανατολικό Αιγαίο, πάντως ήρθε. Κι είναι πια ανάμεσά μας. Καιρός για λίγο εξάιτμεντ. Καιρός για λίγη μαζική υστερία, τόση όση, αφού δεν μοιάζει να είναι κι ο φονικότερος της Ιστορίας, μάλλον το αντίθετο. Ωστόσο κάτι είναι. Τόσον καιρό ακούγαμε και διαβάζαμε για αυτόν. Τόσον καιρό παρακολουθούσαμε τα της εξάπλωσής του. Το foreplay έκανε την δουλίτσα του. Μέσα σε μια γλυκιά παραζάλη το κοινωνικό σώμα είναι έτοιμο να δεχθεί τη διείσδυση του ιού και να νοσήσει.
Υπάρχει μια εντελώς απελευθερωτική διάσταση σε περιπτώσεις μεταδοτικής ασθένειας, πόσο μάλλον μιας επιδημίας. Εκεί μπορείς να φοβάσαι τον (κάθε) άλλο, δικαιούσαι να υποπτεύεσαι τον (κάθε) άλλο, είναι εντελώς νορμάλ να κρατάς αποστάσεις από τον (κάθε) άλλο, χωρίς να θεωρείσαι φοβικός, χωρίς να θεωρείσαι παρανοϊκός, χωρίς να θεωρείσαι μισάνθρωπος. Εκεί ο (κάθε) άλλος παύει να διατηρεί το δικαίωμα να είναι διαφορετικός από σένα ως προς το χρώμα του, την εθνικότητά του, την πίστη του, τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, την ιδεολογία του, την ομάδα που υποστηρίζει στο ποδόσφαιρο κλπ, εκεί παύει να υπάρχει πάνω από το κεφάλι σου η επιταγή του να υποστηρίζεις μέχρι θανάτου το δικαίωμα του άλλου να πρεσβεύει αυτό που πρεσβεύει, εκεί αυτό που πρεσβεύει, μεταφέρει και μεταδίδει ο (κάθε) άλλος είναι ακριβώς η ασθένεια και ο κίνδυνος του δικού σου θανάτου, εκεί ο (κάθε) άλλος παύει να είναι ο φορέας μιας ταυτότητας που, όσο διαφορετική κι αν είναι από τη δική σου, εσύ οφείλεις να την σέβεσαι ή εν πάση περιπτώσει να την ανέχεσαι, και μετατρέπεται πρωταρχικά σε φορέα μιας νόσου: η νόσος γίνεται η ταυτότητά του, η ταυτότητά του είναι πλέον η νόσος.
Όλες οι υπόλοιπες κατηγοριοποιήσεις και όλα τα υπόλοιπα δίπολα είναι δευτερεύοντα, εδώ πλέον η σύγκριση και η σύγκρουση με τον (κάθε) άλλο γίνεται πάνω σε δύο και μόνο δυνατές ταυτότητες: απ’ την μια οι άρρωστοι και απ’ την άλλη οι υγιείς. Επειδή όμως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων αν ο (κάθε) άλλος είναι άρρωστος ή υγιής, καταλήγουμε στην τελική κατηγοριοποίηση: απο την μια εμείς που είμαστε υγιείς και από την άλλη ο (κάθε) άλλος που ίσως είναι φορέας του ιού, που αποτελεί έναν κίνδυνο για μας, που μπορεί να μας κολλήσει, που μπορεί να μας μεταδώσει κάτι που θα μας αλλοιώσει, που θα αλλοιώσει αυτό το οποίο είμαστε, που θα μας μετατρέψει σε κάτι διαφορετικό από πριν, που θα μας αρρωστήσει, που θα μας φέρει μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού μας.
Ο κάθε ένας από εμάς είναι ο εαυτός του και μόνο ο εαυτός του. Ομαδοποιείται σε ένα σωρό κατηγορίες, ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του που τον συγκροτούν, γιατί υπάρχει κι έντονη η ανάγκη του ανήκειν, ξέρει όμως ότι με τα μέλη της εκάστοτε ομάδας έχει πράγματα που τον ενώνουν και πράγματα που τον χωρίζουν. Με κανέναν άλλο εκτός από εμάς δεν μπορούμε να ταυτιστούμε ποτέ σε όλα. Θα παύαμε να είμαστε πια εμείς, θα παύαμε να είμαστε ξεχωριστοί άνθρωποι αν συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Το παζλ της ταυτότητάς μας προκύπτει από τα κομμάτια της εικόνας που μας καθιστούν διαφορετικούς από τον (κάθε) άλλο. Και μπορεί προφανώς η ταυτότητά μας να βρίσκεται και υπό συνεχή αναδιαμόρφωση, μπορεί προφανώς η εικόνα του παζλ να αλλάζει, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει και ότι κάθε αλλαγή δεν περνά πρώτα από μια φάση επώασης, αμφισβήτησης, απώθησης, εσωτερικού πολέμου. Ακόμη κι αν σήμερα έχουμε μετατοπιστεί ως προς την οπτική μας γωνία είκοσι μοίρες σε σχέση με χθες, αυτό δεν σημαίνει πως όταν χθες βρεθήκαμε ενώπιον των άλλων που μιλούσαν από αυτό το σημείο δεν θυμώσαμε μαζί τους, δεν εξοργιστήκαμε μαζί τους, δεν είδαμε την οπτική τους ως νοσηρή. Μας κόλλησαν, μας αλλοίωσαν, πείραξαν λίγο την ταυτότητά μας, βλέπουμε πια τα πράγματα λίγο αλλιώς, τώρα θυμώνουμε και εξοργιζόμαστε με οπτικές γωνίες άλλων, που θα γίνουν ίσως η αυριανή μας ταυτότητα.
Σε κάθε περίπτωση, ο (κάθε) άλλος πάντα ήταν φορέας ενός ιού, πάντα η επαφή μαζί του απειλούσε να κολλήσει κάτι από μέσα του μέσα μας, όπως κι εμείς απειλούσαμε με τη σειρά μας να τον κολλήσουμε κάτι δικό μας. Και αν υπάρχει μια βασική επιλογή που μπορούμε να κάνουμε δεν είναι αν θα δεχτούμε να αλλάζουμε ή θα παραμένουμε οχυρωμένοι στην ασφάλεια μιας μπετόν αρμέ ταυτότητας. Δεν γίνεται να μην αλλάζουμε, μας αλλάζει ούτως ή άλλως ο χρόνος που περνά, ο χρόνος μέσα στον οποίο και θα νοσήσουμε και κάποια στιγμή θα πεθάνουμε, με τον θάνατο να είναι και η ύστατη αλλαγή μας, το τέλος των αλλαγών μας. Η βασική επιλογή που μπορούμε να κάνουμε είναι πόσο κλειστοί ή ανοικτοί θα είμαστε απέναντι στον (κάθε) άλλο και στην κοινωνία ως σύνολο, πόσο θα ζήσουμε φοβισμένα ή εκτεθειμένα απέναντι στους κινδύνους της ζωής αλλά μαζί και στις ανταμοιβές της, πόσο θα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που φέρει μέσα του ο (κάθε) άλλος μπορεί να είναι νόσημα αλλά μπορεί να είναι και φάρμακο, μπορεί και να είναι το δώρο της άλλης ματιάς στα πράγματα, της άλλης στάσης στα πράγματα, του εξ ορισμού διαφορετικού από μας, του διαφορετικού το οποίο όταν μας μπολιάζει, μας κάνει ίσως και πιο γόνιμους εσωτερικά και πιο πλήρεις και πιο ήρεμους και πιο ευτυχείς.