Βροχερό το μεσημέρι, κοντά στην παραλία δεν φαίνεται τίποτα. Νερό σε νερό, άμμος και κεραυνοί, βαρκούλες με ομπρέλες, πουθενά ήλιος, πουθενά ουρανός, παντού σύννεφα και ερημιά και σκοτάδι και νερό και όλα αυτά τα δυσάρεστα. Στην άκρη, σε μία μάλλον από τις άκρες, της παραλίας μια μικρή παράγκα να πουλάει, καρπούζι, σάντουιτς με σολωμό και μοτσαρέλα, φορτιστές αυτοκινήτου, βραχιόλια και σκουλαρίκια, απορρυπαντικά “Διαβολάκι”, ψυγεία Bosch και Miele, διάφορες μάρκες αυτοκινήτων, ασφάλειες πυρκαγιάς, εγχειρίσεις στις καλύτερες τιμές, περιοδικά και ίντερνετ, οθόνες και προφίλ στο φμπ απευθείας με 5000 φίλους και με εγγυημένα χιλιάδες likes, τα πάντα. Η παραλία μάλλον με την βροχή έγινε κάτι σαν ένα μαγεμένο Carrefour που όλα γίνονται, αν τα θελήσεις, ή ακόμα και χωρίς να τα θελήσεις, χωρίς χρήμα και χωρίς τίποτα άλλο, χωρίς καν μια υπόνοια ότι όλα είναι στα χέρια μας σχεδόν, τουλάχιστον στα χέρια του διπλανού μας ή κάποιου έστω λίγο πιο πάνω, με μία ενατένιση της αιωνιότητας που μας περιλαμβάνει και θα μας περιλαμβάνει για πάντα, με μία ιδέα στην βάση της ηλίθια αλλά εντελώς ζωτική για όλους, για όσους τουλάχιστον δεν θέλουν να πικραίνονται χωρίς λόγο, και μέσα στην μπόρα του Ιούνη, σε αυτή την όμορφη παραλία, λίγο πριν φύγω προς το μαγαζί μόνο μία τελευταία σκέψη ήρθε, γλυκιά και ενοχλητική : “Λες να ήταν Σκλαβενίτης;”