Η Σαπφώ έγινε της μόδας τελευταία με την ανακάλυψη δύο ποιημάτων της. Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη όπου με κρυστάλλινη διαύγεια αναλύει το διασημότερο τετράστιχο της ποιήτριας του έρωτα:
Όλοι ξέρουμε τους περίφημους στίχους της Σαπφώς:
Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα
καὶ Πληιάδες, μέσαι δὲ
νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχετ’ ὥρα,
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω.
Με μια «κατά γράμμα» μεταφραστική προσέγγιση:
Το φεγγάρι έπεσε
και η Πούλια — στη μέση
της νύχτας — η ώρα περνάει,
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
Δέδυκε, από το ρήμα δύω σημαίνει: βούτηξε. Στην Ελλάδα, τόπο με διακόσια κατοικημένα νησιά και καμιά μυριάδα ακρογιαλιές, ο Ήλιος, το Φεγγάρι και τα άστρα δεν πέφτουν, βουτάν. Σελάννα είναι, βέβαια, το Φεγγάρι και κανένας δεν μπορεί να αποδώσει τη λέξη διαφορετικά. Για έναν Έλληνα, όμως, Σελάννα σχετίζεται άμεσα με το σέλας, φως: σελάννα είναι η φωτεινή, το φωτεινό (προπάντων ουράνιο) σώμα. Πληιάδες, είναι οι Πλειάδες, οι Πολυάριθμες. Για ένα Γάλλο —ή έναν Ευρωπαίο— όχι πολύ καλλιεργημένο η λέξη δε θα πει τίποτα, και για ένα Γάλλο μέτρια καλλιεργημένο πρόκειται για μια περίφημη ομάδα από Γάλλους ποιητές του 16ου αιώνα, και για μια σειρά από βιβλία του Gallimard. Όμως για τον Έλληνα χωρικό, τον τεχνίτη, το ναυτικό της αρχαιότητας (όπως και πρόσφατα ακόμα) πρόκειται για ένα σύννεφο από άστρα από το οποίο ξεχωρίζομε τουλάχιστον εφτά με γυμνό μάτι —και που ένας σημερινός αστρονόμος θα ονόμαζε ένα σφαιρωτό σωρό από μερικά εκατομμύρια άστρα—, θαυμάσιος αστερισμός που αποτελεί ένα μέρος του λαμπρού θεάματος του ουρανού της νύχτας, ένα τεράστιο τόξο του κύκλου που σκεπάζει περισσότερο από το μισό του ουρανού, αρχίζοντας από την Πούλια, περνώντας από τον Ωρίονα και τελειώνοντας με το Σείριο. Όταν με το τέλος του καλοκαιριού παρουσιάζεται ο Σείριος, ακριβώς πριν από την ανατολή του Ήλιου, η Πούλια τρεμοσβήνοντας έχει διαβεί το ζενίθ πηγαίνοντας δυτικά. Τη στιγμή που μιλάει η Σαπφώ, η Πούλια έχει κιόλας βουτήξει, ένδειξη πολύτιμη με μεγάλη ακρίβεια, για την οποία θα ξαναμιλήσω.
Μέσαι δὲ νύκτες, κατά λέξη: στη μέση της νύχτας, είμαστε στη μέση της νύχτας. Στη μέση της νύχτας αυτής, τα μεσάνυχτα αυτής της μέρας, το Φεγγάρι και η Πούλια είχαν κιόλας βουτήξει. Ας υποθέσουμε προσωρινά πως η κατάληξη του ποιήματος μπορεί να αποδοθεί:
— η ώρα περνάει
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
Μιλάει η Σαπφώ, η Σαπφώ που γεννήθηκε το 612 στη Λέσβο. Μπορεί να υποθέσομε πως το ποίημα γράφτηκε περίπου το 580, μπορεί και πρωτύτερα. Λυρικό ποίημα, όπως λέμε, που εκφράζει τα αισθήματα, την ψυχική κατάσταση του ποιητή — και όμως ο μύθος, η διήγηση, η ιστορία βρίσκεται εκεί, θαυμαστή και νοσταλγική. Αβίαστα βλέπομε τον ουρανό της νύχτας να γυρίζει, το Φεγγάρι και την Πούλια πεσμένα, και τη γυναίκα αυτή, μπορεί ερωτευμένη με κάποιον που δε βρίσκεται εκεί, μπορεί και όχι, οπωσδήποτε γεμάτη από επιθυμίες, να μην καταφέρνει, στη μέση της νύχτας, να αποκοιμηθεί, και να θλίβεται που απομένει μοναχή στο κρεβάτι της.
