Μόλις πέρασα μερικές υπέροχες μέρες στην Αβάνα.
Μια πόλη επιβλητική, ρεμβώδης, τροπική, βρώμικη, πλανεύτρα, χρωματιστή, λαμπερή, με υφή, θόρυβο, μουσική και ιδιαιτερότητες. Δε φταίει η υπερβολική κατανάλωση mohito που όλα μοιάζουν εξωπραγματικά εδώ. Πάνω από όλα η Αβάνα είναι ρεαλιστική. Δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις, παρόλο που όταν βρίσκεσαι μέσα της νομίζεις πως βαδίζεις σε ένα όνειρο.
Για δέκα σχεδόν μέρες την περπάτησα από άκρη σε άκρη. Δεκαπέντε με είκοσι χιλιόμερα πεζοπορίας καθημερινά. Τη χαρτογράφησα. Τη ρούφηξα. Τη θαύμασα από ψηλά και από χαμηλά. Την αποκρυπτογράφησα. Την ανέκρινα. Τη χούφτωσα. Παρατήρησα τις ασυμφωνίες της. Κοντοστάθηκα στα τουριστικά καθαρά πλακόστρωτα. Απέφυγα τις λακούβες και τα κόπρανα των σκύλων που καλύπτουν τους περισσότερους δρόμους της, τα κομμάτια πέτρας και μπετόν που πέφτουν τυχαία από ετοιμόρροπα μπαλκόνια και οροφές. Αντέγραψα τους ντόπιους: περπάτησα στη μέση του δρόμου για να μη μου έρθει ο ουρανός στο κεφάλι. Αγόρασα παπάγια και μπανάνες από το μανάβικο με πέσος, χρησιμοποίωντας τα άθλια ισπανικά μου. Χαιδεψα επτά ροζ Cadillac και πέντε κίτρινες Chevrolet. Γνώρισα και μίλησα με τους κατοίκους. Εμαθα για την έλλειψη αυγών που υπήρχε στην πόλη εκείνες τις μέρες. Με ρώτησαν αν μου περίσσευε κανένα σαπούνι. Με κάλεσαν να χορέψω μαζί τους. Μου χαμογέλασαν με όλη τους την ψυχή όταν τους είπα πως είμαι από την Ελλάδα. Εβγαλα τη γλωσσα με θράσος στους ταρίφες που προσπάθησαν να με κλέψουν. Αγκάλιασα πάνω από είκοσι γιαγιάδες. Δοκίμασα αμέτρητες ποικιλίες από ρούμι. Κάποιος δρόμος της Αβάνας μου θύμησε την Αιόλου της δεκαετίας του ’80. Εφτιαξα το λουρί από το σανδάλι μου, που αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί για τα ατέλειωτα χιλιόμετρα ξαφνικά και να με εγκαταλείψει, σε έναν τσαγκάρη που γέλασε με την ψυχή του όταν η κουβέντα (εγώ αγγλικά αυτος ισπανικά) πήγε στον Τραμπ. Αισθάνθηκα ασφαλής ακόμα και στις πιο εξαθλιωμένες περιοχές. Συνάντηθηκα με έναν Κουβανό φίλο, πιτσιρικά ταλαντούχο σκηνοθέτη, που μεταξύ άλλων, εξομολογήθηκε ότι δεν μπορεί να κάνει την ταινία που θέλει γιατί υπάρχει λογοκρισία. Ήπια χυμό Γκουάβα και τυφλώθηκα από το φώς. Κρυφάκουσα το καυτό θέμα των συζητήσεων μεταξύ νεαρών κυρίως Κουβανών για το τι θα γίνει με την επίσημη πλέον είσοδο των Αμερικανών στη χώρα. Την αγωνία τους για το αν θα επέλθει λαίλαπα ή έλεγχος των οικονομικών σχέσεων. Την κρυφή τους ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει αντικειμενική ενημέρωση και ελεύθερο wifi για όλους.
Αποδείχτηκε πως εν αγνοία μου έζησα κυριολεκτικά τις τελευταίες μέρες της Κοὐβας όπως τη γνωρίζουμε από τη σύγχρονη ιστορία.
Τα νεα για το θάνατο του Κάστρο έφτασαν πριν μερικές ώρες. Η άλλοτε ζωντανή, γεμάτη κόσμο και φωνές Αβάνα, ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε πόλη φάντασμα. Είναι περίεγο να βαδίζεις στα στενά της Havana Vieja και να μην ακούς τη λέξη ΤΑΧΙ να σε φωνάζει από κάθε κατευθυνση. Ειδικά όταν χρειαζεσαι ένα απεγνωσμένα, στα όρια να χάσεις την πτήση σου.
Το αυτοκίνητο που δέχτηκε τελικά να μας φέρει στο αεροδρόμιο για είκοσι δολάρια, ήταν μια κόκκινη σκουριασμένη σακαράκα καμπριολέ. «Η οροφή δεν κλείνει ποτέ», μας αποκάλυψε ο οδηγός γιατί ο μηχανισμός έχει χαλάσει. Με το μαλλί σούζα, από τον αέρα αλλά και τον ωμό σουρεαλισμό της ημέρας, μπήκα βιαστικά στο αεροδρόμιο μοιάζοντας σα το νόθο παίδι της Tina Turner και του Animal. Παρατήρησα τους μουδιασμένους τουρίστες. Δεν ξέρω αν θα αισθανόμουν τυχερή και μάρτυρας ενός σπουδαίου κομματιού της ιστορίας αν είχα μόλις φτάσει εδώ. Κατά βάθος ήρθε μια ανακούφιση όταν έδειξα το διαβατήριο μου στο γκισέ και έτρεξα να προλάβω το αεροπλάνο της επιστροφής. Εγωιστικά και βλαμένα, προτιμώ να κρατήσω ως ανάμνηση την Αβάνα που χορέυει μόνιμα, ακόμα κι όταν πεινάει ή προσφέρεται για μερικές ώρες επί χρήμασι σε αηδιαστικούς μεσήλικες τουρίστες.
Η σιωπή δεν ταιριάζει στη συγκεκριμένη πόλη. Αυτή τη στιγμή το μόνο που φαίνεται να φωνάζει είναι τα συνθήματα στους τοίχους γύρω από το Malecon. Socialismo o muerte. Και τώρα που ο θάνατος ήρθε, απομένει να δούμε τι θα συμβεί στον παραμορφωμένο σοσιαλισμό μιας ούτως η άλλως μεταλλαγμένης σταδικά εδώ και χρόνια, χώρας.