Το Ασκληπιείο στην αρχαιότητα το επισκέπτονταν όσοι είχαν την ικανότητα να μετακινηθούν. Το επισκέπτονταν με αίτημα ίασης. Το παρακείμενο αρχαίο θέατρο του Πολυκλείτου αποτελούσε μέρος της ολιστικής θεραπείας που πρότεινε το ιερατείο του Ασκληπιού. Εν έτει 2023, με ποιο αίτημα, άραγε, επισκέπτεται κανείς σήμερα το θέατρο του αρχαίου Ασκληπιείου;
Επιδιώκει να δικαιολογήσει την αρχαιοπληξία του, την αρχαιολατρία του; Θέλει να επιβεβαιώσει τη σημασία της τραγωδίας ως εθνικής κληρονομιάς μας; Αναζητά σύγχρονες ερμηνείες του αρχαίου δράματος που θα λειτουργήσουν λυτρωτικά στην ψυχή του; Επιθυμεί να δει τον τρόπο πρόσληψης του αρχαίου τραγικού ή κωμικού λόγου από σκηνοθέτες της ημεδαπής ή/και της αλλοδαπής; Θέλει να δει από κοντά τους αγαπημένους του τηλεοπτικούς αστέρες που του κράτησαν συντροφιά στα σήριαλ του χειμώνα; Γυρεύει, άραγε, τον ιαματικό ρόλο της τέχνης;
Ανάλογα με το αίτημα επίσκεψής του, ικανοποιείται ή δυσαρεστείται, συνήθως με εκκωφαντικό επικοινωνιακά τρόπο. «Ντροπή», «Αίσχος», «Αριστούργημα», «Η παράσταση του αιώνα», είναι μερικές από τις αναρτήσεις που αυτάρεσκα δημοσιεύει στα social media.
Οι παρεξηγήσεις και τα ευτράπελα
Η σύγχρονη επιδαύρεια τάση είναι να αναγράφεται ο -γνωστός- τίτλος μιας αρχαίας τραγωδίας ή κωμωδίας και από κάτω το όνομα του σκηνοθέτη / της σκηνοθέτιδος και όχι το όνομα του αρχαίου ποιητή. Αυτό σημαίνει ότι τα έργα των αρχαίων τραγωδών και κωμωδών χρησιμοποιούνται ως αφετηρία ή δόλωμα για να προσελκύσουν ή να παγιδεύσουν τον θεατή να παρακολουθήσει αυτό που έχει μελετήσει ή έχει στο μυαλό του ως «Σφήκες» του Αριστοφάνη ή «Μήδεια» του Ευριπίδη, για παράδειγμα. Και κάπου εδώ ξεκινούν οι παρεξηγήσεις και τα ευτράπελα.
Το «σύγχρονο θέατρο», το οποίο στηρίζεται στην αυθεντία του σκηνοθέτη -στην οποία υποτάσσονται η κειμενική πραγματικότητα και η ερμηνευτική δημιουργικότητα- καινοτομεί αυθαιρετώντας. Απαξιώνοντας ή αδιαφορώντας για την πανθομολογούμενη διαχρονικότητα των αρχαίων ελληνικών ποιημάτων, ο σύγχρονος σκηνοθέτης, φιλοπαίγμων εν ου παικτοίς, προσθέτει ή αφαιρεί, εμπλουτίζει ή κατακρεουργεί το ποιητικό κείμενο στο οποίο βασίζεται η παράστασή του. Κάπως έτσι, η καινοτομία εκλαμβάνεται από τον θεατή ως ασέβεια και η συλλήβδην απόρριψη του κοινού θεωρείται ως εύσημο για τον «ρηξικέλευθο» σκηνοθέτη.
