Με την υποβολή της λίστας Βαρουφάκη να επισφραγίζει τη συμφωνία της νέας κυβέρνησης στο Eurogroup της προπερασμένης Παρασκευής, συμπληρώθηκε αυτές τις ημέρες ένας πλήρης ημερολογιακός μήνας από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Το ερώτημα που πλέον τίθεται είναι αν μαζί του τελειώνει και ο μήνας του μέλιτος της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την κοινή γνώμη της οποίας τα ποσοστά αποδοχής του νέου συνασπισμού εξουσίας υπερδιπλασίασαν στο μεσοδιάστημα τα ποσοστά που τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα συγκέντρωσαν στις τελευταίες εκλογές.
Το φαινόμενο, βέβαια, δεν είναι ασύνηθες. Επαναλαμβάνεται κάθε φορά που μετά μία εκλογική αναμέτρηση το εκλογικό σώμα εκχωρεί μία περίοδο χάριτος εν αναμονή της εκπλήρωσης από τους νέους κυβερνήτες των προεκλογικών προσδοκιών του.
Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό του κλίματος που επικράτησε μετεκλογικά είναι ο πολλαπλασιασμός των προεκλογικών προσδοκιών στους κόλπους μίας κοινής γνώμης που όχι μόνο ενθουσιάστηκε με τις προσπάθειες της κυβέρνησης να αποκαταστήσει τη χαμένη εθνική αξιοπρέπεια, αλλά, επιπλέον, άρχισε να πιστεύει ότι, σε αντίθεση με τις προκάτοχες της, η νέα κυβέρνηση είχε, πράγματι, θαυματουργικές διαπραγματευτικές ικανότητες.
Η διάρκεια που θα έχει αυτό το κλίμα ευφορίας μένει να φανεί. Συνήθως εξαρτάται από την εξέλιξη της μετεκλογικής συγκυρίας και την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών κυριαρχίας, με τις οποίες οι εκάστοτε συνασπισμοί εξουσίας επιδιώκουν να συντηρήσουν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των πολιτών. Εξ ου και η κρισιμότητα των εκατό πρώτων ημερών, στη διάρκεια των οποίων κάθε νέα κυβέρνηση καλείται να ανταποκριθεί στις προσμονές του εκλογικού σώματος πριν ανοίξει ο νέος εκλογικός κύκλος, που τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ανανεώνεται, ως γνωστόν, με πολύ μεγάλη ταχύτητα.
Ο ενθουσιασμός που είχε εμπνεύσει η κυβερνητική επικοινωνιακή διαχείριση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές μετριάσθηκε και ο πατριωτισμός των νεοελλήνων έδειξε για μία ακόμα φορά τα όριά του. Οι καταθέσεις αναλήφθηκαν από τις τράπεζες καταδεικνύοντας ότι, ακόμα και σε κατάσταση εθνικολαϊκής μέθης, η ελληνική κοινωνία ξέρει πάντα να φυλάει τα ρούχα της
Στην προκειμένη περίπτωση από τις εκατό ημέρες έχει ήδη παρέλθει το πρώτο τέταρτο. Καταρχήν χωρίς σοβαρές δημοσκοπικές αβαρίες για τη νέα κυβέρνηση. Αλλά με μεταβολές της κοινωνικής ψυχολογίας, που ίσως αποδειχθούν λιγότερο ανώδυνες από τις φθορές που, ούτως ή άλλως, επιφέρει η άσκηση της εξουσίας.
Χαρακτηριστικότερη ήταν αυτή που σημειώθηκε μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου Eurogroup, οπότε ξαναφάνηκε στον ορίζοντα του πολιτικού χρόνου ο κίνδυνος ενός Grexit. Η αναβίωση του φόβου μίας ρήξης με τους εταίρους έκανε την απόσταση από την οικονομική καταστροφή να φαίνεται πολύ πιο μικρή από αυτή που υπολόγιζαν όσοι πριν από τις εκλογές πίστεψαν ότι δεν είχαν τίποτα να χάσουν ψηφίζοντας “Αριστερά για πρώτη φορά”.
