Οι προγραμματικές δηλώσεις έγιναν. Η ψήφος εμπιστοσύνης δόθηκε. Η κυβέρνηση, και μαζί της μία κοινωνία ολόκληρη, ετοιμάζεται να ανέβει το Γολγοθά του 3ου μνημονίου.
Θα τη βγάλει την ανηφόρα; Άγνωστον. Πολύ δε περισσότερο, που θα χρειασθούν τουλάχιστον 151 από τη σημερινή δεδηλωμένη των 155 να επιδείξουν τις απαιτούμενες αντοχές.
Γι’ αυτό και της κυβέρνησης τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Στρέφονται, επισήμως πια, προς τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης (διάβαζε Δημοκρατική Συμπαράταξη, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) καλώντας τα να συμμετάσχουν σε μία «αντι-νεοφιλελεύθερη διακομματική συνεργασία».
Όπως, όμως, ήταν, λίγο ως πολύ, αναμενόμενο, η πρόσκληση απερρίφθη και επεστράφη. Όχι μόνο διότι στάλθηκε κατόπιν εορτής. Κατόπιν, δηλαδή, του σχηματισμού της δεύτερης συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αλλά, κυρίως, διότι η αποδοχή της θα έθετε τα μικρότερα κόμματα του «ευρωπαϊκού τόξου» προ σχεδόν ανυπέρβλητων υπαρξιακών προβλημάτων.
Το πρώτο είναι η συνύπαρξή τους με τους «εθνικολαϊκιστές» του Πάνου Καμμένου.
Το δεύτερο, και σημαντικότερο, είναι ο κίνδυνος της αφομοίωσής τους από τον μετατοπιζόμενο προς το «μεσαίο χώρο» μετεκλογικό ΣΥΡΙΖΑ.
Μιλάω, βέβαια, για «μεσαίο χώρο», λες και δεν αμφισβητούσα μία ζωή το νόημα του όρου. Όχι γιατί δεν αντιλαμβανόμουν την τοπογραφική του σημασία για την περιγραφή των πολιτικά μετακινούμενων μεσοστρωμάτων που κινούσαν το εκλογικό εκκρεμές επί των ημερών του πολυσυλλεκτικού δικομματισμού της μεταπολίτευσης. Αλλά γιατί εξ αρχής θεωρούσα ότι η ηθελημένη απροσδιοριστία του συνέβαλε στην αποπολιτικοποίηση του κομματικού ανταγωνισμού πολτοποιώντας τις ιδεολογικές διαφορές και τις ταξικές αντιθέσεις που καθορίζουν την τροπή του.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για επικοινωνιακής εμπνεύσεως κατασκευή μίας εποχής γενικευμένης ευμάρειας και αξιακής ισοπέδωσης που διαδέχθηκε την εποχή των ακραίων ιδεολογικών συγκρούσεων της ψυχροπολεμικής περιόδου και των μεγάλων αφηγημάτων για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως συνταγή εκλογικής επιτυχίας μετά την απομυθοποίηση των ιδεολογικών διαφορών των κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία στηριζόμενα από τα ραγδαία ανερχόμενα νέα αστικά στρώματα που συνέθεταν την πλειοψηφία των πελατειακών ερεισμάτων τους.
Ο ωφελιμισμός που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά τους, έκανε μερικούς, σοβαρούς κατά τα άλλα, τεχνικούς της πολιτικής επικοινωνίας να πιστέψουν ότι εφεξής μόνο τα προσωπικά χαρίσματα των πολιτικών ηγετών θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία. Οι ιδέες, οι απόψεις και οι προτάσεις είναι απλώς σαν τα ρούχα που φυλάσσονται στην γκαρνταρόμπα για να φορεθούν κατά περίπτωση και ανάλογα με την περίσταση. Σήμερα αυτά, αύριο τα άλλα.
Όπως άλλοι δοκίμαζαν να τετραγωνίσουν τον κύκλο, έτσι και οι στρατηγοί του μεσαίου χώρου προσπαθούσαν να ομογενοποιήσουν επικοινωνιακά το πολιτικοκοινωνικά ανομοιογενές σύνολο των μεσοστρωμάτων. Τους διέφευγαν οι διαφορετικές ιστορικές και ιδεολογικές αναφορές τους. Κυρίως, όμως, τους διέφευγε ο κατακερματισμός τους σε αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα.
Μνημείο της περιώνυμης «στρατηγικής του μεσαίου χώρου», οι εκλογές του 2004. Όποιος δεν τύχαινε να ακούσει, αλλά, όμως, διάβαζε τις ομιλίες Παπανδρέου-Καραμανλή, δύσκολα θα καταλάβαινε ποιός από τους δύο τις εκφωνούσε. Αναπόφευκτη ομοιομορφία λόγων, συνθημάτων, μηνυμάτων και, ενίοτε, επιχειρημάτων μιας ταυτολογικής ρητορικής που αντηχούσε αυτό που το κοινό ακροατήριο του μεσαίου χώρου ήθελε να ακούσει. Λεκτική έκφραση της, επίσης, κοινής, σε τελική ανάλυση, αν και ανομολόγητης, αντίληψης ότι, μετά την ένταξή στην ΟΝΕ, η πορεία της χώρας είχε μπει στον «αυτόματο πιλότο». Μ´ αυτόν, εξάλλου, θα συνέχιζε τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τον πλήρη δημοσιονομικό της εκτροχιασμό.
Τρανή όσο και οδυνηρή απόδειξη ότι ο «πραγματισμός», για τον οποίο επαίρονταν η θεωρία του μεσαίου χώρου, δεν υπήρξε ποτέ ο καλύτερος δυνατός σύμβουλος για μια αποτελεσματική και παραγωγική διακυβέρνηση. Ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται ως άλλοθι της πολιτικής που αποφεύγει να κάνει αυτό που συνιστά την κατεξοχήν δουλειά της: να διαχειρίζεται, δηλαδή, τις κοινωνικές αντιθέσεις χωρίς να περιμένει τη δια μαγείας υπέρβασή τους.
Από εδώ, άλλωστε, πήγαζαν ανέκαθεν οι αυταπάτες που καλλιεργούσαν οι στρατηγοί του μεσαίου χώρου. Όπως άλλοι δοκίμαζαν να τετραγωνίσουν τον κύκλο, αυτοί προσπαθούσαν να ομογενοποιήσουν επικοινωνιακά το πολιτικοκοινωνικά ανομοιογενές σύνολο των μεσοστρωμάτων. Τους διέφευγαν οι διαφορετικές ιστορικές και ιδεολογικές αναφορές τους. Κυρίως, όμως, τους διέφευγε ο κατακερματισμός τους σε αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Εκείνα που κάποτε προωθούσαν στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα μερίδια της συμμετοχής τους στην ανάπτυξη. Εκείνα που τώρα προσπαθούν να υπερασπισθούν θέλοντας να μεταθέσουν τα βάρη της οικονομικής κρίσης που τα συνθλίβει.
Έχοντας απαλλαγεί από την εσωτερική αριστερή αντιπολίτευση, ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να ευελπιστεί ότι θα διευρύνει την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στο μεσαίο χώρο αξιοποιώντας με άνεση τα προγεφυρώματα που, ήδη, απέκτησε σε αυτόν μετά τις τελευταίες εκλογές. Από την άποψη αυτή, οι ομιλίες του στη Βουλή κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης υπήρξαν υποδειγματικές.
Τα ανοίγματα που επιχείρησε, καλώντας τα μικρότερα κόμματα του εν ευρεία έννοια Κέντρου να τις υπερψηφίσουν, θύμιζαν τα αντίστοιχα που έκανε το ΠΑΣΟΚ προς την Αριστερά όταν λεηλατούσε τη βάση της.
Προφανώς, λοιπόν, θα τα συνεχίσει. Και διότι αυτός είναι ένας δοκιμασμένος τρόπος να διεμβολίσει τα όποια κοινωνικά ερείσματά τους. Και διότι έτσι διευκολύνει ακόμα περισσότερο την προσέγγισή του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Πλην, όμως, είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει μία πολιτική λιτότητας που κάθε άλλο παρά διευκολύνει την επίτευξη κοινωνικών συμμαχιών ευρέως φάσματος.
