Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Το καλό, το κακό και το χειρότερο: πού θα κάτσει η μπίλια;

«Ας κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Γιατί ούτε το κακό, ούτε το χειρότερο σενάριο είναι το πλέον πιθανό». Ο Γιώργος Σεφερτζής αναλύει την πολιτική επικαιρότητα.
Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου
fos3100549

 Εκεί που με την περιφορά των λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας (βοήθειά μας) άρχιζαν να αναπτερώνονται οι ελπίδες για ίαση από τα πολιτικά νοσήματα που παρεπιδημούν στις ημέρες μας, το έγγραφο της Κομισιόν, που εμφανίστηκε ξαφνικά, τη Δευτέρα το απόγευμα, ως δημοσιογραφική διαρροή των όρων με τους οποίους υποτίθεται θα κλείσει η πολυαναμενόμενη συμφωνία  με τους δανειστές μας, ήρθε να ξαναπεριπλέξει τα πράγματα ανατρέποντας τα σενάρια των εξελίξεων που, λίγη ώρα νωρίτερα, έμοιαζαν να είναι τα πιθανότερα.

Εν αναμονή της επιβεβαίωσης ή της διάψευσης των πληροφοριών, δεν προχώρησα χθες στην ανάρτηση του κειμένου που είχα ετοιμάσει. Προτίμησα να φανώ ασυνεπής στο ραντεβού μου με τους αναγνώστες της Popaganda, παρά να τους ταλαιπωρήσω με αναφορές σε υποθέσεις που ίσως είχαν χάσει την επικαιρότητά τους.

 Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, η κατάσταση, ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει συγκεχυμένη. Ούτε σε τι πραγματικά αντιστοιχεί το διαρρεύσαν έγγραφο έχει ξεκαθαριστεί, ούτε σε ποιόν ανήκε η ιδέα της διαρροής του έγινε σαφές, ούτε αν υπάρχει και ποιά είναι η σκοπιμότητα της δημοσιοποίησής έχει προκύψει με βεβαιότητα. 

Πρόκειται, προφανώς, για ένα ακόμα από τα επεισόδια του ψυχολογικού πολέμου και των ενίοτε ακατάσχετων επικοινωνιακών ασυναρτησιών που έχουν, εδώ και πολλές εβδομάδες, μετατρέψει σε εθνικό ψυχόδραμα τις διαπραγματευτικές διαδικασίες με τους διεθνείς πιστωτές της χώρας.

φαίνεται να ενισχύεται η άποψη ότι το μεγαλύτερο μέρος των  «πληροφοριών» που κυκλοφορούν, από την υπογραφή της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου για την παράταση της προηγούμενης μνημονιακής και εντεύθεν, είτε αντανακλούν αφελείς ερμηνείες της πραγματικότητας, είτε αποτελούν μέρος ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου παιχνιδιού αλληλοεπίρριψης ευθυνών (blame game)

Αν κρίνω, μάλιστα, από τη μάλλον οργίλη, αν και χαμηλών τόνων, αντίδραση του Βερολίνου, ο ισχυρισμός ότι η διαρροή έγινε για να «χαλάσει» η κυοφορούμενη συμφωνία δεν μπορεί να αποκλεισθεί αβλεπί.

Αντιθέτως, φαίνεται να ενισχύεται η άποψη ότι το μεγαλύτερο μέρος των  «πληροφοριών» που κυκλοφορούν, από την υπογραφή της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου για την παράταση της προηγούμενης μνημονιακής και εντεύθεν, είτε αντανακλούν αφελείς ερμηνείες της πραγματικότητας, είτε αποτελούν μέρος ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου παιχνιδιού αλληλοεπίρριψης ευθυνών (blame game). Όσοι το παίζουν μάλλον δυσκολεύουν παρά διευκολύνουν την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Ιδιαίτερα τώρα που, μετά τον ανασχηματισμό της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, οι συζητήσεις με τους εταίρους φάνηκε να έχουν μπει στο δρόμο της ουσίας και της συγκεκριμενοποίησης. Τουλάχιστον σε τεχνικό επίπεδο.

 Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ο χρόνος και τα περιθώρια περαιτέρω ελιγμών έχουν εξαντληθεί μαζί με τα αποθέματα που επέτρεπαν στο Κράτος να λειτουργεί ξύνοντας μεν τον πάτο του βαρελιού, αλλά αποφεύγοντας την κήρυξη, επίσημης τουλάχιστον, στάσης πληρωμών. Άλλωστε, το πόσο κοντά βρισκόμαστε σε αυτήν φάνηκε την περασμένη βδομάδα, όταν η οφειλόμενη δόση των 750 εκ προς το ΔΝΤ καταβλήθηκε την τελευταία στιγμή κατόπιν έξωθεν παρεμβάσεων και με οριακής νομιμότητας τέχνασμα, όπως αποκαλύφθηκε από τα σχετικά κυριακάτικα δημοσιεύματα της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» και του «ΒΗΜΑΤΟΣ» .

 Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση έβαλε και διακινδύνευσε να χάσει ένα στοίχημα που, ακόμα κι αν τελικά το κερδίσει, δεν είναι βέβαιο ότι θα της αποφέρει περισσότερα κέρδη απ’ όσες ζημίες. Κυρίως, αυτές που, εν τω μεταξύ, προκλήθηκαν στην ελληνική οικονομία, αλλά και στη δική της δημοσκοπική εικόνα. 

 

Σε τι απόσταση από την πτώχευση θα κρατηθούμε, θα φανεί το αργότερο μέχρι τις 5 Ιουνίου. Τότε, δηλαδή, που θα πρέπει να καταβληθεί η επόμενη, και κατά πολύ μεγαλύτερη, δόση. 

Ενδιαμέσως θα έχει φανεί, από τις αποφάσεις που θα πάρει αύριο το Δ.Σ. της ΕΚΤ για τη χορήγηση ρευστότητας προς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ποιά είναι η εκτίμηση της κατάστασης από την πλευρά των εταίρων της ευρωζώνης. Όμως, θα πρέπει να περιμένουμε την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή για να δούμε το χρώμα του καπνού που θα βγει από τη Σύνοδο Κορυφής στη Ρίγα.

 Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση έβαλε και διακινδύνευσε να χάσει ένα στοίχημα που, ακόμα κι αν τελικά το κερδίσει, δεν είναι βέβαιο ότι θα της αποφέρει περισσότερα κέρδη απ’ όσες ζημίες. Κυρίως, αυτές που, εν τω μεταξύ, προκλήθηκαν στην ελληνική οικονομία, αλλά και στη δική της δημοσκοπική εικόνα. 

Υπολόγισε ότι χρησιμοποιώντας την απειλή της πτώχευσης ως διαπραγματευτικό όπλο θα υποχρέωνε τους συνομιλητές της να υποχωρήσουν για να μη πληγεί η συνοχή και η ακεραιότητα της ευρωζώνης.

Δεν υπολόγισε ότι, ενδιαμέσως, θα λιγόστευαν επικινδύνως αυτοί που πίστευαν ότι το κόστος μίας ελληνικής εξόδου από το ευρώ, ή μίας χρεοκοπίας εντός ευρώ, θα ήταν μεγαλύτερο από το ίσως αμοιβαίο όφελος που θα μπορούσε να υπάρξει από μία τέτοια εξέλιξη. Το πλήθος των αλλεπάλληλων δημοσιευμάτων στο διεθνή τύπο, που είτε προεξοφλούσαν είτε εκθείαζαν την επιστροφή στη δραχμή, ήταν, εξάλλου, ενδεικτικό της απομείωσης της διαπραγματευτικής αξίας που είχε η απειλή της ρήξης και της συνακόλουθης εγκατάλειψης της ευρωζώνης.

Το πρόβλημα βρίσκονταν εξ αρχής στην έλλειψη ρεαλιστικού διαπραγματευτικού σχεδίου και στην, ακόμα χειρότερη, έλλειψη ενός στρατηγικού σχεδίου που θα συνέδεε τους όρους της επιδιωκόμενης συμφωνίας με την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας. Αυτός ήταν, προφανώς, ο λόγος για τον οποίο η διαπραγμάτευση άργησε να γίνει συγκεκριμένη και ουσιαστική

Ούτως ή άλλως, στο ίδιο μεσοδιάστημα η θέση της κυβέρνησης επιδεινώθηκε. Από τη θέση του αμετακίνητου διαπραγματευτή μίας συμφωνίας χωρίς λιτότητα και υφεσιακά μέτρα, περιήλθε στη θέση του  αγωνιωδώς επισπεύδοντος την προσπάθεια να πετύχει, έστω, τη συμφωνία που θα της έδινε τη δυνατότητα να πάρει μια χρηματοδοτική ανάσα.

 Ο χρόνος, όμως, που είχε χαθεί στην επικοινωνιακή προσπάθεια της κυβέρνησης να ισορροπήσει σε περισσότερες βάρκες, ήταν αναπλήρωτος. Ίσως ο Βαρουφάκης να κατάλαβε τα λάθη των υπολογισμών της όταν έκανε την τελευταία του συνάντηση με τον Σόιμπλε. Μπορεί να το κατάλαβε νωρίτερα ο Τσίπρας κατά τη δική του δεύτερη συνάντηση με την καγκελάριο Μέρκελ.

Πολύ αργά, πάντως, η κυβέρνηση φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι πολιτικές προσεγγίσεις χωρίς αριθμητικούς λογαριασμούς δεν γίνονται εκτός συνοικιακών καφενείων και πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Έπεσε έτσι στο τηγάνι, όπου άρχισε να τηγανίζεται και από τους δανειστές που εκμεταλλεύονταν την αδυναμία της και από την εσωτερική αντιπολίτευση που έβλεπε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης να πηγαίνει μακρινό περίπατο.

Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ο κίνδυνος που διέτρεξε να «κολλήσει» η συμφωνία στο τηγάνι.

Το πρόβλημα βρίσκονταν εξ αρχής στην έλλειψη ρεαλιστικού διαπραγματευτικού σχεδίου και στην, ακόμα χειρότερη, έλλειψη ενός στρατηγικού σχεδίου που θα συνέδεε τους όρους της επιδιωκόμενης συμφωνίας με την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας.

Ποιος, τάχα, μπορεί τώρα να υπολογίσει με ακρίβεια τον επιπλέον χρόνο που θα χρειασθεί για να επανέλθει η παραγωγική δραστηριότητα στην κανονικότητα ενός περιβάλλοντος χωρίς αποθαρρυντική φορολογία και κινδύνους πιστωτικών ατυχημάτων;

Αυτός ήταν, προφανώς, ο λόγος για τον οποίο η διαπραγμάτευση άργησε να γίνει συγκεκριμένη και ουσιαστική. Αυτός είναι και ο λόγος που η συμφωνία, εκτός από οδυνηρή, μπορεί να μην αποδειχθεί αρκετή για να σημάνει το τέλος της σημερινής παραλυτικής αβεβαιότητας.

Ποιος, τάχα, μπορεί τώρα να υπολογίσει με ακρίβεια τον επιπλέον χρόνο που θα χρειασθεί για να επανέλθει η παραγωγική δραστηριότητα στην κανονικότητα ενός περιβάλλοντος χωρίς αποθαρρυντική φορολογία και κινδύνους πιστωτικών ατυχημάτων; Άλλωστε, ο υπολογισμός αυτός θα γίνει απείρως δυσκολότερος, αν, τελικώς, η συμφωνία στην οποία θα καταλήξει η κυβέρνηση με τους εταίρους μας θα επανέλθει στη λογική μιας ενδιάμεσης και, ως εκ τούτου, προσωρινής συμφωνίας.

Αυτό θα συμβεί, αν επαληθευτεί το διαρρεύσαν έγγραφο της Δευτέρας, σύμφωνα με το οποίο η αναμενόμενη συμφωνία θα είναι απλώς αυτή που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του ελληνικού κράτους για τους αμέσως επόμενους καλοκαιρινούς μήνες. Όχι αυτή της οποίας η διαπραγμάτευση θα αρχίσει να γίνεται με σκληρότερους όρους το φθινόπωρο με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

 Ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι, βέβαια, και το χειρότερο. Σε καμιά, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί το καλύτερο. Το καλύτερο θα ήταν αν το μαρτύριο της σταγόνας τέλειωνε μαζί με τη διαπραγμάτευση της κυοφορούμενης τώρα συμφωνίας, ώστε να ελπίζουμε ότι στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης θα ακούσουμε, επιτέλους, ένα αναπτυξιακό σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Υπάρχει, όμως, και το χειρότερο σενάριο που θα ήταν η εμπλοκή της χώρας σε μια πολιτική περιπέτεια, που, εκτός από καταστροφική για τα μπάνια του λαού, μπορεί να αποδειχθεί ολέθρια για όλους.

