Θα προτιμούσα να πιω μια χαλαρή δόση ποντικοφάρμακου, παρά να προσπαθήσω, τη σήμερον ημέρα, να πείσω κάποια, κάποιον ή κάποιο να πάει να δει μια θεατρική παράσταση που διαρκεί πέντε ώρες και είναι και στα πολωνικά. Το μόνο που θα του έλεγα είναι πως το ‘κανα και δεν είμαι όποιος και όποιος. Το multitasking κάθε μέρα που περνάει καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και το usage app του smartphone έχει αρχίσει πια και μου στέλνει μηνύματα να ηρεμήσω και να το αφήσω το ρημάδι από το χέρι.
Υποστηρίζω όμως πως μια μεγάλη σε διάρκεια πολιτιστική εμπειρία αποτελεί, πια, μια σωτηρία και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε. Καλύτερα να βλέπω ένα μέτριο ή και κακό θεατρικό έργο παρά τα λουκάνικα με πατάτες που καταβρόχθισε η συμμαθήτριά μου η Γκρέτα από το δημοτικό και έχει βγάλει 30 στόρι για ν’ απαθανατίσει. Πόσο μάλλον όταν και αυτή η εμπειρία έχει να σου προσφέρει κάτι μοναδικό.
Εκτός από το γεγονός ότι η Δίκη του Κάφκα σε σκηνοθεσία του Πολωνού Κρίστιαν Λούπα είναι μεγάλη σε διάρκεια, είναι και ένα έργο που πριν το παρακολουθήσεις πρέπει να ξέρεις 3-4 πράγματα. Δεν είναι αναγκαστικό να έχετε διαβάσει το μυθιστόρημα, άλλωστε είναι ένα από εκείνα τα μυθικά βιβλία που όλοι ξέρουμε και αναφέρουμε αλλά πολλοί λιγότεροι έχουμε διαβάσει. Αν έχετε βαρεθεί ήδη το κείμενο που διαβάζετε και πάτε στην παράσταση, σας συστήνω, είτε λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση ή στο πρώτο διάλειμμα, να διαβάσετε το εξαιρετικό πρόγραμμα. Χρόνος υπάρχει και θα βοηθήσει.
Εφόσον έχετε μείνει στο κείμενό μου θα σας πω το εξής. Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, στην κομμουνιστική Πολωνία η Δίκη είχε μια διαφορετική ανάγνωση απ’ ό,τι στον «ελεύθερο κόσμο».
Το πασίγνωστο «καφκικό περιβάλλον» ορίζεται για τους «Δυτικούς» ως ένας πλανήτης απέραντης και γκρίζας γραφειοκρατίας, όπου άτεγκτοι νομοθέτες και τα όργανά τους καταπίνουν τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια. Ο Γιόζεφ Κ. στον Καπιταλισμό δεν είναι μόνο αθώος, είναι ένα σύμβολο των ατομικών δικαιωμάτων.
Στον Κομμουνισμό το αντίθετο, ένοχος, το σύστημα είναι εδώ για να μας προστατεύσει από όλους αυτούς τους τύπους που το μόνο που σκέφτονται είναι πώς να αναγορεύσουν τον εαυτό τους ως το υπέρτατο ιδανικό και στο τέλος τους ενδιαφέρει πώς θα σώσουν το τομάρι τους.
Έχει ενδιαφέρον αυτό το παραπάνω για να σκεφτούμε την (διαφορετική τελικά) οπτική που έχουμε πάνω στα πράγματα. Η Πολωνία είναι σήμερα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως είναι και η Ελλάδα. Στη χώρα μας βλέπουμε τα τελευταία χρόνια ν’ ακούγονται λέξεις όπως ο φασισμός για ψύλλου πήδημα, τη στιγμή που στην Πολωνία παραστάσεις ακυρώνονται από το υπουργείο Πολιτισμού, καλλιτέχνες διώκονται, ο ίδιος ο Λούπα, ένα τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο για τη χώρα του, κάλεσε να του συμπαρασταθούν Ευρωπαίοι διανοούμενοι όταν απομακρύνθηκε για πολιτικούς λόγους ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Teatr Polski. Οι πρόβες της Δίκης σταμάτησαν για να ένα χρόνο και αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λούπα κατάφερε να ανεβάσει τη Δίκη χάρη στη στήριξη ευρωπαϊκών πολιτιστικών οργανισμών. Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ήταν από τους πρώτους φορείς που προσέτρεξαν για την υλοποίηση του εγχειρήματος.
