Οι εικόνες από τη Λέσβο, από τους δρόμους της, τους κάδους σκουπιδιών της, τα νεκροταφεία της. Οι εικόνες του τώρα. Και οι μη εικόνες από την Μόρια των τελευταίων χρόνων. Οι μη εικόνες του ως τώρα. Οι εικόνες και οι μη εικόνες της μεγάλης ντροπής. Που δεν προσφέρονται για λέξεις. Όσες περισσότερες λες και γράφεις, τόσο λιγότερο ντρέπεσαι. Τόσο η ντροπή εξατμίζεται, εκτονώνεται, στανιάρει. Ήταν πολύ πιο βολικό με τις μη εικόνες. Ήταν πολύ πιο βολικά με την Μόρια. Ήθελες να πιστεύεις ότι δεν έκλεινες τα μάτια. Απλά δεν είχες ορατότητα. Και τώρα με τη φωτιά άρχισες να έχεις. Και ποια η διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις; Λέξεις. Λέξεις και πάλι λέξεις.
Οι λέξεις της μιας ιδεολογικής πλευράς, οι λέξεις της άλλης. Αλλά οι σχετικοποιήσεις, τα εκατέρωθεν δίκια κι άδικα, οι υποκειμενικές οπτικές γωνίες ανάλογα και με τη βιωματική εγγύτητα σε ένα πρόβλημα, ανήκουν στο πεδίο της μικρής εικόνας και στο πεδίο της «ομίχλης του πολέμου». Η Ιστορία κοιτάει τα γεγονότα στην μεγάλη, και καθαρή από ομίχλη, εικόνα τους. Και οι αποφάνσεις της για τον χαρακτηρισμό κάθε ιστορικού γεγονότος και κάθε ευρύτερης κατάστασης είναι δικαίως ή αδίκως αμείλικτες. Ακόμη κι αν σε κάθε ιστορική αποτίμηση υπάρχουν λεπτολογήσεις και ψιλά γράμματα, εκείνο που κυρίως μένει είναι η τελική ετυμηγορία, ο τίτλος, η επικεφαλίδα. Κι όποιος νομίζει ότι η επικεφαλίδα που θα μπει στην Μόρια, πριν και μετά το κάψιμό της, θα αθωώνει λιγότερο ή περισσότερο το ελληνικό κράτος, την «Ελλάδα», αλλά και την ελληνική κοινωνία, όπως αυτή απαρτίζεται από το σύνολο των επιμέρους τοπικών κοινωνιών, είτε επειδή θα βρει μεγαλύτερους κακούς και υποκριτές στο πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε επειδή θα υιοθετήσει οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία των πραγμάτων που θα δείχνει με το δάχτυλο τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, πλανάται πλάνη οικτρά.
Καμία αθωότητα και καμία αθώωση για το ελληνικό κράτος, την ελληνική κοινωνία, την Ελλάδα. Μεγάλο μέρος δίκιου ως προς το ότι αναγκάστηκε να διαχειριστεί τεράστιες ροές ανθρώπων, την ύπαρξη των οποίων δεν προκάλεσε και το μέγεθος των οποίων πολλές φορές ξεπερνούσε τις δυνάμεις της; Ναι. Αλλά και συμφωνίες υπέγραψε με τις οποίες ανέλαβε τον ρόλο του αποθηκάριου ανθρώπων και σε κάθε περίπτωση άλλο το δεν προξένησα εγώ ένα πρόβλημα κι εντελώς άλλο το ότι αφού δεν το προξένησα, είμαι αθώος όπως κι αν το αντιμετωπίσω.
Παρακολουθούμε τις εικόνες των ανθρώπων από τους δρόμους, τους κάδους σκουπιδιών και τα νεκροταφεία της Λέσβου, με ένα μιθριδατισμό που μας αποκτήνωσε. Δεν τους αφήνουμε να πάνε στην Μυτιλήνη, δεν τους αφήνουμε να φύγουν από τη Λέσβο, νίπτουμε τας χείρας μας για την τύχη τους, δεν είναι ακριβώς άνθρωποι πια, εικόνες είναι πια, ή η ζωή μας είναι πια θα σου πουν οι ντόπιοι, τι να κάνουμε εμείς που είμαστε μακριά, δεν μπορούν άλλο αυτοί που είναι κοντά, αθώοι δηλώνουμε κι οι μεν, αθώοι δηλώνουν και οι δε, ανθρώπινη κι η δική μας στάση, ανθρώπινη κι η δική τους, όλα ανθρώπινα, έχει ανθρωπιά ο Έλληνας, έκανε πολλά ο Έλληνας, πάρα πολλά, μέχρι και για νόμπελ πήγαινε πριν μερικά χρόνια, αλλά όλα έχουν το όριό τους. Δεν αντέχει άλλο ο Έλληνας πια.
Κι αν υπάρχει κάτι παρήγορο, είναι πως ακόμη κι αν καταγράψει η Ιστορία την Μόρια, και το μετά της Μόριας, σαν μαύρη σελίδα, τα αυριανά και τα μεθαυριανά ελληνόπουλα δεν θα το διδαχτούν έτσι. Δεν έχει μαύρες σελίδες ο ελληνισμός. Μόνες μαύρες του σελίδες έχουν υπάρξει οι εμφύλιοί του. Κάθε φορά που Έλληνας ντουφέκαγε Έλληνα και είχαμε διχόνοιες κι έριδες αναμεταξύ μας. Αλλά απέναντι σε μη Έλληνες τι έκανε ποτέ η Ελλάδα για το οποίο πρέπει να ντρέπεται; Τίποτα.
Καμία ντροπή τελικά και τώρα. Να μας πνίγει το παράπονο και το δίκιο. Σε αυτό ειδικευόμαστε διαχρονικά, μαζί με την εθνική υπερηφάνεια. Η ντροπή δεν ταιριάζει στην Ελλάδα.