Μέχρι τότε, ας κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Γιατί ούτε το κακό, ούτε το χειρότερο σενάριο είναι το πλέον πιθανό. Το πιθανότερο είναι η συμφωνία να επιτευχθεί, οι όροι της να γίνουν αποδεκτοί και οι όποιες αντιδράσεις να μη σταθούν εμπόδιο στην αξιοποίηση μιας, κατά τ’ άλλα, ευνοϊκής ευρωπαϊκής συγκυρίας.

Μια τέτοια περιπέτεια θ’ αρχίσει σε περίπτωση που δεν τελεσφορήσουν οι προσπάθειες να ελεγχθούν οι εσωκομματικές αντιδράσεις ενόψει μιας λιγότερο ανεκτής από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ επαχθούς συμφωνίας.

 Το κακό, βέβαια, δεν είναι ποτέ αμιγές καλού. Και το καλό, εν προκειμένω,  θα είναι ο μεν Τσίπρας να βρει τον τρόπο απεγκλωβισμού του από τους αμοιβαία καταστροφικούς εσωκομματικούς συσχετισμούς, το δε υπόλοιπο πολιτικό σύστημα να βρει την άγουσα προς την πλήρη ανασύνθεσή του.

Μέχρι τότε, ας κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Γιατί ούτε το κακό, ούτε το χειρότερο σενάριο είναι το πλέον πιθανό. Το πιθανότερο είναι η συμφωνία να επιτευχθεί, οι όροι της να γίνουν αποδεκτοί και οι όποιες αντιδράσεις να μη σταθούν εμπόδιο στην αξιοποίηση μιας, κατά τ’ άλλα, ευνοϊκής ευρωπαϊκής συγκυρίας.

Γιατί είναι αλήθεια ότι η μεν κυβέρνηση έχασε πολύτιμο χρόνο με την πολύμηνη προσπάθειά της να αποφύγει τη φθορά από μια γρήγορη συνομολόγηση μιας συμφωνίας που δεν θα είχε καμία σχέση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, στο ίδιο, όμως, μεσοδιάστημα η Ευρωπαϊκή Ένωση είδε να μεταβάλλονται πολλές από τις συντεταγμένες της πορείας της.

Το γενικότερο κλίμα άλλαξε όταν, μετά το πρώτο τρίμηνο του 2015, το σύνολο των ευρωπαϊκών οικονομιών, πλην της ελληνικής, εισήλθαν σε αναπτυξιακή τροχιά που προοιωνίζεται οριστική ανάκαμψη από τη βαθιά οικονομική κρίση. Ο εκλογικός θρίαμβος των δύσπιστων έναντι της ηπειρωτικής Ευρώπης Βρετανών συντηρητικών προβλημάτισε  όσους φοβούνται το μέλλον της σχέσης της Μεγάλης Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υιοθέτηση από τη γαλλική συστημική δεξιά (Σαρκοζί) ενός μέρους της ευρωσκεπτικιστικής ατζέντας της Μαρί Λεπέν, έστειλε ένα ακόμα μήνυμα για την αναθεώρηση των μέχρι σήμερα κυρίαρχων ευρωπαϊκών οικονομικών προτύπων. Η αναζωπύρωση, τέλος, της γεωπολιτικής κρίσης στα Βαλκάνια, μετά τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Αλβανοφώνων και Σλαβοφώνων στα Σκόπια, ήρθε για να ρίξει λάδι στη φωτιά που δεν έχει σβήσει στην ευρύτερη περιοχή. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος της Ελλάδας καθίσταται χρησιμότερος και κανένας από τους φέροντες το βάρος των στρατηγικών αποφάσεων της Ευρώπης δεν φαίνεται διατεθειμένος να πάρει εύκολα το ρίσκο του οικονομικού αποκλεισμού της. Εκτός εάν με τις επιλογές της καταφέρει να θυμώσει και τους γεωπολιτικούς θεούς της.

 

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.