Να σας πω για τη Βέφα; Θα σας πω για τη Βέφα.
Στο ευρύ κοινό, έγινε γνωστή όταν βγήκε στην τηλεόραση μαγειρεύοντας σε πρωινές εκπομπές. Στο σπίτι μας όμως πολύ πολύ νωρίτερα είχαν μπει τα μαγικά βιβλία της.
Τέτοια βιβλία μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής δεν είχαν ξαναϋπάρξει στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, η Βέφα Αλεξιάδου ήταν η πρώτη που έδωσε όλες τις ποσότητες μετρημένες σε κούπες και κουταλιές (όχι σε γραμμάρια), κάτι που ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι σελέμπριτι μάγειρες και σεφ δεν κάνουν.
Ήταν η πρώτη που έδωσε διεθνή αέρα σε συνταγές της ελληνικής-μεσογειακής κουζίνας, ξομολογώντας τους έναν κρυφό έρωτα με αυστηρά επιλεγμένα στοιχεία από την ευρωπαϊκή γαστρονομική παράδοση. Έναν γνήσιο έρωτα, όμως. Χωρίς φανφάρες, χωρίς ίχνος δηθενιάς. Δεν μαγείρευε πιάτα με μπασταρδεμένη ταυτότητα η Βέφα. Αλλά πιάτα που ξηγιούνταν σπαθί.
Κυρίως, όμως, η Βέφα Αλεξιάδου ήταν η πρώτη στην Ελλάδα που έριξε μια δυνατή αγκωνιά στη φαντασία μας στην κουζίνα και την ξύπνησε από τον ύπνο του δικαίου, δίνοντας έμφαση στην παρουσίαση ενός πιάτου. Η μαγειρική και η ζαχαροπλαστική δεν είναι διεκπεραίωση, βροντοφώναξε. Είναι τέχνη και μαγεία.
Στα ανεπανάληπτα παιδικά πάρτι που έστησε μέσα από τα βιβλία της η Βέφα, τα καναπεδάκια χαμογελούν, κλαίνε, θυμώνουν, τα σουβλάκια (από κεφτεδάκια, κροκέτες, λαχανικά) ξεπηδούν σαν ακτίνες ιπτάμενου δίσκου, οι ντοματούλες γίνονταν ακορντεόν με πλήκτρα τ’ αγγουράκια, η τούρτα σουλατσάρει ως σκαντζόχοιρος ή βγαίνει στο δάσος ως καλάθι και μαζεύει φράουλες… Αμέτρητες ώρες διασκεδάζαμε στο σπίτι φτιάχνοντας όλοι μαζί τον ευφάνταστο μπουφέ.
Στα γλέντια των μεγάλων -εκείνα τα υπέροχα που έσμιγαν και χόρευαν και γέλαγαν 30-40 άνθρωποι σε ένα τυπικό διαμέρισμα που ξαφνικά διαστελλόταν σε παλάτι- η ρώσικη σαλάτα γινόταν χριστουγεννιάτικο δέντρο, το τυρί έλιωνε σε πουγκάκια δεμένα με μπέικον, ταπεινές πίτες αποκτούσαν κύρος και τα μπιφτέκια επιβάλλονταν με μια αρχοντιά που κανείς δεν ήξερε ότι έκρυβαν.
Κι εμένα, καθότι από τα 15 μου άρχισαν να με συναρπάζουν οι αλχημείες της κουζίνας, η Βέφα με έμαθε να φτιάχνω καταρχάς γλυκά -που πάντοτε τους είχα αδυναμία- μετά και φαγητά.
Τι μαζεύονταν γιαγιάδες, θειάδες, γονείς, ο θεός ο ίδιος πάνω από το κεφάλι μου να δίνουν οδηγίες στη μικρή που της τη σβούριξε και φτιάχνει μπακλαβά, coffee κέικ, αλμυρό κέικ, κέικ ντόμινο και χίλια δυο άλλα, ΟΧΙ, ξεροκέφαλη εγώ, έτσι λέει η Βέφα, έτσι θα το κάνω, τέλος συζήτησης.
Δεκαπέντε χρονών σκ@τό, έβγαζα γλώσσα με τα βιβλία της κυρίας Βέφας Ευαγγέλιο, με συνέπαιρνε αυτός ο κόσμος της που μετουσίωνε τα μέχρι πρότινος βαρετά συνηθισμένα πράγματα σε πρωτόγνωρα και συναρπαστικά.
Η ζωή είναι γιορτή, και το πάρτι ξεκινά απ’ την τροφή που μας φέρνει μαζί, φώναζαν οι πολύχρωμες σελίδες. Δεν φτιάχνουμε απλώς ένα φαγητό ή ένα γλυκό. Δημιουργούμε ομορφιά, ενσταλάζουμε αγάπη με τη σέσουλα, και… βουαλά! Για τους δικούς μας ανθρώπους, που θα κοπιάσουν στο τραπέζι μας. Για να σμίξουν καλύτερα οι καρδιές μας.
Αυτή η κυρία, η σπουδασμένη χημικός, η ντυμένη χτενισμένη με το πιο κλασικό στυλ και στην πένα λες και πήγαινε κάθε μέρα στην Ανάσταση, εισήγαγε ουσιαστικά την αναρχία στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη ζαχαροπλαστική και τη μαγειρική στην Ελλάδα. Τα πράγματα που ξέρατε έτσι, μπορούν να είναι και αλλιώς, μας είπε. Τα πράγματα δεν χρειάζεται να είναι όπως τα βρήκαμε, αλλά όπως θα τα φτιάξουμε εμείς.
Ένα μεγαλόκαρδο αντίο λοιπόν στην κυρία Βέφα. Της αξίζει ένα πλούσιο τραπέζι με τα πιο εκλεκτά εδέσματα και προπαντός με στυλ εκεί που πάει.