Την άνοιξη του 2013, το κανάλι HBO πραγματοποίησε ένα πείραμα στην «ελίτ» του τηλεοπτικού κοινού. Μετέδωσε δύο νέες σειρές – και οι δύο ανήκαν στην κατηγορία buddy dramas – την μία μετά την άλλη. Η κάθε μία αποτελούνταν από μια σύντομη και αυτόνομη σεζόν και είχε έναν και μοναδικό ταλαντούχο και ιδιοσυγκρασιακό σκηνοθέτη, ο οποίος απέφυγε την συνεργασία με μεγάλη ομάδα συγγραφέων προκειμένου να επιτύχει μια ενοποιημένη συγγραφική οπτική. Και οι δύο σειρές έμοιαζαν να ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά παρέπεμπαν και σε διάφορα άλλα. Και για τις δύο χρησιμοποιήθηκαν εξαιρετικοί ηθοποιοί ώστε να επιτευχθεί άψογα ένα κλιμακωτό, ημι-πειθαρχημένο στυλ. Και οι δύο τελείωσαν επαναβεβαιώνοντας τους ρομαντικούς δεσμούς της φιλίας. Αυτές οι σειρές ήταν το True Detective και το Doll and Em. Με αυτό το συμπέρασμα ξεκινάει το άρθρο της στη Guardian η Lili Loofbourow. Και συνεχίζει..
Οι δύο αυτές σειρές είχαν πολύ διαφορετική υποδοχή από το κοινό. Η πρώτη αναλύθηκε σε σημείο υπερβολής. Η άλλη – μια πολύ πιο μεστή, καλλιτεχνικά, δουλειά – χαρακτηρίστηκε εύκολα και ανακριβώς ως «σάτιρα» και μετά ξεχάστηκε. Για να είμαστε πιο σαφείς, η σειρά για τους άντρες πήρε υπερβολικά πολλά εύσημα και η σειρά για τις γυναίκες υπερβολικά λίγα.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε την «αντρική» σε σχέση με τη «γυναικεία» δουλειά. Ας το ονομάσουμε «αντρική ματιά» – όρος που προκύπτει ως αφηγηματικό επακόλουθο του «αντρικού βλέμματος». Όλοι το κάνουμε, και καταστρέφει την ικανότητά μας να αναγνωρίσουμε την καλή τέχνη. Τα αποτελέσματα είναι τρομακτικά. Απορρίπτουμε εξαιρετικές δουλειές εδώ και δεκαετίες, εν μέρει επειδή είμαστε τόσο κακοί στο να τις αναγνωρίζουμε.
Μια κακόβουλη παρόρμηση μας έρχεται μια όταν κοιτάμε πρόσωπα. Είναι το αποτέλεσμα της διαφήμισης σε συνδυασμό με αιώνες δημιουργίας εικόνων κυριαρχούμενων από το ανδρικό στοιχείο. Ίσως να το έχετε προσέξει: όταν κοιτάτε ένα πρόσωπο που σας έχουν πει ότι είναι γυναικείο, το κρίνετε πολύ πιο αναλυτικά απ’ ότι θα κάνατε εάν ήταν αντρικό. Το δέρμα των γυναικών πρέπει να είναι πιο ομοιόμορφο. Εντοπίζουμε ρυτίδες, κηλίδες και πόρους και αφαιρούμε από την ομορφιά της γυναίκας, κάτι που δεν θα κάναμε εάν ήταν άντρας. Υπάρχει μια μακρά ιστορία αξιολόγησης της αισθητικής ανάλογα με το φύλο. Μπορεί να ελπίζουμε ότι κακές συνήθειες σαν αυτές είναι παρελθόν, αλλά στην πραγματικότητα, η στιγμιαία κρίση μας συχνά επισκιάζει την θεωρητική μας πρόοδο.
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε έναν διασημο στοχασμό της Susan Sontag: «Το μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν οι άνδρες είναι ότι η κουλτούρα μας τους επιτρέπει δύο πρότυπα αρσενικής ομορφιάς: του αγοριού και του άντρα. Η ομορφιά ενός αγοριού μοιάζει με την ομορφιά ενός κοριτσιού. Και στα δύο φύλα, πρόκειται για ένα εύθραυστο είδος ομορφιάς το οποίο ανθίζει φυσικά μόνο στο πρώιμο στάδιο του κύκλου της ζωής. Οι άντρες έχουν την τύχη να μπορούν να αποδεχθούν τους εαυτούς τους και υπό ένα άλλο πρότυπο ομορφιάς -βαρύτερο, σκληρότερο, πιο πυκνά χτισμένο… Δεν υπάρχει αντίστοιχο αυτού του δεύτερου προτύπου για τις γυναίκες. Το ένα και μοναδικό πρότυπο ομορφιάς για τις γυναίκες υπαγορεύει ότι πρέπει να πορεύονται με τέλειο δέρμα. Κάθε ρυτίδα και κάθε άσπρη τρίχα είναι και μία ήττα.»
