Η μπάλα κάτω. Φαίνονται πάντα τα ανοίγματα. Αρκεί να δείξουμε το δρόμο στα μάτια. Δε γίνεται χωρίς έρωτα. Δε γίνεται χωρίς πένθος. Μια κοινωνία που δεν ξέρει να σταματά τις μηχανές για την ένωση και το θάνατο είναι μια κοινωνία βαρβάρων. Βαρβάρων. Οι αρχαίοι είχαν διαχωρίσει τον τόπο τους από το βαρ-βαρ. Εμείς, αλήθεια, σήμερα, τι γλώσσα μιλάμε;
Ανελέητοι ρυθμοί ανάπτυξης. Από τη μύγα ξίγκι. Είμαστε βίαιοι. Σήμερα που είναι μια μέρα απώλειας. Σήμερα που είναι μια μέρα περισυλλογής. Ο Δημήτρης Αποστολάκης, όταν μίλησε στη Χρύσα Λύκου, αλλάζοντας την Υποτακτική Αορίστου σε Υποτακτική Ενεστώτα, άλλαξε τον κόσμο: ‘Κανείς δεν μπορεί να γίνει ελεύθερος, μπορεί μόνο να γίνεται ελεύθερος’. Γιατί η ζωή και οτιδήποτε μέσα σε αυτή δεν είναι ποτέ μια μόνιμη θέση, ένας δημόσιος τομέας, ένας γάιδαρος καλοδεμένος.
Όλα αλλάζουν με απρόοπτους ρυθμούς, με τις γεννήσεις και τους χωρισμούς. Τους αποχωρισμούς και τα λιπάσματά τους. Είναι ωραίο να είμαστε γενναίοι, για να αγκαλιάζουμε τις θέσεις που συνέχεια αλλάζουν. Το σώμα μας, που κάθε φορά καλείται να απαντήσει στις επίμονες ενοχλήσεις του αγνώστου.
Όταν τα πράγματα είναι δεδομένα, χάνονται τα ζουμιά. Το νερό που φυλάς μέσα στο πηγάδι μολύνεται. Τα φρέσκα πράγματα, τα ωραία και τα φευγαλέα και τα φευγάτα, τείνουν να χαθούν ολοκληρωτικά στην εποχή της κονσέρβας. Όπως πολύ ωραία τόνισε ο Δημήτρης, όλα είναι κάθε φορά, σε κάθε στιγμή, καινούρια. Σε ερωτηματικά, σε πρόκληση και σε ενδιαφέρον. Οι στόχοι είναι ωραίοι, όταν συντηρείς την πιθανότητα να μην έρθουν.
Κόβω ταχύτητα. Ανοίγω το παράθυρο. Σιωπώ για λίγο. Χωράνε πιο πολλές φωνές τώρα. Υπάρχει στο βάθος η πινακίδα που με ενδιαφέρει. Ε, και; Είναι τόσο ωραία η διαδρομή. Σταματώ και ξανασταματώ. Ξαποσταίνω, ανασαίνω. Λιώνει, γύρω μου, το να βολευτώ, να μείνω, να εγκατασταθώ, να δοξαστώ.
Αυτή εδώ η στάση δεν είναι τόσο κρίσιμη. Είναι μια στιγμή που πρέπει να απολαύσουμε ερωτικά και γενναία, για να μπορέσουμε να μεταβούμε, εξίσου ερωτικά και εξίσου γενναία, στην επόμενη. Ο φόβος που φτιάχνει την πίεση, την εκμετάλλευση, την κακοποίηση, την εξάντληση, τη μοναξιά· αυτός ο φόβος που φτιάχνει τις ανελευθερίες, τους ολοκληρωτισμούς, τα συμφέροντα, την κερδοσκοπία· αυτός είναι που αγνοεί παραδειγματικά τη μαγεία την επόμενη, τη στιγμή την καινούρια, το χρόνο τον τεράστιο, το διογκωμένο. Γιατί ο χρόνος είναι δωμάτια. Ο χρόνος είναι μια επιλογή. Και έρχεται φρέσκος και ευλύγιστος, τρεμουλιαστός και τεντωμένος.
Ο Δημήτρης Αποστολάκης, εκτός από τη μαγική μετακύληση του ρήματος, έκανε και κάτι ακόμα σημαντικό. Στάθηκε στην αξία της κοινότητας, του μαζί, του όχι άλλο χώρια. Γιατί κανείς δεν υπάρχει μόνος του. Γιατί, σήμερα, που είναι όλα τόσο ατομικά όσο ποτέ άλλοτε, σήμερα, που ο πληθυντικός κόσμος μας έχει χωριστεί σε όλο του το βάθος σε ατομικά, προσωπικά και κακομαθημένα σ’αγαπώ, σήμερα προβάλλει η ανάγκη της επέκτασης, της επαφής και της γνωριμίας. Ξανά. Πιο δυνατά από ποτέ άλλοτε. Εκτίναξη. Ανατίναξη της περίφραξης.
Να ζω ή να ζήσω; Σαν δανδελίων; Σαν κλέφτης; Σαν τη σκόνη που κατακάθεται; Σαν τη γύρη; Σαν το άρωμα; Όταν φτιάχνονται τα ρεύματα και σ’ακουμπώ. Και μ’ακουμπάς.
Είμαστε όλοι, εδώ, όνειρα μικρά. Φρεσκογεννημένα. Στον πλανήτη τούτο. Μας έστειλαν σαν έργα τέχνης οι γεννήτορες. Σα ζωγραφική, σαν τραγούδια, σα βιβλία. Ας μη χάσουμε, μέσα σε αυτήν την ανελέητη αναμέτρηση με το φόβο, όλη μας τη συνοχή, όλη μας τη λογική, όλη μας τη γλύκα.
Δεν είμαστε, και δεν μπορούμε να γίνουμε ποτέ, μάταιες κατασκευές που αγωνίζονται να πιάσουν με το ζόρι τα φυγόδικα νοήματα.