Με την πορεία της χώρας να συνεχίζεται μέσα στη διαπραγματευτική ομίχλη, μια ακόμα εβδομάδα φαίνεται ότι θα προστεθεί στη σειρά των προηγούμενων της αβεβαιότητας οδηγώντας κοινωνία και οικονομία στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Το σημερινό Eurogroup, που πριν λίγο είχε προβληθεί ως ορόσημο για την επίτευξη της πολυαναμενόμενης συμφωνίας με τους εταίρους της ευρωζώνης, όποιες κι αν είναι οι αποφάσεις του, δεν αναμένεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Ακολουθεί η αυριανή αγωνία για την καταβολή της δόσης των 750 εκατομμυρίων προς το ΔΝΤ. Αν, τελικά, δεν πραγματοποιηθεί, πράγμα που δεν είναι το πιθανότερο, η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνέπειες ενός πιστωτικού γεγονότος που ενδεχομένως επισπεύσει τις εξελίξεις, έστω κι αν, τελικώς, δεν κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση επίσημης και ανέκκλητης χρεοκοπίας.
Την Τετάρτη έπεται η προσπάθεια για την άντληση των κεφαλαίων που απαιτεί η ανανέωση των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, άνευ της οποίας θα σφίξει περισσότερο η θηλιά της χρηματοδοτικής ασφυξίας.
Την ίδια, άλλωστε, μέρα θα συνεδριάσει το Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στέλνοντας, με τις αποφάσεις του για τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, το δικό του ερμηνευτικό μήνυμα των οιωνών υπό τους οποίους θα συνεχισθεί (;) η συζήτηση για την τύχη των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές μας.
Ήδη, όμως, τα σενάρια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας δεν χαρακτηρίζονται για την αισιοδοξία τους.
Τα σημερινά, που παρουσιάζει, προφανώς όχι τυχαία, η γερμανική Hadensblatt, μιλούν για το καλό, που είναι το plan b για διπλό νόμισμα, με το εγχώριο να υποτιμάται κατά 50% έναντι του ευρώ, και το κακό, που είναι η εκτός ευρώ πτώχευση. Τόσο καλά!
εκτός από τον κίνδυνο του ατυχήματος, υπάρχει και ο κίνδυνός του συνειδητού σχεδιασμού του. Της σκηνοθέτησης, δηλαδή, ενός «ξαφνικού θανάτου», που θα παρουσιασθεί μεν ως αιφνίδια και ανεπιθύμητη εξέλιξη, αλλά που θα είναι στην πραγματικότητα μια προμελετημένη ελεύθερη επιλογή.
Είναι αυτά τα σενάρια και τα πολλά άλλα παρόμοια, που το τελευταίο διάστημα κυριαρχούν στο διεθνή τύπο, μέρος των πιέσεων που ασκούνται στην ελληνική κυβέρνηση; Δεν αποκλείεται. Όπως, όμως, δεν αποκλείεται να επαληθευθούν, ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες, και τα αγγλοσαξωνικής, κυρίως, προέλευσης σενάρια, που σχεδόν προεξοφλούν την επιστροφή στη δραχμή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ανάλυση που, στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, δημοσίευσε ο Gideon Rachman στους Financial Times αναφερόμενος στη λύση του «κακού γάμου», που έγινε με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, με ένα «καλό διαζύγιο», που θα λυτρώσει τις εμπλεκόμενες πλευρές από τη σημερινή «ολέθρια σχέση» τους.
Θυμίζω το συμπέρασμά του: «Το να μπαλώσουμε το γάμο μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης για μερικούς ακόμα μήνες, δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά. Αν, όμως, η Ελλάδα μπορέσει να δείξει ότι υπάρχει ένας βιώσιμος δρόμος εκτός ευρώ, θα καταφέρει να δημιουργήσει ένα μοντέλο για τη διάλυση μίας λανθασμένα σχεδιασμένης νομισματικής ένωσης ή έστω τη συρρίκνωσή της σε ένα πιο διαχειρίσιμο μέγεθος. Θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο που η Ε. Ε. θα έπρεπε να καλωσορίζει. Όχι να φοβάται».
Το χειρότερο μ’ αυτό το σενάριο είναι ότι φαίνεται να συμπίπτει με τις επιθυμίες που αρχίζει να εκφράζει ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό ελλήνων πολιτών.
τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα προβλήματα της οικονομίας, με ή χωρίς την προσφυγή στις κάλπες, θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται όσο θα παραμένει άγνωστος ο χρόνος και απροσδιόριστοι οι όροι υπό τους οποίους θα μπορέσει να επανεκκινήσει ο παραγωγικός μηχανισμός και να σταθεροποιηθεί το περιβάλλον με τρόπο ελκυστικό για επενδύσεις.