Ο ενθουσιασμός που είχε εμπνεύσει η κυβερνητική επικοινωνιακή διαχείριση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές μετριάσθηκε και ο πατριωτισμός των νεοελλήνων έδειξε για μία ακόμα φορά τα όριά του. Οι καταθέσεις αναλήφθηκαν από τις τράπεζες καταδεικνύοντας ότι, ακόμα και σε κατάσταση εθνικολαϊκής μέθης, η ελληνική κοινωνία ξέρει πάντα να φυλάει τα ρούχα της, για να έχει τα μισά. Η αγοραστική κίνηση μειώθηκε κατακόρυφα ρίχνοντας τον τζίρο των εμπορικών καταστημάτων σε περίοδο εκπτώσεων στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας επταετίας(!). Δευτερεύον, αλλά καθόλου τυχαίο, ο κόσμος που συγκεντρώθηκε στο Σύνταγμα, για να στηρίξει τις διαπραγματευτικές προσπάθειες της κυβέρνησης στο τρίτο και κρισιμότερο Eurogroup της Παρασκευής 20 Φεβρουαρίου, ουδεμία αριθμητική σχέση είχε με τον κόσμο που είχε συρρεύσει στις δύο προηγούμενες αντίστοιχες. Όσοι υπέθεσαν ότι αυτό οφείλονταν στην έξοδο για το εορταστικό τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας, απλώς δεν πρόσεξαν ότι την ίδια στιγμή πλήθη κόσμου δημιουργούσαν το αδιαχώρητο στην Κεντρική Ψαραγορά των Αθηνών προετοιμάζοντας το σαρακοστιανό τραπέζι.
Η ανακούφιση με την οποία η κοινή γνώμη υποδέχθηκε την επίτευξη της συμφωνίας στο Eurogroup ήταν ενδεικτική της λεπτότητας των πολιτικών ισορροπιών του εκλογικού σώματος. Συνέβαλε σίγουρα στην αναθέρμανση των σχέσεων του με την κυβέρνηση. Οι θερμοκρασίες, όμως, δεν επανήλθαν στα αμέσως μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης επίπεδα. Η ενσωμάτωση στη λίστα Βαρουφάκη του μεγαλύτερου μέρους των μνημονιακών δεσμεύσεων ξεπεράστηκε από το μέρος του εκλογικού σώματος που δεν είχε πιστέψει στα αντιμνημονιακά θαύματα. Μούδιασε, όμως, το μέρος του εκλογικού σώματος που είχε ερμηνεύσει κατά γράμμα τις προγραμματικές εξαγγελίες της κυβέρνησης.
Η αποτροπή της τελικής ρήξης με τους δανειστές αποτελούσε μέρος της εντολής που οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είχαν δώσει στη νέα κυβέρνηση. Ο συμβιβασμός της, όμως, με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς «θεσμούς» εξελήφθη ως οιονεί ταπεινωτικός από αυτούς που μετά τις εκλογές είχαν μπει στην ψυχολογία της εθνικά υπερήφανης σύγκρουσης με τα υπόλοιπα 18 μέλη της ευρωζώνης.
Τους εξέφρασε λίγο αργότερα ο Βαρουφάκης λέγοντας ότι «οι ΄Ελληνες δε θέλουν ούτε λεφτά ούτε δουλειά, θέλουν αξιοπρέπει» . Τους εξέφρασε αμεσότερα ο Μανώλης Γλέζος ζητώντας συγνώμη για τη συμβολή του στην καλλιέργεια των αντιμνημονιακών προεκλογικών ψευδαισθήσεων. Τους εξέφρασε, επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης παροτρύνοντας, με καθυστέρηση, την κυβέρνηση να πει ΟΧΙ στο ΝΕΙΝ του Σόϊμπλε. Κυρίως, όμως, τους προβλημάτισε ο Γιάννης Μηλιός καταγγέλλοντας στη γνωστή ανοιχτή επιστολή του την έλλειψη προετοιμασίας από την κυβερνητική διαπραγματευτική ομάδα.
Παρόλα αυτά, η διάρκεια που θα έχει ο μήνας του μέλιτος της νέας κυβέρνησης δεν θα καθορισθεί ούτε από τις συνεχιζόμενες και, μάλλον, επεκτεινόμενες εσωκομματικές αντιδράσεις, ούτε από τις βάσιμες και μη κριτικές που ασκούνται εγχωρίως και διεθνώς για τη διαπραγματευτική στρατηγική της. Θα εξαρτηθεί από τις συνέπειες που θα έχει η πολύμηνη περίοδος αβεβαιότητας, στην οποία παραμένει η χώρα συνεχίζοντας την πορεία της ξυστά από τα βράχια του πιστωτικού κινδύνου και του οικονομικού αδιεξόδου. Κυρίως, όμως, θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα και την έκβαση του πολέμου που η νέα κυβέρνηση ανήγγειλε ότι άρχισε μετά τη μάχη για την παράταση της δανειακής σύμβασης.
Την εποχή της ύφεσης και της κρίσης, δεν υπάρχει ούτε ο πολιτικός χρόνος που μπορεί να αναλωθεί σε παιχνίδια καθυστερήσεων με λέξεις που ξορκίζουν την πραγματικότητα και ασάφειες που προκαλούν σύγχυση, ούτε ο πλούτος που για να (ξανα)παραχθεί χρειάζεται ένα ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης
Στο παρελθόν το ΠΑΣΟΚ αναπαρήγαγε την σχεδόν εικοσαετή κυριαρχία του διαχειριζόμενο τις εσωκομματικές του συγκρούσεις και τις πολιτικές αντιθέσεις με τρόπο που ανανέωνε την ηγεμονία του και απορροφούσε τους κραδασμούς κάθε δύσκολης απόφασης που υποχρεωνόταν να πάρει. Με τη σφραγίδα της πολιτικής δεινότητας του Ανδρέα Παπανδρέου, η στρατηγική της κυριαρχίας του αξιοποιούσε ως πλεονέκτημά του την τέχνη της αντιπολίτευσης που ασκούσε στον εαυτό του. Επιτύγχανε έτσι να επανατροφοδοτεί τις προσδοκίες των πολιτών χωρίς να αφήνει το χρόνο να εξαντλεί τις αντοχές τους.
Βέβαια, μεταξύ της εποχής της παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ και της σημερινής που δίνει στο ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να επιβάλει την κυριαρχία του, υπάρχει μία τεράστια και κρίσιμη διαφορά. Είναι αυτή που χωρίζει την εποχή της ανάπτυξης και της ευημερίας από την εποχή της ύφεσης και της κρίσης.
Την εποχή της ανάπτυξης και της ευημερίας, ο πολιτικός χρόνος επέτρεπε στο ΠΑΣΟΚ να ανακατανέμει τον αυξανόμενο, ελέω δραχμής και Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλούτο με τρόπο που αντικαθιστούσε τους φθειρόμενους ιδεολογικούς δεσμούς με περισσότερο, όπως αποδείχθηκε, ανθεκτικούς δεσμούς κοινωνικού, πελατειακού και ατομικού συμφέροντος.
Την εποχή της ύφεσης και της κρίσης, δεν υπάρχει ούτε ο πολιτικός χρόνος που μπορεί να αναλωθεί σε παιχνίδια καθυστερήσεων με λέξεις που ξορκίζουν την πραγματικότητα και ασάφειες που προκαλούν σύγχυση, ούτε ο πλούτος που για να (ξανα)παραχθεί χρειάζεται ένα ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης, χωρίς το οποίο κανένα δημοσιονομικό ή χρηματοδοτικό κενό πρόκειται να καλυφθεί, έστω κι αν οι «θεσμοί» δεήσουν να δείξουν την «κατανόηση» που δεν έδειχναν ως…τρόικα.
Αν, αντί να το δρομολογήσει, η νέα κυβέρνηση υποχρεωθεί απλώς να το υποκαταστήσει με ένα τρίτο μνημόνιο, τότε σίγουρα η «πρώτη φορά Αριστερά» θα γίνει ίσως και η τελευταία.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής