Λίγο πριν την μέση ακριβώς της ημέρας, σε αυτή την μεγάλη και κάπως απροσδιόριστη ζώνη των ωρών που λέγεται μεσημέρι αποφάσισα να φύγω από το κατάστημα μετά από εντολή του Αφρικανού που κυκλοφορεί ως αφεντικό και να μεταβώ προς την παραλιακή ζώνη νότια των Αθηνών. Όσο πλησίαζα ένιωθα ότι κάτι περίεργο ελλοχεύει εκεί και ήδη τα κτίρια και οι δρόμοι είχαν αρχίσει να μοιάζουν διαφορετικά από αυτά κοντά στην πλατεία Κολιάτσου. Οι λεωφόροι θύμιζαν Καλιφόρνια και τα κτίρια Ζυρίχη και αυτό είναι ένα περίεργο μείγμα και η ατμόσφαιρα μύριζε κάτι σαν θάλασσα αλλά η θάλασσα δεν φαινόταν πουθενά. Τα αμάξια φαινόταν πιο ακριβά και κινούνταν πιο γρήγορα και τα μαλλιά των γυναικών ξάνθαιναν σαν να προσεγγίζω την όμορφη και μελαγχολική Στοκχόλμη που στέκεται πάντα και περιμένει την επιστροφή του Ιπτάμενου Ολλανδού, ενός πλοίου φαντάσματος που δεν θα έρθει ποτέ. Σε κάποια στιγμή πέρασα έναν κάπως νεκρό χώρο που κάποτε φιλοξενούσε αεροπλάνα και η αύρα του χώρου θύμισε αναχωρήσεις προς την Μαλαισία και αφίξεις από την Σαρδηνία και την Σικελία αλλά προσπέρασα και έφτασα τελικά στον προορισμό που ήταν η Γλυφάδα και αμέσως βούτηξα στην θάλασσα, άρχισα να κάνω τζετ σκι, οδήγησα ένα δανεικό κρις-κραφτ χωρίς να ζητήσω άδεια, έπαιξα ρακέτες χωρίς αντίπαλο απλά στέλνοντας το μπαλάκι πολύ ψηλά και πηγαίνοντας από την μία και την άλλη πλευρά πολύ γρήγορα, έδειξα τα τατουάζ ψητού αρνιού και γαλοπούλας που έχω χαράξει για τις μεγάλες γιορτές της ορθοδοξίας, γενικά ήταν πολύ όμορφα όλα, πολύ γαλήνια. Κάποια στιγμή θυμήθηκα ότι έπρεπε να κάνω το θέλημα του Αφρικανού αλλά είχε περάσει η ώρα και απλά ξεκίνησα να γυρίσω πίσω, θα έλεγα ότι βρήκα την Γλυφάδα κλειστή λόγω ζέστης, ήταν εύκολο. Έτσι κι αλλιώς ο Αφρικανός σπάνια θυμάται γιατί έχει χάσει 180 χιλιάδες ινδικές ρουπίες σε τουρνουά τένις στο Πακιστάν και έχει θολώσει τελείως. Πάντως τα μεσημέρια είναι πανέμορφα κοντά στην θάλασσα, δεν το είχα καταλάβει πάρα μόνο τώρα που τελειώνει το καλοκαίρι. Το έχω σημειώσει για του χρόνου, θα δοθεί βάσις.