Οι σπουδαίοι ανανεωτές
Το ουσιαστικά ανανεωτικό σύγχρονο θέατρο, έχει στέρεα κειμενική βάση, κατακτημένο φιλολογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο, ανοιχτό και υγιή διάλογο με το κοινωνικό σύνολο στο οποίο αναφέρεται, σαφή πολιτική στάση και αναφορά, καθώς και κεραίες στραμμένες στις παγκόσμιες παραστατικές τάσεις που προτάσσουν παραστάσεις βαθιά ουμανιστικές, ακραιφνώς πολιτικές και εν τέλει καταλυτικά συγκινητικές. Ποιος έχει ξεχάσει την σοφόκλεια «Αντιγόνη» και τον μολιερικό «Αμφιτρύωνα» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή ή τις εμβληματικές «Βάκχες» του Θεόδωρου Τερζόπουλου στην Επίδαυρο; Ποιος δεν θυμάται το αριστουργηματικό «Ηλέκτρα Ορέστης» του Ίβο βαν Χόβε ή τον καθηλωτικό «Οιδίποδα Τύραννο» του Ταντάσι Σουζούκι; Όλες τους σπουδαίες παραστάσεις, άριστα παραδείγματα απόλυτα σύγχρονων σκηνοθετικών προτάσεων που ανανέωσαν την πρόσληψη και απόδοση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Με σταθερή και αταλάντευτη βάση τους τα κείμενα των μεγάλων τραγικών ποιητών, οι συγκεκριμένοι σκηνοθέτες διδάχθηκαν από αυτά και δίδαξαν στο κοινό τους τις ιαματικές ιδιότητες της Τέχνης τους.
Η «αποδόμηση» και η «αποσύνθεση», αν δεν μετεξελιχθούν σε μία νέα αισθητική ή παραστατική πρόταση, αποτελούν παρωχημένες, αδιέξοδες πρακτικές και επιλογές, εγκλωβισμένες στην ολισθηρότητα των διακυβευμάτων τους. Παραμένουν έωλοι, νοσηροί πειραματισμοί, απόρροια κενόδοξων και ματαιόδοξων σκηνοθετικών εμμονών.
Και τώρα τι;
Ο θεατής του 2023 βιώνει καθημερινά και με βίαιο τρόπο πλέον τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής, τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας ή τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και στρέφεται στην Τέχνη για να παρηγορηθεί, να λυτρωθεί, να καθαρθεί, να βρει ένα αποκούμπι, μια ανάσα, μια ελπίδα, όταν γύρω του όλα γκριζάρουν, καταρρέουν ή συνθλίβονται. Στρέφεται στις διαχρονικές αλήθειες των μεγάλων κλασικών για να αντιληφθεί το μέγα νόημα της ύπαρξης.
Επομένως, αν τα βασικά λοιμώδη νοσήματα της εποχής μας είναι η ασχήμια, ο απανθρωπισμός, η βιαιότητα και οι ανισότητες, η Τέχνη και δη η αρχαία δραματική Ποίηση είναι το μόνο θεραπευτήριο μέσα στο οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να αναζητήσει ή/και να βρει την Ομορφιά, την Ανθρωπιά, τη Δικαιοσύνη και το Μέτρο.
Τα αρχαία ελληνικά ποιήματα απαντούν στα μεγάλα οντολογικά ερωτήματα ανά τους αιώνες (π.χ. «Οιδίπους Τύραννος», «Οιδίπους επί Κολωνώ»), δημιουργούν παγκόσμια αρχέτυπα (π.χ. «Μήδεια», «Αντιγόνη»), συνιστούν σπουδαία πολιτικά και αντιπολεμικά κείμενα (π.χ. «Τρωάδες», «Πέρσες»), συνταράσσουν τους θεατές εκθέτοντάς τους στη βιαιότητα και τα ερεβώδη σκοτάδια του ανθρώπινου νου (π.χ. «Βάκχες», «Αίας»). Γι’ αυτό είναι διαχρονικά, γιατί είναι εκθαμβωτικά επίκαιρα μετά από 2.500 χρόνια μετά τη συγγραφή τους. Και γιατί τα διακυβεύματά τους παραμένουν υψηλά, όσο και αν προσπαθούν να τα συνθλίψουν ή να τα φέρουν στο μικρό διανοητικό και καλλιτεχνικό τους μέγεθος κάποιοι σκηνοθέτες.
Είναι λογικό οι Καλλιτεχνικοί Διευθυντές μεγάλων πολιτιστικών οργανισμών, μοναδικών στον κόσμο, όπως αυτός του Φεστιβάλ Επιδαύρου, να θέλουν να αφήσουν το χαρακτηριστικό στίγμα τους στην προσπάθειά τους να τους ανανεώσουν. Σωστά στην επικοινωνιακή της πολιτική η νυν Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, μιλά για «εξωστρέφεια», «καινοτόμες προτάσεις», «συμπερίληψη». Το θέμα είναι πώς αυτό επιτυγχάνεται, με ποια κριτήρια ανανεώνεται ουσιαστικά ένας θεσμός σχεδόν 70 ετών. Από την πρόθεση έως το αποτέλεσμα, μεσολαβεί η πραγματικότητα. Οψόμεθα…