Εάν η ικανότητά μας να βλέπουμε τη λεπτομέρεια σε ένα γυναικείο πρόσωπο μεγεθύνεται από τις οπτικές μας συνήθειες, η ικανότητά μας να συλλαμβάνουμε την πολυπλοκότητα σε ένα γυναικείο λογοτεχνικό κείμενο μειώνεται από τις αναγνωστικές μας συνήθειες. Η επί αιώνες συνήθειά μας να κοιτάμε το ένα μέσα από μεγεθυντικό φακό έχει δημιουργήσει την τάση να κοιτάμε το άλλο από την λάθος πλευρά ενός τηλεσκοπίου. Με τη γυναικεία αφήγηση, κυριευόμαστε από εκείνο το συναίσθημα που νοιώθει ένας ερασιτέχνης αστρονόμος όταν εντοπίζει τον Σείριο: «Να ‘τος!» λέει, και μετά κοιτάζει το επόμενο αστέρι. Μπορεί να είναι μια ευχάριστη δραστηριότητα γιατί επισημαίνει και ταξινομεί, αλλά δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι μια τεμπέλικη ανάγνωση -ούτε καν ανάγνωση, μία ματιά- είναι επαρκής και σωστή.
Με την ανδρική ματιά είναι που μετατρέπονται οι κωμωδίες για γυναίκες στα γνωστά “chick flicks”. Σε συζητήσεις για σοβαρές ταινίες, οι γυναίκες πρωταγωνίστριες αποκτούν τον μη ελκυστικό χαρακτηρισμό των «δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων». Οι σαπουνόπερες και τα ριάλιτι γίνονται έτσι συνώνυμα των σκουπιδιών. Παραπλανούμαστε στο να χαρακτηρίζουμε τις μητέρες έμφυτα βαρετές, και πειθόμαστε ότι οι γυναικείες φιλίες έχουν μόνο δύο οδούς: την συμβατική ζήλια, ή την γλυκανάλατη αγάπη. Η τρίτη, αυτή των frenemies (εχθροί με φιλικές σχέσεις) είναι ελάχιστα λιγότερο ρηχή. Ποιος, λοιπόν, θέλει να βλέπει τέτοιες ιστορίες;
Η απόσταση από την ταξινόμηση στην απόρριψη είναι απατηλά μικρή και τελειώνει με την απαξίωση. Ο κίνδυνος με την αντρική ματιά είναι ότι είναι λογική. Δεν είναι απαραιτήτως λάθος. Αλλά είναι επικίνδυνη γιατί κοιτάζει και νομίζει ότι διαβάζει. Αυτή η ματιά βλέπει συνήθως φτηνό συναίσθημα σε ιστορίες που έχουν στο κέντρο τους γυναίκες, ή στην αντίθετη περίπτωση, την μάλλον αδιάφορη προπαγάνδα της «γυναικείας δύναμης». Καταλήγει, όχι λανθασμένα, ότι ένας «δυναμικός γυναικείος χαρακτήρας» δεν είναι μια ιστορία αλλά απλά μια διαφήμιση.
Η αντρική ματιά είναι το αντίθετο από το αντρικό βλέμμα. Αντί να χασομεράει με τρυφερότητα στα μέρη που θέλει περισσότερο να διεισδύσει, κοιτάει, υποθέτει και προχωράει. Είναι, πάνω απ’ όλα, γρήγορη. Τρέφει μια ατελείωτη, σχεδόν ερωτική, πείνα για να μάθει χωρίς να παρίσταται – απορρίπτει χωρίς να μπαίνει στον κόπο της ανάλυσης επειδή το ένστικτο είναι τόσο ξεκάθαρα ακριβές που δεν τη χρειάζεται. Εδώ είμαστε πάλι πιο κοντά στον ερασιτέχνη αστρονόμο απ’ ότι στον εξερευνητή. Αντί να ερευνούμε ή να ανακαλύπτουμε, επισημαίνουμε και ταξινομούμε.
Γενιές ολόκληρες που δεν έμπαιναν στον κόπο να εστιάσουν στην γυναικεία εμπειρία δεν μπορούν να αγνοηθούν εύκολα, όσο ευγενείς και αν είναι οι προθέσεις μας, και το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμα και τώρα δεν περιμένουμε τα γυναικεία κείμενα να έχουν κάτι οικουμενικό να πουν. Τα φανταζόμαστε ως μικρά και προσεκτικά, ή ταπεινά και οικιακά, ή ματαιόδοξα ή αυθάδη ή εξομολογητικά. Μπορεί να περιμένουμε να είναι συναισθηματικά ή μελοδραματικά ή, στην εποχή του Tramsparent και του Girls, ακόμα και προκλητικά, μη κολακευτικά, επιδεικτικά. Σίγουρα δεν περιμένουμε να είναι πειραματικά και δεν περιμένουμε να είναι μεγαλειώδη. Δεν έχουμε μάθει ακόμα να βλέπουμε μέσα στην γυναικεία ασχήμια την πιθανότητα της υπερβατικής τέχνης (όπως κάνουμε με την αντίστοιχη αντρική) και όσο μακριά κι αν έχουμε φτάσει από το 2013, χάρη σε σειρές όπως οι Insecure, Fleabag και Catastrophe, δεν έχουμε μάθει ακόμα να βλέπουμε τις γυναικείες αφηγήσεις ως αριστοτεχνικές ή ουσιώδεις.
Και γιατί να το κάνουμε; Το Μεγάλο Aμερικανικό Mυθιστόρημα δεν είναι, ιστορικά, γυναικείο είδος. Ο John Cheever το έγραψε τόσο αξιοσημείωτα: “Το καθήκον ενός Αμερικανού συγγραφέα δεν είναι να περιγράψει τις ανησυχίες μιας γυναίκας που προσπαθεί να αφομοιώσει τη μοιχεία που διέπραξε, καθώς κοιτάζει τη βροχή μέσα από ένα παράθυρο, αλλά να περιγράψει 400 άτομα κάτω από τους προβολείς που σκύβουν να δουν το φάουλ. Αυτό είναι τελετή”. Οι γυναίκες είναι καλές, έχουν τη θέση τους, σίγουρα, αλλά στερούνται καθολικότητας. Δεν είναι Το Κοινό.
Όταν παρακολουθούμε την ιστορία ενός κοριτσιού, οι περισσότεροι από εμάς γινόμαστε λιγάκι ηλίθιοι. Δεν βλέπουμε πέρα από τα όρια των δικών μας προσδοκιών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κινηματογραφική ταινία Brave της Disney απορρίφθηκε από έναν αριθμό, κατά τα άλλα εμπνευσμένων, κριτικών ως “Άλλη μία ταινία με πριγκίπισσες”. Και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το Doll and Em – όσο και αν ήταν το πιο ευφυές μέχρι σήμερα σχόλιο για το πώς απεικονίζονται οι γυναίκες στο Χόλιγουντ – λαμβάνοντας υπόψη το The Godfather, το All About Eve και το Sunset Boulevard – απορρίφθηκε ως άλλη μία σάτιρα.
Ακόμη και όταν συγκινούμαστε από το έργο, τείνουμε να υποθέτουμε ότι το αποτέλεσμα που παράγουν αυτά τα γυναικεία κείμενα είναι μικρό ή ατελώς ελεγχόμενο ή, ακόμη χειρότερα, τυχαίο. Το κείμενο κάνει κάτι παρά τον εαυτό του. Και αυτό, επίσης, έρχεται από παλιά. Ο Mark Twain απέρριψε την Jane Austen με το σκεπτικό ότι οι χαρακτήρες της ήταν αντιπαθητικοί: “Μήπως η Jane Austen κάνει τη δουλειά της ανελέητα καλά; Για μένα, εννοώ; Ίσως είναι έτσι. Με κάνει να απεχθάνομαι όλους τους χαρακτήρες της, χωρίς επιφύλαξη. Είναι αυτή η πρόθεσή της; Δεν το πιστεύω. Μήπως είναι η πρόθεσή της να κάνει τον αναγνώστη να αντιπαθεί τους χαρακτήρες της μέχρι το μέσον του βιβλίου και να του αρέσουν στα υπόλοιπα κεφάλαια; Θα μπορούσε. Αυτό θα ήταν υψηλή τέχνη.” (Οι τονισμοί είναι δικοί μου.)
Το υπονοούμενο είναι, φυσικά, ότι ο Austen είναι ανίκανη για αυτού του είδους “υψηλής τέχνης”. Καμία γυναίκα δεν θα διεξήγαγε εσκεμμένα ένα τέτοιο πείραμα. Όχι, το εφέ που είχε στον Twain πρέπει να ήταν ένας συνδυασμός τυχαιότητας και της δικής του δυναμικής αντιλήψης. Το ανεπιφύλακτο μίσος του για ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα οφείλεται στη δική του ιδιοσυγκρασία, στη δική του ανώτερη κοινωνική και λογοτεχνική δεξιότητα, όχι στη δική της συγγραφική δεξιοτεχνία.
Μακάρι αυτές οι σαχλές πρακτικές ανάγνωσης, μεταμφιεσμένες σε έμπνευση, να περιοριζόταν στους πρώτους Αμερικανούς σατιριστές, αλλά φυσικά δεν είναι έτσι. Πόσο καιρό χρειάστηκαν οι κριτικοί για να συνειδητοποιήσουν ότι οι πρωταγωνίστριες στο Girls της Lena Dunham έπρεπε να είναι δυσάρεστες; Και όμως, το διαδίκτυο πλημμύρισε με απόψεις που παρατηρούσαν ότι οι τέσσερις χαρακτήρες ήταν ανυπόφοροι σαν αυτό να ήταν μια αποκάλυψη, σαν να είχαν ξεσκεπάσει με κάποιο τρόπο ένα μυστικό που η Dunham είτε είχε προσπαθήσει να αποκρύψει, είτε δεν γνώριζε.
Αυτός είναι ο τρόπος που ακόμα αντιμετωπίζουμε πολλές γυναίκες συγγραφείς. «Έχω παρατηρήσει ότι οι άντρες συγγραφείς ερωτώνται συχνά τί σκέφτονται ενώ οι γυναίκες τί αισθάνονται» είπε η Eleanor Catton αφού κέρδισε το βραβείο Man Booker για το μυθιστόρημά της The Luminaries. «Με βάση την εμπειρία μου, και αυτή πολλών γυναικών συγγραφέων, οι ερωτήσεις που δέχονται από τους δημοσιογράφους είναι για το πόσο τυχερές είναι που βρίσκονται εκεί που βρίσκονται – σχετικές δηλαδή με την τύχη, την γυναικεία τους ταυτότητα και για πώς τους ήρθε η ιδέα.»
Να το πάλι: ευκαιρία, τύχη και η παθητική δομή της γυναικείας δεξιοτεχνίας: όχι «Πώς δημιούργησες;» αλλά «Πώς σου ήρθε;». Η Catton το θέτει σωστά: «Οι συνεντεύξεις πολύ πιο σπάνια ασχολούνται με τη γυναίκα ως έναν σοβαρό στοχαστή, έναν φιλόσοφο, ένα άτομο με σκέψεις και ανησυχίες που θα στηρίξει με συνέπεια κατά τη διάρκεια της ζωής της».
Τα πρόσωπα και η ιστορίες ανήκουν σε διαφορετικούς εμπειρικούς τομείς αλλά έχουν ένα πράγμα κοινό: εκπαιδευόμαστε από μικρή ηλικία να τα αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά, ανάλογα το γένος ή την καταγωγή τους. Επιθεωρώντας το πρόσωπο μας γυναίκας για ατέλειες είναι συχνά -και ασυνείδητα κατά μεγάλο μέρος- μια άσκηση κυριαρχίας. Ο παρατηρητής θέλει να κολακεύεται από την ίδια του τη διορατικότητα. Φεύγει πεπεισμένος ότι, παρά το μακιγιάζ και τα φώτα, κατάφερε να δει πέρα από την προσπάθειά της γυναίκας για παραπλάνηση, και παρέμεινε ανεπηρέαστος. Αυτό το αλαζονικό βλέμμα υπάρχει εδώ και αιώνες, από το ποίημα του Jonathan Swift, το 1732, The Dressing Room μέχρι σήμερα, που διασκεδάζουμε παρακολουθώντας Real Housewives με Botox να κλαίνε.
Το ρίσκο αυτής της πρακτικής δεν είναι ο εγγενής μισογυνισμός της. Ο κίνδυνος είναι ότι νομίζουμε ότι βλέπουμε καθαρά όταν στην πραγματικότητα είμαστε τρομερά μύωπες. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι υπερτιμάμε την ακρίβεια της αντίληψής μας: είναι ότι λανθασμένα αντιλαμβανόμαστε τη βιτρίνα για περιεχόμενο. Έρευνες, η μία μετά την άλλη, έχουν δείξει ότι, ανεξάρτητα από το πόσο παραπονιόμαστε ότι τα ριάλιτι είναι κατασκευασμένα ή ότι μία εικόνα μπορεί να είναι προϊόν μακιγιάζ, φωτισμού ή Photoshop, δεν είμαστε στην πραγματικότητα ικανοί να παραβλέψουμε αυτό που βλέπουμε. Ξεγελιόμαστε από την ίδια την εικόνα μέσα από την οποία νομίζουμε ότι μπορούμε να δούμε. Όταν νομίζουμε ότι βλέπουμε μέσα από το μακιγιάζ μιας γυναίκας, τότε έχουμε κάνει κάτι εκατό φορές χειρότερο από το να κριτικάρουμε την εμφάνισή της. Έχουμε μπερδέψει το να παρατηρούμε ότι υπάρχει μακιγιάζ με το να αντιλαμβανόμαστε σωστά τί υπάρχει από πίσω.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός είναι ο σκοπός του μακιγιάζ από αμνημόνευτων χρόνων: να καλύπτει ελαττώματα και να αφήνει τους θεατές να νομίζουν ότι είναι διορατικοί με το να βρίσκουν το αποτέλεσμα όμορφο. Η ομορφιά -ιστορικά η κύρια διέξοδος της γυναικείας καλλιτεχνικής δημιουργηκότητας- δεν βρίσκεται στο μάτι του θεατή. Αυτό το γνωμικό υπάρχει για κάποιο λόγο: κολακεύει τον θεατή, όχι τον «παραγωγό» της ομορφιάς. (Αυτό ανατρέπεται υπό πολύ συγκεκριμένες συνθήκες: κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης σχετικά με τον βιασμό, για παράδειγμα, το επιχείρημα «τι φορούσε;» είναι από αυτά στα οποία η παθητική επιρροή των γυναικών πάνω στον θεατή θεωρείται ότι έχει περισσότερη δύναμη από αυτή που πραγματικά έχει.)
Αυτό είναι γυναικεία ιπποσύνη. Μας αφήνει με την ψευδαόσθηση ότι αυθόρμητα παρατηρήσαμε αυτό που τεχνιέντως έχει βρεθεί εκεί για να το παρατηρήσουμε. Όπως κάθε ιπποσύνη, έχει ολέθριες επιπτώσεις όταν δεν εκτιμάται ή όταν περνάει απαρατήρητη.
Η συνέπεια αυτού του ιδιαίτερου λάθους -το να συγχέουμε το γεγονός ότι εντοπίζουμε τη μάσκα με το ότι βλέπουμε κάτω από αυτήν- είναι ότι καταλήγουμε (υποσυνείδητα, φυσικά) στο ότι οι γυναίκες δεν είναι παρά μια υποδεέστερη εκδοχή της μάσκας. Υπάρχει μια λογική εδώ: η μάσκα υπάρχει για να αποκρύψει ελαττώματα. Αν αφαιρέσεις τη μάσκα, τι βρίσκεις; Ελαττώματα! Όμως, αυτό που πραγματικά είδαμε μόλις εντοπίσαμε μια μάσκα είναι – τίποτα. Ένα κενό. Ο εγκέφαλος αποφεύγει το κενό, επομένως το γεμίζει με τα περιορισμένα δεδομένα που έχει – το φτιαγμένο πρόσωπο, ελαφρώς υποβαθμισμένο. Οι γυναίκες, στη φτωχή μας, προγραμματισμένη φαντασία, είναι απλά μια ελαφρώς πιο άσχημη εικόνα από αυτή που βλέπουμε – και η μόνη σκοπιμότητα που τους αποδίδουμε άμεσα είναι το ίδιο το έργο της μάσκας.
Αν η παραδοσιακή αρσενική ιπποσύνη περιλαμβάνει έντονες επιδείξεις φροντίδας, όπως το άνοιγμα της πόρτας, η ουσία της γυναικείας ιπποσύνης είναι ότι είναι πρακτικά αόρατη. Δεν συνειδητοποιούμε ότι αισθητικά και φιλοσοφικά τείνουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας καλύτερους αναγνώστες της επιφάνειας και του βάθους από ότι στην πραγματικότητα είναι. Όπως και με κάθε κακομαθημένο πλάσμα που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αυτό αναπαράγει την μικροπρέπεια του πνεύματος.
Αν ήμασταν λιγότερο απασχολημένοι με το να γιορτάζουμε την τέλεια όρασή μας, ίσως θα βλέπαμε ότι, κάτω από τη μάσκα που έχουμε εντοπίσει, μπορεί να κρύβεται μια αρκετά ενδιαφέρουσα, και μάλιστα εκ προθέσεως, υποκειμενικότητα, η οποία – εκτός από τα συνηθισμένα πράγματα που όλοι μοιραζόμαστε – έχει εκπαιδευτεί από τη γέννηση της, να εξετάζει και να ανακατασκευάζει συνεχώς τον εαυτό της από την προοπτική ενός τρίτου προσώπου. Με άλλα λόγια, οι γυναίκες πορεύονται με τα συνήθη επίπεδα αυτογνωσίας, θέτοντας σε λειτουργία και μερικά ακόμα επίπεδα στην προσωπικότητά τους. Θα δείτε καλύτερη παραστατική τέχνη από μία γυναίκα παρά από χιλιάδες James Franco μαζί.
Ενδέχεται να υπάρξει ένσταση, σε αυτό το σημείο, ότι απέρριψα σθεναρά όλους τους διανοητικά γενναιόδωρους θεατές και αναγνώστες γυναικο-κεντρικών ιστοριών. Με άλλα λόγια, ποιος είναι αυτός ο “εμείς” που συνέχεια αναφέρεις; Δεν ανήκω σε αυτό το “εμείς”!