Να διαβάζει κανένας ένα αρχαίο ποίημα σημαίνει να ξαναβρίσκει ένα κόσμο, χαμένο πια, κόσμο που τώρα σκεπάστηκε από την αδιαφορία του «πολιτισμού» μπροστά στα στοιχειώδη και βασικά πράματα. Βρισκόμαστε στη μέση της νύχτας και το Φεγγάρι έχει πέσει. Ένας σύγχρονός μας δε βλέπει τι σημαίνει αυτό, δεν καταλαβαίνει πως, αφού το Φεγγάρι έπεσε πριν από τα μεσάνυχτα, βρισκόμαστε ανάμεσα στο νέο φεγγάρι και στο πρώτο τέταρτο και, λοιπόν, στην αρχή ενός σεληνιακού μηνός (χρονικό μέτρο για όλους τους αρχαίους λαούς). Είναι όμως και η Πούλια πεσμένη. Αυτή την ακρίβεια των αρχαίων ποιητών τη βρίσκομε σπάνια στους νεότερους: με την ένδειξη αυτή, θα μπορούσαμε σχεδόν να βρούμε την ημερομηνία που γράφτηκε το ποίημα. Βρισκόμαστε στην άνοιξη —και μάλιστα στην αρχή της άνοιξης— η Πούλια πέφτει πριν από τα μεσάνυχτα· όσο η χρονιά προχωράει, τόσο αργότερα πέφτει. Η Σαπφώ έπεσε να κοιμηθεί, και η ὥρα περνάει.
Τι είναι η ὥρα; Όποιος μεταφράζει στα γαλλικά θα αποδώσει «φυσικά» το ὥρα με το heure, που η ελληνική λέξη, μέσα από τα λατινικά, αποτελεί τη ρίζα της. Αλλά ώρα στα αρχαία ελληνικά σημαίνει και εποχή, στον Όμηρο κιόλας, και η σημασία αυτή διαιωνίζεται στα αλεξαντρινά και στα βυζαντινά χρόνια: αἱ ὧραι τοῦ ἔτους είναι οι εποχές του χρόνου. Είναι ακόμα η ώρα στην τρεχάμενη σημασία της, όχι η ώρα που δείχνουν τα ρολόγια, αλλά η ώρα που διαιρεί τη διάρκεια της μέρας. Ο Ανακρέων, λυρικός ποιητής περίπου σύγχρονος με τη Σαπφώ, γράφει: μεσονυκτίοις ποθ’ ὥραις, τις ώρες γύρω από τα μεσάνυχτα. Αλλά ὥρα είναι ακόμα η στιγμή όταν ένα πράμα βρίσκεται στην ώρα του, όταν είναι αληθινά ωραίο, όταν βρισκόμαστε, δηλαδή, εμείς οι θνητοί, στον ανθό της νιότης. Στο Συμπόσιο, όταν ο Αλκιβιάδης διηγείται πώς δοκίμασε να συγκοιμηθεί με το Σωκράτη, αλλά σηκώθηκε το πρωί δίχως να του συμβεί τίποτα ασυνήθιστο στον ύπνο του (καταδεδαρθηκώς), σα να είχε κοιμηθεί με τον πατέρα του ή τον αδερφό του, καταλήγει: ο Σωκράτης είναι ένας ὑβριστής, ένας άνθρωπος που προσβάλλει τους άλλους, τόσο πολύ περιφρόνησε (κατεφρόνησεν) την ὥρα μου, καταφρόνησε τη νιότη μου, την ομορφιά μου, που ήμουνα ώριμος να με δρέψουν σαν ένα ωραίο ερωτικό καρπό.
Πρέπει τέλος να μνημονέψω απλά το σύνδεσμο δέ, τόσο: «και» όσο: «αλλά». Εδώ η επιλογή είναι αναπόφευχτη, και θα μεταφράσω απλά «και».
Τι λέει, λοιπόν, εδώ η Σαπφώ;
Το Φεγγάρι βούτηξε
και η Πούλια —μεσάνυχτα—
ο καιρός, η ώρα, η νιότη περνούν
κι εγώ πλαγιάζω μοναχή μου.
