Από την περασμένη Τρίτη σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει ξεσπάσει ένας καταιγισμός λογοπαιγνίων και ανέκδοτων αναφορικά με τη φράση «με εντολή Σαμαρά». Αφορμή στάθηκε μια διαφημιστική αφίσα της Ν.Δ στην οποία ανακοινώνεται η επιστροφή 17.700.000 ευρώ από μίζες στους Έλληνες πολίτες για την κάλυψη μιας σειρά κοινωνικών παροχών, «με εντολή του πρωθυπουργού κ. Α.Σαμαρά». Είχε προηγηθεί βέβαια και η εντολή Σαμαρά για αλλαγή κατεύθυνσης του αεροπλάνου που θα τον μετέφερε στις Βρυξέλλες προκειμένου να μεταβεί απευθείας ο ίδιος στη σεισμόπληκτη Κεφαλλονιά.
Αυτή η ατάκα που χρησιμοποιήθηκε πολύ τόσο επικοινωνιακά από την κυβέρνηση, όσο και σατιρικά από όλους τους υπόλοιπους, δημοσιογράφους και μη, στην ουσία αποδίδει πολύ περισσότερα από μια απλή εντολή ή μια επιφανειακή φάρσα. Οι λέξεις που επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε κουβαλάνε ένα δικό τους, πολύ συγκεκριμένο νοηματικό-και ενίοτε συναισθηματικό-φορτίο. Και ειδικά όταν εκφέρονται στα πλαίσια διαφήμισης ή επικοινωνιακής πολιτικής μιας κυβέρνησης, σπάνια χρησιμοποιούνται τυχαία. Το «με εντολή Σαμαρά» φανερώνει τον προσωποπαγή, καθεστωτικό χαρακτήρα του κυρίαρχου κόμματος της κυβέρνησης και υποδηλώνει μια πολιτική στην οποία προσομοιάζουν περισσότερο στρατιωτικές πρακτικές, παρά κοινοβουλευτισμού. Ασύνειδα ή μη, οι εντολές συνδυάζονται και με απαγορεύσεις. Με καταστολή, με έλεγχο, με ολοκληρωτισμό και πάντως δεν αποτελούν το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα στο λεξιλόγιο δημοκρατικών φρονημάτων.
Από το «με εντολή Σαμαρά»για απώλεια προνομίων πρώην βουλευτών (βλ.Λιάπη), μέχρι τις δικαστικές έρευνες που «φτάνουν στο κόκκαλο» για να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι (βλ.μίζες) και το free wi-fi για όλους, ο πρωθυπουργός αυτοπαρουσιάζεται ως ο Μεσσίας με εξουσίες μονάρχη, ο τιμωρός, ο αδέκαστος πολιτικός που ήρθε για να εφαρμόσει το Νόμο, ο πρεσβευτής της κάθαρσης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στην ουσία όμως πρόκειται για μια υπερφίαλλη φιλαυτία και φανερώνει την ανάγκη επίδειξης και επιβολής πυγμής εκεί που η νομιμοποίηση από τους πολίτες δεν αρκεί, γιατί στηρίζεται σε σαθρές βάσεις. Χωρίς απόλυτη αυτοδυναμία, χωρίς καθολική αποδοχή. Οι πρωθυπουργικές εντολές αποτελούν συσπάσεις μιας Κυβέρνησης που τρίζει η καρέκλα της.
Πέραν όμως όλων των παραπάνω, αυτή η θέση της καταστολής και της τιμωρίας που διοχετεύεται μέσα από την περιβόητη ατάκα και που μόνο υφέρπουσα δεν είναι, συνιστά το άκρον άωτον του λαϊκισμού. Αν και στην αντίπερα όχθη, εξομοιώνεται συνειρμικά με το «με εντολή λαού», όπου λαός εν προκειμένω ισούται με ποδηγετούμενη αγέλη. Και μια αγέλη ποτέ στην πραγματικότητα δεν είναι ικανή να δώσει εντολές-μόνο δέχεται. Σε αυτή την αγέλη απευθύνονται οι πρωθυπουργικές εντολές, σε αυτήν και οι προεκλογικοί λόγοι οι φορωμένοι μεγαλοστομίες, που εκφραζονται εκστατικά μέσω του «λαού», του «έθνους», του «Ελληνισμού» και οτιδήποτε άλλο είναι ικανό να ηλεκτρίσει-κατά βάθος όμως να αποπροσανατολίσει από την ουσία.
Ο κοινοβουλευτισμός δε λειτουργεί με εντολές, ούτε εντολοδόχους. Ο νόμος αρκεί για να εφαρμοστεί, χωρίς να χρειάζεται κανέναν «μπροστάρη» για να εκτελεστεί. Όταν αυτό δε συμβαίνει, μάλλον κάτι στην υπόθεση νοσεί και χωλαίνει. Και τότε απλώς αλλάζει. Τα μεγάλα συνθήματα και τα επικοινωνιακά τερτίπια καλύπτουν συνήθως μεγάλα κενά και υποδηλώνουν ανασφάλεια, ένα σύστημα σε διαρκή άμυνα. Οι εντολές ήταν δέκα και δόθηκαν στο Μωυσή και οι κήρυκες υπάρχουν στους άμβωνες. Στις Δημοκρατίες προτιμούνται πιο συλλογικά σχήματα και απαιτούνται ουσιαστικές ελευθερίες.