Στην Πολωνία κυβερνά ένα κόμμα με το καφκικό όνομα Νόμος και Δικαιοσύνη. Είναι συντηρητικό με πάρα πολλές εθνικιστικές κορώνες στα πρότυπα της κυβέρνησης της Ουγγαρίας. Από τη μια επιτρέπει στο νεοφιλελευθερισμό να εισβάλλει εκμεταλλευόμενος την απέχθεια των κατοίκων ως προς οτιδήποτε σοσιαλιστικό, από την άλλη προχωρά συστηματικά σε μια προσπάθεια περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας της έκφρασης.
Φίλοι που έχουν επισκεφθεί τη Βαρσοβία μου έλεγαν ότι το κέντρο της γεμίζει πια από ουρανοξύστες λες και είσαι στη Φρανκφούρτη. Το λάθος που κάνουμε για εκεί είναι ότι βλέπουμε τον εθνικισμό τους (και όχι μόνο) με ελληνικά γυαλιά. Όλο αυτό συμβαίνει σύμφωνα με την τάση που υπάρχει να παγκοσμιοποιούμε τις ιδεολογίες. Ένας αριστερός στην Αμερική και στην Αγγλία σήμερα πίνει νερό στην ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη στιγμή που ο Ζακ Μελανσόν στη Γαλλία θεωρεί ότι είναι η μεγαλύτερη πληγή της χώρας του.
Έτσι και με τον εθνικισμό, πιστεύουμε ότι θα έχει την κοψιά Χρυσαυγίτη και το λεξιλόγιο του Δημήτρη Καμμένου. Κάτι γκροτέσκο δηλαδή. Όχι, εκεί ο εθνικισμός κυβερνά, είναι η νόρμα και αναπτύσσεται εξαιτίας του φόβου που προκαλεί το άνοιγμα των συνόρων. Λέει όχι για παράδειγμα στους μετανάστες (που δεν έχουν) αλλά ναι στις πολυεθνικές. Μέσα από αυτή την παραδοξότητα παράγεται όμως και κάποια τέχνη.
Ο ίδιος ο Λούπα είπε σε Έλληνες δημοσιογράφους μια μέρα μετά την πρεμιέρα στη Στέγη πως «η κατάσταση σήμερα μοιάζει αρκετά με τη δεκαετία του ’30. Κανείς δεν περίμενε την εξέλιξη του Γ’ Ράιχ. Υπάρχει μίσος, αποκλεισμός. Οι άνθρωποι που αποτελούν την πολωνική κυβέρνηση είναι φτιαγμένοι από τον τρόπο σκέψης της εποχής του κομμουνισμού στην οποία ανδρώθηκαν, αν και καλούν τους εαυτούς τους αντικομουνιστές. Υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες που δεν μπορούμε να παραλείψουμε. Λένε ότι καταπολεμούν τον κομμουνισμό, αλλά στην πραγματικότητα καταπολεμούν όποιον δεν τους βολεύει…. Ήμουν από τους πρώτους που χρησιμοποίησα τη λέξη φασισμός στην Πολωνία. Αν η θέληση της δύναμης πηγάζει από το εσωτερικό μας κενό, μας καταδικάζει να κάνουμε κακό. .. Η Καθολική θρησκεία επίσης περιορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου. Η καθολική ηθική βασίζεται στις απαγορεύσεις. Πουθενά στον Δεκάλογο δεν μας λένε πώς να κάνουμε το καλό. Κυβερνάει η απαγόρευση.»
Για την ιστορία τώρα, χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε ότι τη Δίκη ο Κάφκα δεν την ολοκλήρωσε ποτέ. Για την ακρίβεια, από τα πολύ γνωστά του έργα είδε μόνο τη Μεταμόρφωση να δημοσιεύεται. Ο φίλος του Μαξ Μπροντ ήταν αυτός που έγραψε το φινάλε και από ότι ισχυρίστηκαν πρόσφατα οι ειδικοί αλλοίωσε το κείμενο όχι μόνο εκφραστικά αλλά και νοηματικά. Το έργο, όμως, του Κάφκα, αντικατοπτρίζει πλήρως την προσωπικότητά του. Εβραίος, μεγαλωμένος στην Πράγα, έζησε τα πρώτα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων και είχε μια εξαιρετικά διαταραγμένη ερωτική ζωή. Πέθανε από ασιτία ενώ έπασχε και από φυματίωση.
Ο Λούπα σε ερωτήσεις για το τι είναι το θέατρο γι’ αυτόν απάντησε πώς: «το θέατρο είναι μια ευκαιρία και ο ηθοποιός ένας μηχανισμός για να γνωρίσουμε καλύτερα τον άνθρωπο, αφού μπορούμε να οδηγηθούμε σε διαστολή του χρόνου. Με ελκύουν τα μικρογεγονότα και οι τόποι όπου βρίσκω σταυροδρόμια και μπορώ να επιλέξω πού θα πάω. Στο θέατρο μπορούμε να επαναλάβουμε καταστάσεις και να διαλέξουμε πού θα πάμε. Ο χρόνος σταματάει και βλέπουμε με πιο σαφή τρόπο την πραγματικότητα, η οποία για μας είναι αλλιώς «κλειστή» με την έννοια του χρόνου.»
Δεν ξέρω τι καταλάβατε από τα παραπάνω λόγια του Κρίστιαν Λούπα αλλά στη Δίκη του βλέπουμε κάτι που δεν μπορούμε να το ορίσουμε με θεατρικούς όρους. Είναι πέρα από το επινοημένο θέατρο, πέρα από την πρόκληση, πέρα από ό,τι συνηθίζουμε να βλέπουμε. Είναι ένα ρίσκο που ή θα σε ρουφήξει ή θα σε κλοτσήσει πολύ μακριά.
Σε κάθε παράσταση που παρακολουθεί κανείς κάποια στιγμή την αντιλαμβάνεται τη σύμβαση όπου συμμετέχει, βλέπει πού πάει το πράγμα, μπαίνει σε μια διαδικασία να προβλέψει τι θα γίνει μετά. Στη Δίκη δεν έχεις ιδέα τι γίνεται ούτε που οδηγούμαστε.
Ο εξαιρετικός πρωταγωνιστής (Marcin Pempuś) πότε είναι ο Κάφκα, πότε είναι ο πρωταγωνιστής της Δίκης, Γιόζεφ Κ, πότε μπορεί να είναι και ο ίδιος ο Λούπα που μιλάει μέσα από τους δύο τελευταίους χαρακτήρες για τα δεινά της χώρας του. Σε μια εκπληκτική σκηνή στο δεύτερο μέρος φεύγει έξαλλος από τη σκηνή λέγοντας περίπου ότι οι τέχνες δεν είναι μια υπέρβαση αλλά το τίποτα που δεν μπορεί να σώσει κανέναν, ακυρώνοντας σαν Κάφκα/ Λούπα την ίδια την παράσταση που βλέπουμε.
Κατά τη διάρκεια της πλοκής, ο ίδιος παρεμβαίνει, ζωντανά (ήταν δύσκολος ο υποτιτλισμός), συνεχώς, μπερδεύοντας τους ηθοποιούς, δίνοντας τους ώθηση για κάτι διαφορετικό. «Ο σκοπός που ακούγεται η φωνή μου ζωντανά στην παράσταση δεν είναι να μιλήσω ως σκηνοθέτης αλλά ως ένας συναφηγητής του έργου. Κάθε φορά λέω καινούρια πράγματα, αυτοσχεδιάζω γιατί θέλω να προβοκάρω τους ηθοποιούς, να διαλέξουν διαφορετικό δρόμο. Δίνω στον ηθοποιό την ευκαιρία να χαλαρώσει τα χαλινάρια του ρόλου και να αυτοσχεδιάσει. Επίσης βάζω τον θεατή στη σκέψη μου, γίνεται συνεργός της σκέψης μου», απάντησε ο ίδιος σε σχετικό ερώτημα.
Μπερδεμένα τα παραπάνω; Το γνωρίζω. Προσωπικά με συνεπήρε. Το παθαίνεις αυτό, ακόμα και όταν δεν έχεις ιδέα τι βλέπεις, να σε πιάνει μια φαγούρα ότι έχεις να κάνεις μ’ ένα αριστούργημα. Μου θύμισε σαν ιδέα πολύ (και σκηνογραφικά) ώρες ώρες τη Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης του Τσάρλι Κάουφμαν με τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και σαν αίσθηση το Mulholland Drive του David Lynch. Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο πέρα απ΄το ότι το κομμάτι που ακούγεται είναι το Libertango του Άστορ Πιατσόλα. Α, επίσης, σταματήστε τον πόλεμο και στο τέλος η εξέλιξη της παράστασης είναι όπως τα ξέρετε από το βιβλίο. Περιμένω να δω τι θα γράψει και η κριτικός μας Όλγα Σελλά που ξέρει περισσότερα.