Απέφευγα να επικοινωνήσω εδώ και εβδομάδες με γνωστό μου άνθρωπο μεγάλης ηλικίας και με πολλαπλώς βεβαρημένη υγεία. Την τελευταία φορά που είχα μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο ακουγόταν καταβεβλημένος. Είχε λόγους να επικοινωνήσει ο ίδιος μαζί μου και το γεγονός ότι δεν το έκανε με έβαζε σε δυσοίωνες σκέψεις. Όταν αποφάσισα τελικά να τον πάρω, πληροφορήθηκα ότι καλά υποψιαζόμουν και ότι πράγματι κάτι είχε συμβεί. Όχι όμως αυτό που φοβόμουν: ο ίδιος ακουγόταν καλύτερα, αλλά είναι ο γιος του, τριανταπεντάρης και χωρίς υποκείμενα νοσήματα, που νοσηλεύεται για κόβιντ.
Και κάπως έτσι θα αρχίσουμε σιγά – σιγά όλοι να έχουμε κάποιον στον περίγυρό μας που έχει νοσήσει, κάπως έτσι θα αρχίσουμε σιγά – σιγά όλοι να πιστεύουμε ότι οι άρρωστοι είναι άρρωστοι και όχι ηθοποιοί, με σάουντρακ στα αυτιά μας τις σειρήνες από τα ασθενοφόρα, που ακόμη και αν δεν είναι τόσο πολύ περισσότερα από πριν, σίγουρα, κάθε φορά που τα ακούς και κάθε φορά που οδηγώντας κάνεις στην άκρη για να περάσουν, σκοτεινιάζεις λίγο παραπάνω.
Έξι μήνες καταφέραμε να μείνουμε έξω τελικά. Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο. Και υπήρξαν απλοί άνθρωποι εντός και εκτός σόσιαλ μίντια. που καθόλη τη διάρκεια αυτού του εξαμήνου δεν έπαψαν ποτέ να μιλούν για τον ιό, δεν έπαψαν ποτέ να ασχολούνται μαζί του και να μας προειδοποιούν, ακόμα κι όταν οι υπόλοιποι τον είχαμε βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δικαίως ήταν σε επαγρύπνηση, ότι δικαιώθηκαν πανηγυρικά, ότι δεν ήταν υπερβολικοί τελικά, ότι τα χειρότερα που προέβλεπαν πράγματι ήρθαν. Το ερώτημα όμως είναι το εξής: ανεξάρτητα από τον καταμερισμό των ευθυνών σε κυβερνήσεις και κοινωνίες, σε κρατική και ατομική ευθύνη, ήταν μοιραίο λάθος ότι από Μάιο ως Νοέμβριο δεν αναστείλαμε δραστικά την ζωή μας; Ο αντίλογος είναι πως τελικά το σχήμα που προτεινόταν ως κατάλληλο για την μη επιστροφή του ιού, δεν ήταν κάνε αυτές τις δύο – τρεις πολύ απλές θυσίες προκειμένου να μην τα χάσεις αύριο ξανά όλα, αλλά περίπου πως αν δεν ευνουχίσεις εγκαίρως τη ζωή σου από μόνος σου, θα έρθει η ώρα που θα στην ευνουχίσουν τα επόμενα μέτρα της Πολιτείας. Η μία ανάγνωση λοιπόν είναι, πως πράγματι έπρεπε να έχουμε φερθεί εντελώς αλλιώς και όχι με τόση χαλαρότητα. Η άλλη είναι, πως όταν το σχήμα που σου προτείνεται ως ασφαλές είναι το «Κόψε από μόνος σου τα χέρια και τα πόδια σου, για να μην να φτάσει ποτέ η στιγμή που θα σου κόψουν τα χέρια και τα πόδια», τότε ας μου τα κόψει το κράτος τον Νοέμβρη, ας μην τα κόψω μόνος μου από τον Μάιο κι ενώ έχει ήδη προηγηθεί ένα δίμηνο πλήρους καραντίνας. Ότι αυτός ο μισός χρόνος που δεν τα έκοψα από μόνος μου, κατά μία εκδοχή σκόρπισε παντού τον ιό και τον θάνατο, κατά μία άλλη εκδοχή όμως ήταν η ζωή που μου επέτρεψε το κράτος να ζήσω και πράγματι την έζησα γιατί αυτή είναι η μόνη που έχω, άλλη δεν έχω.
Το ερώτημα όμως είναι το εξής: ανεξάρτητα από τον καταμερισμό των ευθυνών σε κυβερνήσεις και κοινωνίες, σε κρατική και ατομική ευθύνη, ήταν μοιραίο λάθος ότι από Μάιο ως Νοέμβριο δεν αναστείλαμε δραστικά την ζωή μας;
Απ’ τα κάπιταλ κοντρόλ του 15 στα λοκντάουν του 20, τα μικρότερα ή μεγαλύτερα σοκ της εποχής μας, σκέτα εγχώρια ή πλανητικά. Είχε προλάβει και το 15 ο Γιώργος Μπαμπινιώτης να επέμβει για να βάλει στο τραπέζι το πλέον κρίσιμο ζήτημα, το πώς πρέπει να λέμε στα ελληνικά τα κάπιταλ κοντρόλ (ή έστω το σοκ); Για να είμαστε δίκαιοι όμως, η ανάγκη του καθηγητή Μπαμπινιώτη να εξουσιάσει -ή έστω να ρυθμίσει- τη γλώσσα, σαν να είναι το ολόδικό του τσιφλίκι, είναι η δική του προσωπική ανάγκη και μόνο. Η εξουσία που έχει πάνω στο πώς λέγεται το λοκντάουν στα ελληνικά, δεν είναι η εξουσία λοιμωξιολόγων στο αν θα επιβληθεί λοκντάουν στην Ελλάδα. Στην τελική είπε απλά την θέση του. Η εξουσία του πηγάζει από ένα εσωτερικευμένο κανόνα: πρώτον πρέπει να μιλάμε σωστά ελληνικά και δεύτερον αποφάνθηκε επί του ποια είναι τα σωστά ελληνικά ο αυθέντης, ο ειδικός, ο τεχνοκράτης της γλώσσας (όπως ο επιδημιολόγος είναι ο τεχνοκράτης του ιού και ο δημοσκόπος ο τεχνοκράτης της μέτρησης της κοινής γνώμης). Και έτσι ο περί γλώσσας λόγος του καθηγητή μεταδόθηκε εκθετικά.. Μια ρεπόρτερ της ΕΡΤ λέει ήδη μέσα σε λίγες ώρες «τροφοδιανομή» κι ενώ τα σατιρικά memes στο ίντερνετ δίνουν και παίρνουν, τα ΜΜΕ και ο θεσμικός λόγος σπεύδουν άμεσα να υιοθετήσουν τις νέες, σωστές ελληνικές λέξεις.
Τις τελευταίες λίγες μέρες που κυκλοφορήσαμε με υποχρεωτική μάσκα σε εξωτερικούς χώρους και επιτρεπόταν ακόμα να κυκλοφορείς σε εξωτερικούς χώρους, χωρίς να πρέπει να δίνεις προηγούμενη αναφορά σε κρατικά όργανα τι γυρεύεις έξω, παρατηρούσες το ποσοστό των ανθρώπων που φοράνε μάσκα να αυξάνεται διαρκώς. Δεν ξέρω αν είναι ο φόβος του προστίμου, δεν ξέρω αν είναι ο φόβος από την ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας που συνέπεσε με αυτές τις μέρες, προφανώς παίζουν και τα δύο τον ρόλο τους, αλλά τελικά νομίζω ότι είναι ακόμη περισσότερο κάτι άλλο: ότι όταν βλέπεις να φοράνε όλο και περισσότεροι, δεν θες να είσαι εσύ ο εξυπνάκιας, ο περίεργος, ο τζάμπα μάγκας. Συμμορφώνεσαι σε αυτό που κάνουν οι πολλοί, σέβεσαι αυτό που κάνουν οι πολλοί. Και τελικά οι άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς κανόνες, χωρίς τα τελετουργικά τους, τα μαγικά, τα θρησκευτικά ή τα επιστημονικά, κάποιοι με θρησκευτικό, επιστημονικό ή μαγικό κύρος θα σου πουν τι πρέπει να κάνεις για να αντιμετωπιστούν τα πάσης λογής δεινά, κι εσύ τελικά θα το κάνεις, σαν ξόρκι, σαν προσευχή, σαν φάρμακο ή σαν πλασίμπο – πώς λέγεται το πλασίμπο στα Ελληνικά, Γιώργο Μπαμπινιώτη;