CODEX 6

Σε άλλα νέα, σε άλλα πρωινά, σαν το σημερινό αλλά όχι ακριβώς, σε έναν Ιούνη που εκλογικεύεται συνεχώς, από το στενό ένα μαύρο μηχανάκι με χίλια, εκνευριστικό, περίπου στα 123 κυβικά εκατοστά, έκανε τρομερή φασαρία, σε πολλούς άρεσε, πολλοί το πέρναγαν για ωραίο είτε επειδή δεν έχουν ιδέα από μηχανάκια είτε επειδή τους κούρασαν τα αυτοκίνητα είτε επειδή το νέο μηχανάκι είναι πιο γλυκό θέλοντας στην ουσία να κινούμεθα με τα πόδια, φορώντας σανδάλια και χιτώνια σαν να είναι τα ρούχα φορείς ενός κλέους που δεν υπήρχε ούτε υπάρχει χωρίς βαθιά ενατένιση της πόλης σαν σύνολο χωρίων, σαν μία συμφωνία όλων μας να συνυπάρχουμε, και επέβαινε περιχαρής κάποιος Μίχος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ένα ποντίκι που βρυχάται  φέρον την πανούκλα με έναν σχεδόν αστείο και τρομακτικό τρόπο και συγκρούστηκε με έναν απλό γείτονα, ελαφρά ξενόφερτο με έναν τρόπο που μόνο μας τιμάει σαν χώρο υποδοχής, και, ομορφιάς, που όμως συνεχώς ανταγωνιζόμενος τον εαυτό του και μόνον, και όμοιους τύπους σε όλον τον πλανήτη και όλη την ιστορία κατάφερε να είναι ξεκάθαρα σημαντικός και για αυτό τιμημένος από όλους γύρω από το μαγαζί και παντού, και ο Μίχος μετά την σύγκρουση εκτοξεύθηκε στο διάστημα, κάθησε λίγο σε έναν κρατήρα της Σελήνης όπου σκέφτηκε να μην ξαναοδηγήσει μηχανάκι, να μην περάσει ξανά από το στενό, ότι η Σελήνη είναι όμορφο μέρος, ότι είναι πρωτοπόρος του διαστήματος που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν, ότι οι πεζοί είναι μάστιγα και πρέπει να εξαφανιστούν, αλλά επέστρεψε νομοτελειακά στο στενό και απλά σκέφτηκε ότι καλύτερα πρέπει να πουλήσει το μηχανάκι, έστω σε Πακιστανό ντελίβερι, χωρίς να καταλάβει ότι έχει γίνει σμπαράλια. Πάντως ο γείτονας μάλλον θα γυρνάει στο στενό και όπου ακριβώς θέλει. Δεν δείχνει να φοβάται τα μηχανάκια, άρα μάλλον ούτε κι εμείς.