Το “εμείς” για το οποίο μιλάω είναι το “εμείς” που όλοι μας, ανεξάρτητα από το φύλο, την τάξη ή τη φυλή, εκπαιδευόμαστε να ταυτιζόμαστε από τη στιγμή που αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε μέσα ενημέρωσης. Είναι ένα “εμείς” που δεν συμπεριλαμβάνει το άτομο – στην πραγματικότητα καλεί τον κάθε αποδέκτη να ταυτιστεί με το αντίθετο – αλλά είναι ένα πολύ πραγματικό “εμείς”, χωρίς το οποίο το άτομο δεν θα ήταν σε θέση να καταλάβει την κουλτούρα του. Πρόκειται για μια εκδοχή του τι λέει ο ακαδημαϊκός και ακτιβιστής για τα δικαιώματα του πολίτη W.E.B. Du Bois: “Είναι μια ιδιότυπη αίσθηση … αυτή η αίσθηση να κοιτάς πάντα τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια των άλλων, να μετράς την ψυχή σου με το μέτρο ενός κόσμου που κοιτάζει με περιπαιχτική περιφρόνηση και λύπηση”.
Η θεωρητικός κινηματογράφου Laura Mulvey περιέγραψε τη γυναικεία εμπειρία αυτού του «εμείς» στην ανάλυσή της για το αντρικό βλέμμα: «Είναι πάντοτε πιθανό ο θηλυκός θεατής να βρεθεί τόσο εκτός συγχρονισμού με την ευχαρίστηση που προσφέρεται, με την «αρρενοποίηση» της, που η μαγεία καταστρέφεται» γράφει. «Από την άλλη πλευρά, μπορεί και όχι. Μπορεί να βρεθεί κρυφά, ασυνείδητα σχεδόν, να απολαμβάνει την ελευθερία της δράσης και του ελέγχου που προσφέρει η ταύτιση με τον ήρωα.»
Η συγγραφέας Elizabeth Gilbert περιγράφει αυτή την εμπειρία σε μια συνέντευξη της: «Πέρασα σχεδόν τα πρώτα 10 χρόνια της συγγραφικής μου καριέρας εστιάζοντας εξ’ ολοκλήρου στους άνδρες. Έγραψα και ξαναέγραψα για τους άνδρες. Κάθε φορά που έγραφα για γυναίκες, είτε μέσα σε ένα μυθιστόρημα είτε σε κάποιο δημοσιογραφικό κείμενο, ήταν απλώς γυναικείες παρεμβάσεις σε έναν ανδρικό κόσμο. Eκ των υστέρων μου φαίνεται τελείως λογικό: κατά τη διάρκεια αυτών των ετών νομίζω ότι ήμουν πραγματικά μπερδεμένη για το αν ήθελα να περιβάλλομαι από άνδρες ή αν ήθελα απλώς να είμαι άνδρας. Οι αγαπημένες μου στιγμές κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων ήταν όταν ήμουν με μια παρέα ανδρών (σε ένα ράντσο, σε ένα μπαρ, σε ένα σκάφος, σε ένα ταξίδι) οι οποίοι φαινόταν να ξεχνάνε ότι ήμουν κορίτσι και εγώ μπορούσα να δω τα πραγματικά τους πρόσωπα, τον αληθινό τους εαυτό. Αυτό πάντοτε μου φαινόταν όμορφο και μαγικό.»
Πολλές γυναίκες θα ταυτιστούν με το θαύμα του να τους επιτραπεί να ανήκουν στο «εμείς». Αυτό που καθιστά την ανασκόπηση της Gilbert πειστική είναι ότι περιγράφει μια περίοδο πριν από τη δημοσίευση των «γυναικείων» βιβλίων της όπως το Eat, Pray, Love, όταν θεωρήθηκε σοβαρή γιατί έγραψε βιβλία με τίτλους όπως Stern Men και The Last American Man. Η καριέρα της ανέρχεται σε ένα πείραμα παρόμοιο με του HBO. Σε ένα αυστηρότερο, μάλιστα, πλαίσιο, καθώς η ίδια συγγραφέας, η οποία έχει εγκωμιαστεί ως «κορυφαία δημοσιογράφος και συγγραφέας μυθοπλασίας που συνθέτει έντονες και προκλητικές παρατηρήσεις για την αμερικανική μεθόριο, τον μύθο του ορεινού ανθρώπου και την ιδιόμορφη κατάσταση της σύγχρονης Αμερικής με την βαθιά αποξένωση της από τη φύση, μέσα από ένα πνευματώδες και οξυδερκές πορτρέτο», στη συνέχεια σατιρίστηκε επειδή έγραψε ένα «chick flick».