Αν θέλετε το δικό μου συμπέρασμα, είναι απλό: εκτός από τον κίνδυνο του ατυχήματος, υπάρχει και ο κίνδυνός του συνειδητού σχεδιασμού του. Της σκηνοθέτησης, δηλαδή, ενός «ξαφνικού θανάτου», που θα παρουσιασθεί μεν ως αιφνίδια και ανεπιθύμητη εξέλιξη, αλλά που θα είναι στην πραγματικότητα μια προμελετημένη ελεύθερη επιλογή.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν καταλαβαίνει τι απ’ όλα συμβαίνει. Ούτε καν αν η κυβέρνηση είναι θύμα της αγνοίας της και της υπεραισιοδοξίας της ή αν παίζει, εν πλήρη γνώσει και επιγνώσει των συνεπειών του, ένα παιχνίδι μετάθεσης ευθυνών (blame game) που οδηγεί τα πράγματα σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο ελπίζει ότι θα μπορεί να εξέλθει χωρίς την καταβολή του αναλογούντος πολιτικού τιμήματος.
Επειδή, όπως θρυλεί ο μύθος, στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, σε αυτή την περίπτωση η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία θα είναι υποχρεωτική για την υπέρβασή τους.
Την άποψη μου για μια τέτοια εξέλιξη την έχω εκφράσει σε παλαιότερο σημείωμά μου.
Το ερώτημα, όμως, τώρα είναι ποιας μορφής λαϊκή ετυμηγορία θα κληθεί να λύσει ποιό απ’ όλα τα προβλήματα.
Μόνο σε τέσσερεις περιπτώσεις θα μπορούσαν οι κάλπες να δώσουν, πράγματι, μέχρι νεωτέρας, μια διέξοδο πολιτικού, όχι, όμως, αναγκαστικά και οικονομικού, χαρακτήρα στο επαπειλούμενο αδιέξοδο.
Σίγουρα δε θα λύσει τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα προβλήματα της οικονομίας. Αυτά, με ή χωρίς την προσφυγή στις κάλπες, θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται όσο θα παραμένει άγνωστος ο χρόνος και απροσδιόριστοι οι όροι υπό τους οποίους θα μπορέσει να επανεκκινήσει ο παραγωγικός μηχανισμός και να σταθεροποιηθεί το περιβάλλον με τρόπο ελκυστικό για επενδύσεις.
Άλλωστε, ποιες δυνάμεις, με ποια ψυχολογία, τι είδους κίνητρα και ποια χρηματοδοτικά εργαλεία θα βρεθούν για να κάνουν την υπερπροσπάθεια που χρειάζεται για να μην εγκαταλείψουν τη χώρα και να συμβάλουν στην ανασυγκρότησή της;
Με ποιο φορολογικό καθεστώς και ποιο ασφαλιστικό σύστημα, που δε θα κάνει αφαίμαξη των κρατικών δαπανών, η επιχειρηματικότητα θα βρει τον αναπτυξιακό βηματισμό της; Ακόμα και αν, ως δια μαγείας, εξαλειφθούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και οι ιδεολογικές προκαταλήψεις που αναστέλλουν σήμερα τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες της, μπορεί από τις όποιες κάλπες να αναδυθεί ένα σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης; Αμφίβολο.
Μόνο σε τέσσερεις περιπτώσεις θα μπορούσαν οι κάλπες να δώσουν, πράγματι, μέχρι νεωτέρας, μια διέξοδο πολιτικού, όχι, όμως, αναγκαστικά και οικονομικού, χαρακτήρα στο επαπειλούμενο αδιέξοδο.
Η πρώτη είναι η περίπτωση του δημοψηφίσματος, αν και εφόσον βρεθεί το δίλημμα που θα τεθεί χωρίς να προκαλείται εθνικός διχασμός και συγχύσεις που θα περιπλέξουν περαιτέρω τις εξελίξεις. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο μετά την οριστικοποίηση των όρων της συμφωνίας με τους πιστωτές και με τη σύνδεση της εφαρμογής της με την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Σε αυτή την περίπτωση, ο Τσίπρας θα απαλλαχθεί από την ευθύνη των δύσκολων εθνικών αποφάσεων που καλείται να πάρει χωρίς να διακινδυνεύσει τη συνέχιση της διακυβέρνησής του.
Δύο είναι τα σημαντικά μειονεκτήματα μίας τέτοιας εξέλιξης.
Το πρώτο είναι ότι παραμένουν αμετάβλητοι οι σημερινοί προβληματικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.
Το δεύτερο θα προκύψει, αν υπάρξει από πλευράς εκλογικού σώματος μία αντίδραση σαν κι αυτή που περιγράφεται στο γνωστό ανέκδοτο με τον γρύλο. Η λαϊκή ετυμηγορία, σε αυτή την περίπτωση, θα είναι, για μία ακόμα φορά, προϊόν εκνευρισμού και όχι νηφάλια ζυγισμένη απόφαση της πλειοψηφίας.
