H Zoe Williams του Guardian βλέπει την οργή που υπάρχει παντού γύρω μας και βγάζει μερικά χρήσιμα συμπεράσματα που διατυπώνει στο παρακάτω άρθρο της: Ένας γείτονας τσακώθηκε με ένα νεαρό ζευγάρι από το Νιουκάστλ που ήταν γυμνό στο σπίτι του. “Βαρεθήκαμε να βλέπουμε μεγάλους πισινούς, μεγάλα βυζιά και μικρά πέη”, έλεγε το σημείωμα, καταλήγοντας: “Θα σας αναφέρουμε για προσβολή δημοσίας αιδούς”. Μικροπράγματα, κοινοτοπίες, και χωρίς συνέπειες. Δεν συνδέεται με τίποτα περαιτέρω και δεν εκφράζει τίποτα παραπάνω από την αναβράζουσα ενόχληση των ανθρώπων που ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον.
Υπάρχει μια κοινή συνιστώσα σε αυτή την έκρηξη συναισθημάτων: το θέμα δεν είναι σημαντικό. Θα μπορούσε να είναι καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ένας τσακωμός για τον φωταγωγό. Δεν έχει σημασία αρκεί να διοχετεύει δίκαιο θυμό. Η χολή υπάρχει παντού. Κοιτάζω αυτό το σημείωμα, την λαγνεία και την σεμνοτυφία, τον συνδυασμό κεφαλαίων και μικρών γραμμάτων, το πόσο απίθανο είναι ο συγγραφέας του να έχει μικρότερο πισινό ή μεγαλύτερο πέος και αισθάνομαι βέβαιη ότι ψήφισε υπέρ του Brexit. Βλέπουμε οργή και την τρέφουμε με τη δική μας, πάντα ζητώντας περισσότερη.
Μετά είναι και το κακόβουλο σημείωμα στο αυτοκίνητο μιας ανάπηρης γυναίκας (“Σε είδα με την κόρη σου … να περπατάτε προς το αστυνομικό τμήμα χωρίς κανένα ίχνος αναπηρίας”). Ή η τρελή δυσαρέσκεια της γυναίκας, της οποίας ο δρόμος του σπιτιού έκλεισε για λίγο από τραυματιοφορείς που προσπαθούσαν να σώσουν τη ζωή κάποιου. Το έγκλημα δεν έχει αυξηθεί αλλά οι βίαιες φαντασιώσεις πλημμυρίζουν τους ανθρώπους. Ο πολιτικός λόγος είναι γεμάτος από οργή.
Αλλά τι ακριβώς εξετάζουμε; Έχει κάποιο από αυτά ευρύτερο κοινωνικό νόημα; Μήπως μας τοποθετεί σε ένα επικίνδυνο σημείο στην καμπύλη της ιστορίας, στο κέντρο μιας μεγάλης έκρηξης; Ή μήπως κάποια πράγματα – τα αυτοκίνητα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – είναι πραγματικά κακά για την ψυχική μας υγεία;
Η οργή έχει μια ψευδαίσθηση εξουσίας. Το “Δεν θα σου άρεσα θυμωμένος” είναι μία περίεργη φράση-δόλωμα. Η μόνη λογική απάντηση είναι: “Δεν μου αρέσει κανένας όταν είναι θυμωμένος”.
Με βάση μια νέα θεωρία του Peter Turchin, την Κλειοδυναμική, μπορούμε να προβλέψουμε την ιστορία αξιοποιώντας μαθηματικές μετρήσεις. Μερικές προβλέψεις είναι προφανείς και μερικές χρειάζονται βαθύτερη ερμηνεία. Η υπερπαραγωγή «ελίτ», για παράδειγμα: σαν συνέπεια της κοινωνικής ανισότητας, υπάρχουν ιστορικές περίοδοι όπου υπάρχουν πολύ περισσότεροι υπερβολικά πλούσιοι άνθρωποι για τις θέσεις εξουσίας που οι υπερβολικά πλούσιοι άνθρωποι συνήθως καταλαμβάνουν. Αυτό τους ωθεί στη διαφθορά και στην τάση να εξαγοράζουν δύναμή με τα λεφτά που ρίχνουν στις εκλογές. Ο Donald Trump είναι το απόλυτο ανθρώπινο πρόσωπο αυτής της υπερπαραγωγής «ελίτ». Οι μετρήσεις του Turchin δείχνουν στο διάγραμμα της ιστορίας αιχμές οργής περίπου κάθε 50 χρόνια: το 1870, το 1920, το 1970 (πρέπει να επιτρέψετε μικρές αποκλίσεις για να χωρέσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και το 1968). Οι κύκλοι βίας δεν είναι πάντοτε μη παραγωγικοί – εμπεριέχουν τους αγώνες για πολιτικά δικαιώματα, τα συνδικαλιστικά και τα φεμινιστικά κινήματα. Πράγματι, όλα τα κοινωνικά κινήματα που έχουν αποτέλεσμα ξεκινούν με αναταραχή, είτε με τη μορφή απεργίας είτε διαμαρτυρίας είτε ξεσηκωμού. Κάποιοι τοποθετούν την οικονομία στην καρδιά της κοινωνικής διάθεσης: το κύμα Kondratiev, το οποίο διαρκεί 40 με 60 χρόνια (πείτε 50 και αντιστοιχεί τέλεια με τον κύκλο της βίας) περιγράφει τη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία σε κύκλους υψηλής και χαμηλής ανάπτυξης, όπου η στασιμότητα αντιστοιχεί πάντα σε αναταραχή.
“Ως ιστορικός και δάσκαλος, προσπαθώ πάντα να κάνω τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι οι κοινωνίες γενικά είναι μέρη βίαια και ιεραρχημένα”, λέει ο David Andress, καθηγητής ιστορίας και συγγραφέας”. Άνθρωποι σαν εσάς και σαν εμένα πάντα θέλαμε οι κοινωνίες να είναι λιγότερο βίαιες και ιεραρχικές και δουλέψαμε προς αυτή την κατεύθυνση. Ποτέ δεν τα καταφέραμε πραγματικά. Αυτό που καταφέραμε ήταν να πείσουμε τους ανθρώπους να βγάλουν το πόδι τους από το λαιμό των άλλων, όταν αισθάνονταν αρκετά ασφαλείς”. Ο θυμός είναι αξιοσημείωτος όχι από μόνος του, αλλά όταν γίνεται τόσο διαδεδομένος ώστε μοιάζει με την κυρίαρχη πολιτιστική δύναμη. Αυτό που επίσης είναι αξιοσημείωτο για τον Andress είναι το αντίθετο – οι ιστορικές περίοδοι που δεν σημαδεύονται από μανία. “Ο ανταγωνισμός δεν εξαφανίζεται ποτέ. Αυτό είναι που έκανε το μεταπολεμικό έργο εξαιρετικό, το έργο της ΕΕ εξαιρετικό”. Αχ, η ΕΕ. Ίσως μια άλλη φορά.
Η ψυχοθεραπευτική διάσταση δεν θα απέρριπτε αυτούς τους οικονομικούς παράγοντες ούτε θα υποστήριζε ότι ο θυμός είναι ένα νέο φαινόμενο. Αλλά υπάρχουν στοιχεία του ανθρώπινου συναισθηματικού ταξιδιού πουείναι καινούρια και που οδηγούνται από τις σύγχρονες συνθήκες. Ο Aaron Balick, ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας του The Psychodynamics of Social Networking, λέει: “Νομίζω ότι ο θυμός εκφράζεται περισσότερο. Αυτό που βλέπετε είναι μια συνέπεια της συναισθηματικής μόλυνσης, για την οποία πιστεύω ότι είναι υπεύθυνα τα social media. Υπάρχει ένα φαινόμενο μόδας του θυμού: κάποιος το εκφράζει και αυτό οδηγεί κάποιον άλλο να το εκφράσει επίσης”. Ψυχολογικά μιλώντας, το σημαντικό δεν είναι το συναίσθημα, αλλά τι κάνεις με αυτό. Αν του δίνεις διέξοδο, το επεξεργάζεσαι ή το καταπιέζεις.
Ο αφιλτράριστος θυμός μολύνει την κοινωνική σφαίρα. Κάθε ξέσπασμα νομιμοποιεί το επόμενο.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου αυτό που μας πυροδοτεί μπορεί να είναι κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένας γκρινιάρης κόπανος που δεν του αρέσει η γύμνια. Όπου κι αν βρισκόμαστε στην καμπύλη Kondratiev, η δική μας είναι μια ουσιαστικά διαφορετική εμπειρία ζωής από αυτή στην οποία θα θυμώναμε μόνο για κάτι σοβαρό, όπως η καταστροφή περιουσίας ή το κάψιμο μιας μάγισσας.
“Η υστερία δεν είναι πια ένας ιδιαίτερα πολιτικά σωστός όρος, γιατί είναι κάπως μισογυνιστικός, αλλά έχει τεχνικό νόημα” λέει ο Balick. “Μια υστερική συναισθηματική αντίδραση είναι όταν έχεις πάρα πολλά συναισθήματα, επειδή δεν είσαι σε επαφή με το θεμελιακό συναίσθημα. Ένα παράδειγμα είναι η γκρίνια στο γραφείο. Όλοι στο γραφείο γκρινιάζουν και υπάρχει μια υστερική αρνητικότητα που δεν αντιμετωπίζεται ποτέ”. Έχω δουλέψει μόνο σε μερικά γραφεία, αλλά πάντα υπήρχε μια μουρμούρα, κατά την οποία οι σημαντικές και στενές σχέσεις δημιουργούνταν με βάση τα κοινά παράπονα, και θεμελιώνονταν από την παραιτηση. Παραπονιόσουν ακριβώς επειδή δεν σκόπευες να αντιμετωπίσεις ουσιωδώς το παράπονο.
Τα social media μας έδωσαν έναν τρόπο να μεταβιβάσουμε εκείνο το θυμό από το χώρο εργασίας – τον οποίο συχνά δεν έχουμε την δύναμη να αλλάξουμε – σε κάθε άλλο τομέα της ζωής. Μπορείτε να πάτε στο Twitter και να βρείτε συντρόφους στη μανία για την πολιτική ή για τη στίξη, στο Facebook να θυμώσετε με ανθρώπους που φώναξαν σε ένα μωρό στο τρένο ή που άφησαν το σκυλί τους σε ένα καυτό αυτοκίνητο. Αυτές οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης “επιτρέπουν την υστερική μεταδοτικότητα”, λέει ο Balick, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πάντα μη παραγωγικές. Το παράδειγμα που χρησιμοποίησε για το κύμα της μεταδοτικής οργής που έγινε κίνημα είναι η Αραβική άνοιξη, αλλά θα μπορούσε να υποδείξει και websites με λίστες υπογραφών, όπως το 38 Degrees και το Avaaz ή πρότζεκτ για τη δικαιοσύνη που χρηματοδοτούνται από τον κόσμο.
Για να διακρίνουμε τον «καλό» θυμό από τον «κακό» – δηλαδή, να διαπιστώσει εάν κάτι παραγωγικό μπορεί να προκύψει από μια δεδομένη έξαρση οργής – αξίζει να σκεφτούμε τον σκοπό του θυμού. “Σκοπός του θυμού είναι να διατηρήσει τα προσωπικά όρια. Έτσι, αν κάποιος σε χτυπήσει, μπει στον χώρο σου, σε προσβάλλει, σε αγγίξει, θα θυμώσεις και η παραγωγική χρήση του θυμού είναι να πει: «Ξεκουμπίσου», λέει ο Balick. Το περίπλοκο χαρακτηριστικό των social media είναι ότι “κάποιος μπορεί να καταπατήσει την ταυτότητά μας ή τις πεποιθήσεις μας”. Έτσι, η φυσική αίσθηση της κλίμακας που έχεις εκτός διαδικτύου – ένας ξένος μπορεί να σε πατούσε με το καροτσάκι για τα ψώνια αλλά, όντας ξένος, θα αντιδρούσες πολύ πιο ήρεμα – καταρρέει εντός διαδικτύου. Μεταδίδοντας το ποιοι είμαστε – τι πιστεύουμε, πως μοιάζουμε, τι τρώμε, ποιον αγαπάμε – προσφέρουμε μια τεράστια έκταση προσωπικών ορίων όπου θα μπορούσε να εισβάλει κανείς, ακόμη και τυχαία. Συνήθως όμως δεν είναι τυχαίο αλλά σκόπιμο.
Ωστόσο, αν σε αναζωογονεί το να κάθεσαι στο κρεβάτι παρακολουθώντας ειδήσεις και συνομιλίες, και κατόπιν να βιώνεις μια σύντομη έξαρση αγανάκτησης, αυτό είναι κακό; Υπάρχει σίγουρα μια ορμονική αντίδραση (“Υπάρχει πάντα μια φυσική εκδήλωση, τα συναισθήματα δεν είναι κάτι φτιαχτό”, λέει ο Balick), αλλά δεν είναι προφανής: η Neus Herrero, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, “διέγειρε” τον θυμό σε 30 άνδρες και βρήκε μια ποικιλία προφανών αντιφάσεων. Η κορτιζόλη, η οποία θα περίμενε κανείς να ανεβαίνει, καθώς είναι η ορμόνη του άγχους, μειώνεται. Η τεστοστερόνη, ο καρδιακός ρυθμός και η αρτηριακή πίεση ανεβαίνουν. Η Herrera ανακάλυψε μια περίεργη “κινητήρια κατεύθυνση” – συνήθως, τα θετικά συναισθήματα σε κάνουν να θες να πλησιάσεις την πηγή τους, ενώ τα αρνητικά σε κάνουν να θες να απομακρυνθείς. Ο θυμός έχει ένα «κίνητρο εγγύτητας», το οποίο η Herrera εξηγεί απλά: «Κανονικά, όταν θυμώνουμε, δείχνουμε μια φυσική τάση να πλησιάσουμε αυτό που μας έκανε να θυμώσουμε ώστε να προσπαθήσουμε να το εξαφανίσουμε».
Όπως και κάθε διεγερτικό, έχει εθιστικές ιδιότητες: εξοικειώνεσαι με αυτό και αρχίζεις να περιπλανιέσαι ψάχνοντας πράγματα που θα σε θυμώσουν. Η οργή έχει μια ψευδαίσθηση εξουσίας. Το “Δεν θα σου άρεσα θυμωμένος” είναι μία περίεργη φράση-δόλωμα. Η μόνη λογική απάντηση είναι: “Δεν μου αρέσει κανένας όταν είναι θυμωμένος”. Αλλά καταφέρνει να έχει νόημα σε ένα βαθύτερο, πρωτόγονο επίπεδο.
Οι σημαντικές συνέπειες δεν έχουν να κάνουν με την δική σου υγεία, αλλά με αυτή της κοινωνίας στο σύνολο.. Ο αφιλτράριστος θυμός μολύνει την κοινωνική σφαίρα. Κάθε ξέσπασμα νομιμοποιεί το επόμενο. Και έχουμε προσγειωθεί – θέλω να νομίζω τυχαία – σε μια τεχνολογία που τον διαιωνίζει και τον ενισχύει. Στην παγκόσμια σκηνή – πάρτε για παράδειγμα τον Τραμπ ή τον Βίκτορ Ορμπάν, τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας – μπορούμε να δούμε πόσο αποδομητικός είναι, πόσο απομακρύνει όλες τις άλλες, λιγότερο συναρπαστικές αντιδράσεις, όπως η ενσυναίσθηση.
Οι άνθρωποι που θυμώνουν με τους κώνους κυκλοφορίας και οδηγούν κατευθείαν πάνω τους, βρίζοντας τους εργάτες, μπορεί να είναι ή να μην είναι προάγγελος μιας μεγαλύτερης κοινωνικής αναταραχής, αλλά θυμάμαι τα χρόνια του John Major και την ανοιχτή του τηλεφωνική γραμμή για το θέμα των κώνων. ‘Ο,τι κι αν σημαίνουν οι κώνοι, δεν είναι ποτέ κάτι καλό.
Πηγή: The Guardian