Κανένας νεότερος μεταφραστής, όσο ξέρω, δεν αποτόλμησε να μεταφράσει τη μια λέξη ὥρα με τρεις λέξεις. Ωστόσο η δύναμη του ποιήματος αποκορυφώνεται με τη λέξη αυτή, που συνενώνει πολλές σημασίες, δίχως να θέλομε ή να χρειάζεται να διαλέξομε ανάμεσά τους: ο καιρός, άνοιξη, —το καινούριο ξεκίνημα της χρονιάς ύστερα από το χειμώνα, ο καιρός του έρωτα—, η ώρα που περνάει και η νιότη της Σαπφώς που μάταια σώνεται, αφού δεν έχει κανένα στο κρεβάτι της. Η ιδιοφυΐα της Σαπφώς είναι ακόμα το διάλεγμα αυτό μιας λέξης που κατέχει ένα φάσμα από σημασίες, σημασίες που φωτίζονται και πλουτίζονται από το υπόλοιπο ποίημα (αν δε μνημόνευε το γέρμα της Πούλιας, η σημασία καιρός/άνοιξη για το ὥρα θα ήταν πολύ λιγότερο υποχρεωτική).
Η Σαπφώ λοιπόν ένα βράδυ στο νησί της διάβαζε, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει, τον ουρανό.
Ο Καστοριάδης ξεφύλλιζε τη Σαπφώ παραθερίζοντας στον Τριπόταμο της Τήνου το 1996 και κάτω από τ’ άστρα του αυγουστιάτικου αιθέρα συνέλαβε μια προσέγγιση του πιο φημισμένου της τετράστιχου. Το κείμενο του Καστοριάδη για τη Σαπφώ έλαβε στα γαλλικά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και είπε να το μεταφράσει, φθινόπωρο του 1996, καθισμένος στις άσπρες πάνινες πολυθρόνες στο μεγάλο λιακωτό της Κηφισιάς πλάι στην τρίκλωνη κυδωνιά. Το μικρό βιβλίο εκδόθηκε το 1998 και ονομάστηκε Μνημόσυνο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ένα φίλο του. Τώρα είναι χρόνια εξαντλημένο. Αρχές του 2004 έφυγε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος από το σπίτι του στην Κηφισιά —κλείσαν χτες δέκα χρόνια από τότε— και μετακόμισε στο μικρό νεκροταφείο της στ’ Αλώνια.
Οι πυραμίδες του Φαγιούμ δεν έχουν την τελειότητα των πυραμίδων της Γκίζας. Μοιάζουν με παλάτια στην άμμο που σαρώθηκαν απ’ το κύμα και έχασαν τις λεπτομέρειες, τα πυργάκια και τις επάλξεις μένοντας σκυφτές καμπούρες και άμορφοι σωροί. Ωστόσο οι φοίνικες του Φαγιούμ έχουν όλη τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια της αθανασίας, βυθίζοντας τις ρίζες τους στα κανάλια και τα παραπόταμα της Μεγάλης Λίμνης. Στις όχθες της λίμνης οι Φαραώ έχτισαν θερινές επαύλεις και περνούσαν τις ώρες τους ευτυχισμένοι κυνηγώντας γαζέλες και πουλιά. Σ’ αυτό το απόκοσμο μέρος ταξίδεψε πέρσι τέτοιον καιρό να ζωγραφίσει η Νίκη Μαραγκού και έλαβε από την Αίγυπτο που τόσο αγάπησε το μαύρο δώρο ενός θανάτου ξαφνικού μέσα σε ακμή και δόξα.
Όλα κάνουν ένα κύκλο στο μυαλό μου και χτυπιούνται στους γυάλινους τοίχους του ψάχνοντας διέξοδο στο φως. Το ξέρω ότι μια Λούλα δε φέρνει την άνοιξη αλλά ξέρω κι από τον Μανώλη Ρασούλη ότι τίποτα δεν πάει χαμένο / στη χαμένη σου ζωή / το όνειρό σου ανασταίνω / και το κάθε σου γιατί.
Δυο άγνωστα ποιήματα της Σαπφώς ήρθαν φέτος το Γενάρη στην αντίληψη των κουρασμένων φίλων της ποίησής της με καθυστέρηση 25 αιώνων. Μέσα στη σκόνη παλιών συλλογών, μέσα σε ναυάγια ποντισμένα σε πράσινες θάλασσες, μέσα σε κώδικες αζήτητους, μέσα σε συρτάρια μοναχικών γυναικών, μέσα σε φλεγόμενες καρδιές ανδρών δίχως προσανατολισμό παραμονεύει ακοίμητο το θηρίο της ποίησης.
Ο Καστοριάδης μας έδειξε εδώ ότι το πασίγνωστο ποίημα γράφτηκε άνοιξη. Και η άνοιξη πάντα έρχεται στην καρδιά του χειμώνα.