Η Gilbert είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα του πως δουλεύει αυτό το «εμείς» επειδή – τουλάχιστον όσον αφορά στη δική μου περίπτωση – άφησα το “εμείς” να κερδίσει. Η ευρεία απόρριψη του Eat, Pray, Love ήταν τόσο αστεία και πνευματώδης και αποτελεσματική. Άρθρα! Παρωδίες! Πίστεψα την αντί-προώθηση (παρά την εξαιρετικά θετική κριτική της Jennifer Egan) και δούλεψε: δεν διάβασα ποτέ το βιβλίο. Δεν το έχω ακόμα διαβάσει. Και να γιατί: είναι σκληρή πνευματική δουλειά, γιατί θα σήμαινε την ανάγνωση του βιβλίου ως «εγώ» και παράλληλα ως «εμείς».
Το τρομερό πράγμα με την εσωτερίκευση του “εμείς” είναι ότι πρέπει να το αντιμετωπίσεις σαν αφεντικό αν διαφωνείς με την ετυμηγορία του. Τι γίνεται αν μου αρέσει το Eat, Pray, Love; Θα θέλω να επιτεθώ στο “εμείς” – του οποίου τη δύναμη για διάκριση είμαι μάλλον πολύ ανασφαλής για να απορρίψω πλήρως – για να δικαιολογήσω τις προτιμήσεις μου; Θα νιώθω αμηχανία για την ευχαρίστησή μου, θα ντρέπομαι που μου αρέσει αυτό που διακωμωδήθηκε τόσο έξυπνα; Δεν υπερασπίζομαι το Eat, Pray, Love. Επαναλαμβάνω: δεν το έχω ακόμα διαβάσει. Αλλά είναι χρήσιμο ως παράδειγμα: έτσι λειτουργεί η περιβάλλουσα κουλτούρα. Αυτά τα ρεύματα χλευασμού και επαίνου είναι οι τάσεις που τελικά προσδίδουν μεγαλείο.
Μπορείς και να εγκαταλείψεις το πλοίο, φυσικά: να ξεχάσεις το “εμείς” εντελώς, να χαλαρώσεις και να απολαύσεις τη δική σου ανάγνωση. Αλλά αν το κάνεις αυτό, ποτέ δεν θα σε πάρουν στα σοβαρά ως στοχαστή, λόγιο, δημιουργό ή κριτικό. Για πολλούς ανθρώπους, αυτό ήταν ένα μικρό τίμημα.
Για όσους δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το πλοίο, τίποτα από αυτά δεν είναι βολικό. Ξεκίνησα αυτό το δοκίμιο, μιλώντας για τις οπτικές μας συνήθειες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τον μύθο της ομορφιάς, και φαίνεται σωστό να ολοκληρώσω με το πώς η οπτική μας εμπειρία διαμορφώθηκε από τον μύθο της αντικειμενικότητας. Αυτό μπορεί να συνοψιστεί με μια αρκετά απλή πρόταση: δεν βλέπουμε την πολυπλοκότητα στη γυναικεία αφήγηση, επειδή έχουμε τόσο λίγη εμπειρία στο να φανταστούμε ότι μπορεί να είναι εκεί.
Μία από τις πρόσφατες αποκαλύψεις της γνωσιακής επιστήμης είναι ότι μια παράλειψη της φαντασίας μπορεί στην πραγματικότητα να προκαλέσει και παράλειψη στην όραση. Το οπτικό μας σύστημα δεν είναι αντικειμενικό. Σε ένα άρθρο που εξηγεί αυτό το φαινόμενο, ο δημοσιογράφος Alexis Madrigal περιγράφει τα περίεργα πράγματα που συμβαίνουν όταν καλείσαι να κοιτάξεις μια εικόνα χωρίς να ξέρεις τι να περιμένεις. Μια εικόνα χωρίς ετικέτα είναι ένα απογοητευτικό κενό. Δεν ξέρεις πώς να την προσεγγίσεις ή τι να σκεφτείς – μερικές φορές ίσως δεν καταλαβαίνεις τι είναι. Είναι μια πολύ άβολη αίσθηση. Μόλις όμως κληθείς να επιβάλλεις μια συγκεκριμένη ανάγνωση σε μια εικόνα γίνεται πολύ δύσκολο να δεις αυτή την εικόνα ως οτιδήποτε άλλο.
Ο Christopher Chabris και ο Daniel Simons έδειξαν τις επιπτώσεις της επιλεκτικής προσοχής σε ένα βίντεο που έγινε viral το 2010. Υπάρχει μια ομάδα έξι ατόμων, τρία με μαύρα πουκάμισα, τρία με λευκά. Έχουν δύο μπάλες μπάσκετ. Όταν τους δίνεται η εντολή να μετρήσουν πόσες φορές οι παίκτες με τα λευκά πασάρουν την μπάλα, περίπου οι μισοί θεατές χάνουν εντελώς τον γορίλα που χορεύει μέσα στον κύκλο, χτυπά το στήθος του και απομακρύνεται. Αυτό το φαινόμενο υποδηλώνει ότι μπορεί όντως να υπάρξει κάποιο κόστος για τις οδηγίες που λαμβάνουμε. Αν η ανδρο-κεντρική πλοκή είναι οι παίκτες με τα λευκά πουκάμισα, αν μας πουν ότι οι μπάλες που χοροπηδάνε είναι οι μόνη πλοκή που αξίζει να ακολουθήσουμε, πόσους γορίλες που χορεύουν χάσαμε ενώ μετρούσαμε;
Είναι δύσκολο να αντισταθείς στα στοιχεία που προσφέρει η συσκευασία, είναι δύσκολο να δεις κάτι άλλο παρά ένα «chick flick» σε μια ιστορία με γυναίκες. Φορτωμένοι όπως είμαστε με πληροφορίες, οι απλουστεύσεις διαστρεβλώνουν την οπτική μας εμπειρία φιλτράροντας ό, τι δεν ταιριάζει και αυτό παράγει μια ανακουφιστική σαφήνεια. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί διαβάζουμε κριτικές ή συνόψεις. Για να κατανοήσουμε αυτό που μόλις είδαμε, για να απλουστεύσουμε μια καινούρια και άγνωστη εμπειρία σε κάτι που μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Ελλείψει αυτής της οδηγίας, δυσκολευόμαστε.
Είμαστε ικανοί για περισσότερα. Πρέπει να πετάξουμε τις παρωπίδες που έχουν καθοδηγήσει επί μακρόν την όρασή μας. Αυτό μπορεί είναι δυσάρεστο. Ξεκινά με την αναγνώριση του πόσο επικρατέστερη είναι η ανδρική ματιά και πόσο τις αισθητικές αναλύσεις που αναπτύσσουμε ως απάντηση στη θηλυκότητα μας κρατάνε στην επιφάνεια και μας τυφλώνουν στο βάθος. Και μας καταδικάζουν σε μια κουλτούρα που ορίζεται από τυχαίες διαγνωστικές (και καλλιτεχνικά καταστροφικές) απορρίψεις.
Το επόμενο βήμα είναι πιο δύσκολο. Πριν μπορέσουμε να αρχίσουμε να συνδέουμε τις κουκίδες στις μη-αντρικές ιστορίες, πρέπει πρώτα να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι εκεί που αξίζει να δούμε. Αυτό σημαίνει αντίσταση στην γρήγορη κρίση. Πριν αφήσουμε την ύπουλη μηχανή του «εμείς» να καταδικάσει ένα κείμενο ως κλισέ ή ηθικολογικό, ασυμμάζευτο ή συναισθηματικό, κακιασμένο ή ωμό, ας κάνουμε προσωρινά την παραδοχή ότι μπορεί να κρύβεται εκεί μια πρόθεση – ειδικά κάτω από όποιο γυναικουλίστικο στοιχείο εντοπίσαμε που μας ενίσχυσε την πεποίθηση ότι δεν αξίζει να ασχοληθούμε περαιτέρω. Μπορεί να μην υπάρχει αυτή η πρόθεση. Όπως με όλες τις τέχνες, κάποιες γυναικο-κεντρικές δουλειές θα είναι βαρετές και επίπεδες. Αλλά για να αποβάλλουμε την αντρική ματιά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, όσο και αν απορρίψαμε την μη-αντρική καλλιτεχνική πρόθεση ως απίθανη, έχουμε παραμείνει απεριόριστα δεκτικοί στο παραμικρό σημάδι της αρσενικής ιδιοφυΐας. Η αρχική μας υπόθεση, για να διορθώσουμε την αβλεψία μας μέχρι τώρα, θα έπρεπε να είναι ότι πιθανότατα υπάρχει και κάτι περισσότερο στο γυναικείο κείμενο από ό, τι αρχικά βλέπουμε.
Θεωρήστε το ως έναν ορθολογικό τρόπο να διορθώσουμε αιώνες απορρίψεων, και στη συνέχεια: αναζητήστε τον γορίλα. Κάντε αυτό που κάνουμε αυτόματα με την αντρική τέχνη: υποθέστε ότι κάτι άξιο και ενδιαφέρον κρύβεται εκεί. Αν το βρείτε, θαυμάστε το. Και τονίστε το, έτσι ώστε να το δουν και άλλοι. Μόλις το κάνετε, δεν θα το παραβλέψουμε ξανά. Και θα είμαστε καλύτεροι στο να βλέπουμε ως προφανές και αναπόφευκτο κάτι που προηγουμένως – ελλείψει οδηγιών – απλά δεν μπορούσαμε να το αντιληφθούμε.
Υπάρχουν τόσα πολλά που δυστυχώς νομίζουμε ότι ξέρουμε.
Πηγή: The Guardian