Ανάλογο μειονέκτημα θα προκύψει, αν η οποιαδήποτε πλειοψηφία είναι οριακή.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά και πάλι στην προκήρυξη νέων εθνικών εκλογών, υπό προϋποθέσεις, όμως, που θα δώσουν στον Τσίπρα την ευκαιρία να ξανακυβερνήσει βασιζόμενος σε μία αυτοδύναμη, συνεκτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αποφασισμένη να ιαθεί από τις μαξιμαλιστικές ασθένειες της προηγούμενης εκλογικής ηλικίας και να προχωρήσει στην εφαρμογή μίας επώδυνης μεν συμφωνίας, που θα εξασφαλίζει, ωστόσο, την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Σε αυτή την περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει, ίσως, τη δυνατότητα να μακροημερεύσει ως κυβέρνηση, επωφελούμενος, μάλιστα, των αλλαγών που, εν τω μεταξύ, θα γίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το μειονέκτημα αυτής της λύσης, πέραν, βεβαίως, της οικονομικής επιβάρυνσης του, ούτως ή άλλως, προβληματικού πλέον προϋπολογισμού του Κράτους, είναι η δυσκολία που οπωσδήποτε θα έχει το εγχείρημα εκλογής μίας περισσότερο ομογενοποιημένης σύνθεσης κοινοβουλευτικής ομάδας. Ιδιαίτερα, αν είναι πολλοί αυτοί που θα αναγνωρίσουν το δίκιο που έχει ο Λαφαζάνης επισημαίνοντας ότι η ταύτιση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με την εφαρμογή μνημονιακής κοπής σκληρής λιτότητας θα αποτελέσει την ιστορική ταφόπλακά της.
Σε κάποια στιγμή θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους πολίτες να βγάλουν τα συμπεράσματά τους από τα σκληρά μαθήματα πολιτικής οικονομίας στα οποία εκπαιδεύονται πέντε ολόκληρα χρόνια και να επανέλθουν σοφότεροι στα παραγωγικά τους έργα χωρίς τους αντιπερισπασμούς της καθημερινής ψυχικής δοκιμασίας, στην οποία υποβάλλονται με τη συνεχή εναλλαγή των καλών με τις κακές ειδήσεις.
Η τρίτη περίπτωση αφορά και πάλι στην προκήρυξη εθνικών εκλογών, με τη διαφορά, όμως, ότι σε αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποφάσιζε να επαναδιεκδικήσει την υπερψήφισή του στοιχιζόμενος, αυτή τη φορά, πίσω από τη σημαία της ρήξης με τους εταίρους της ευρωζώνης, έστω κι αν αυτή συνεπάγεται την έξοδο από την ευρωζώνη.
Το μειονέκτημα αυτής της επιλογής είναι, βέβαια, προφανές. Εμπεριέχει τον κίνδυνο της καταψήφισης του ΣΥΡΙΖΑ, με συνέπεια, μάλιστα, την απώλεια του όποιου πλεονεκτήματος προσφέρει ο σημερινός ευρωπαϊκός του προσανατολισμός. Θα έχει, όμως, αποφύγει τον κίνδυνο στον οποίο αναφέρεται ο Λαφαζάνης.
Η τέταρτη, τέλος, και πιο ευφάνταστη περίπτωση είναι η προκήρυξη εκλογών που θα χρησιμοποιηθούν ως αφορμή για το σχηματισμό μίας μεταβατικής κυβέρνησης οικουμενικού ή τεχνοκρατικού χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία συνεννόησης με τα άλλα κόμματα για τη στήριξη υπό προθεσμία της κυβέρνησης που θα σχηματισθεί, αποφεύγοντας έτσι να αναλάβει μόνος του το κόστος που θα έχει η εφαρμογή μίας επώδυνης συμφωνίας. Ταυτόχρονα, θα αποφύγει και το κόστος που θα υποχρεωθεί να επωμισθεί, αν τα πράγματα οδηγηθούν σε μία ακόμα πιο επώδυνη ρήξη με τους εταίρους.
Όσο απίθανη κι αν ακούγεται η τελευταία αυτή περίπτωση, φαίνεται ότι δεν είναι εκτός συζητήσεων. Κυρίως, γιατί έχει το πλεονέκτημα μίας λύσης που θα επιτρέψει στο ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψει άφθαρτος στην εξουσία, εφόσον ενδιαμέσως δεν έχει μεσολαβήσει μία πλήρης αναδιάταξη του κομματικού συστήματος και των σημερινών ισορροπιών του.
Σε καμία, πάντως, περίπτωση δεν μπορεί να συνεχίζεται μια κατάσταση που, εν τέλει, μπορεί να προκαλέσει ανήκεστο βλάβη σε όλους. Σε κάποια στιγμή θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους πολίτες να βγάλουν τα συμπεράσματά τους από τα σκληρά μαθήματα πολιτικής οικονομίας στα οποία εκπαιδεύονται πέντε ολόκληρα χρόνια και να επανέλθουν σοφότεροι στα παραγωγικά τους έργα χωρίς τους αντιπερισπασμούς της καθημερινής ψυχικής δοκιμασίας, στην οποία υποβάλλονται με τη συνεχή εναλλαγή των καλών με τις κακές ειδήσεις. Το σκωτσέζικο ντους είναι υγιεινό για τους ανθρώπους. Όχι, όμως, για μια συντεταγμένη κοινωνία.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής