σε ένα κενό χώρο, στο γύρισμα του δρόμου η άννα κλαδεύει τις γλάστρες της· αρμπαρόριζα, λουίζα, δυόσμος, μέντα… δίπλα στο φτενό χώμα ενός ερειπίου ρίχνει τα κλαδιά φτιάχνοντας κομπόστ. απέναντι η γειτόνισσα του πρώτου, παρακολουθεί για ώρα πίσω από το τζάμι· βγαίνει στο μπαλκόνι και φωνάζει γιατί φωτογραφίζουμε τα σκουπίδια. “τούτα δω εννοεί, το κομπόστ” μας λέει η άννα. «ήρθα από την εύβοια, το ογδόντα που κλείσανε τα εργοστάσια, έμεινα, παντρεύτηκα, ο γιος μου είναι εδώ. πριν τρία χρόνια πήγα, τώρα που λεφτά.»
άνοιξε η πόρτα και βγήκε η γυναίκα, η τασούλα και το πρόβατο· το είχε δεμένο με ένα σχοινάκι. «αρσενικό είναι, το βρήκα νεογέννητο σε άθλια κατάσταση πριν δυόμιση μήνες στα χιόνια, ο κτηνίατρος είπε ότι δεν θα ζήσει, αλλά τα κατάφερε. του αγοράζω τροφές, του δίνω γάλα, του κουτιού του έδωσα την πρώτη μέρα κι αφού τό ‘μαθε ο γιατρός είπε αυτό να του δίνω. το έχω πίσω στην αυλή, τρεις φορές τη μέρα το βγάζω βόλτα· είναι έξυπνο πολύ, έχει μάθει πότε πάει η κόρη μου στην αυλή και όταν είναι η ώρα να ξυπνήσει πάει και τις γρατζουνάει την πόρτα. σε δυο-τρεις μέρες θα το δώσω στον τσοπάνο, όχι όμως για να το σφάξει, αν ήταν θα το κάνα και γω.”
μικρό αλλά κομψό ραφείο· το ίδιο κομψή και η μοδίστρα, από την προφορά καταλάβαμε ότι δεν ήταν ελληνίδα. ιταλίδα, αφού πέρασε από την ισπανία που ζει ο γιος της και τα κανάρια νησιά, πριν δεκατρία χρόνια ήρθε στο ηράκλειο που ζει η αδελφή της. διαβάζω μια επιγραφή: “παρακαλώ! μετά από δυο μήνες τα ρούχα θα δωρίζονται στην εκκλησία – ευχαριστώ – ενρίκα”“ναι γιατί τα αφήνουν εδώ, δεν έχουν τρία ευρώ να πληρώσουν. δουλεύω πολλές ώρες, μου αρέσει η δουλειά μου” μας μιλάει όρθια κάτω από τα ράφια με τα χρωματιστά καρούλια, το πρόσωπο της σίγουρο και λαμπερό· προσέχω τα χέρια της, κομψά και ανάλαφρα, συμπυκνώνουν τη δυναμική και όμορφη ζωή της…
στο ηράκλειο βρέθηκα συμμετέχοντας στο caravan project