Μέχρι τότε, οι ισορροπίες του κομματικού συστήματος θα βρίσκονται στο έλεος όχι μόνο των κυρίαρχων αντιθέσεων ανάμεσα στους «προνομιούχους» και τους «μη προνομιούχους», αλλά και των δευτερευουσών, που, όμως, είναι οι κρισιμότερες. Ακριβώς επειδή είναι αυτές που μετατρέπουν τις λανθάνουσες συγκρούσεις εντός του μεσαίου χώρου σε παράγοντα αποσταθεροποίησης ενός πολιτικού συστήματος που επιμένει πολυσυλλεκτικά, ενώ οι ισορροπίες του εξαρτώνται από εύθραυστους ταξικούς συσχετισμούς.
Αν, όπως ισχυρίζεται, ο ΣΥΡΙΖΑ πετύχει πράγματι να ανακατανείμει το κόστος της λιτότητας ελαφρύνοντας τα βάρη των ασθενεστέρων τάξεων, αυτά που θα αναγκασθούν να επωμισθούν τα μεσαία αστικά στρώματα ελάχιστα περιθώρια επιτυχίας αφήνουν στη στρατηγική για μία «πλατιά κοινωνική συμμαχία», σαν κι αυτή που επικαλείτο ο νεώτερος Καραμανλής όταν κήρυσσε τον πόλεμο στους «αρχιερείς της διαπλοκής και της διαφθοράς» του ΠΑΣΟΚ.
Αν, όπως διατείνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής που, κακά τα ψέματα, χρηματοδότησε τον πολλαπλασιασμό και την άνοδο των νέων αστικών στρωμάτων της μεταπολίτευσης, ελάχιστοι από τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες θα του αναγνωρίσουν την προσπάθεια να μη συνεχίσουν οι μισθωτοί να παίζουν το ρόλο των υποζυγίων της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Αν, όπως μέχρι στιγμής φαίνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθήσει να βρίσκει στην υπερφορολόγηση τα μοναδικά ισοδύναμα με τα οποία θα καταφέρνει, αν καταφέρνει, να ισοσκελίζει τους προϋπολογισμούς και να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος, οι μεν «προνομιούχοι» θα συρρικνώνονται, οι δε «μη προνομιούχοι», αυξανόμενοι, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα θεωρήσουν ότι θα του χρωστούν ευγνωμοσύνη. Διότι, ως συνώνυμη της μιζέριας, η κοινωνική δικαιοσύνη χάνει το ενδιαφέρον της ακόμα και ως ιδεολογικό πρόταγμα.
Εν κατακλείδι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το οικονομικά επώδυνο για την κοινωνία πρώτο εξάμηνο της «δεύτερης φοράς Αριστερά» παρέλθει για το ΣΥΡΙΖΑ με πολιτικά ανώδυνο τρόπο, οι πιθανότητές του να κυριαρχήσει ως ΠΑΣΟΚ του 21ου αιώνα δεν είναι, προς το παρόν, τόσες όσες του χρειάζονται για να μετατρέψει τα κόμματα της σημερινής ελάσσονος αντιπολίτευσης σε πολιτικές εφεδρείες μίας μεγάλης, ανέφελης και απροβλημάτιστης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Εκτός εάν φανούν πολύ γρήγορα στον ορίζοντα οι ορδές των επενδυτών που θα αψηφήσουν τους κινδύνους της χώρας και θα τη μεταμορφώσουν σε υπόδειγμα ανάπτυξης και ανάκτησης του χαμένου εθνικού εισοδήματος.
Επειδή, όμως, ακόμα και τα θαύματα θέλουν το χρόνο τους, το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ με το μεσαίο χώρο θα αργήσει να βγάλει τα κέρδη του.
Μέχρι τότε, οι ισορροπίες του κομματικού συστήματος θα βρίσκονται στο έλεος όχι μόνο των κυρίαρχων αντιθέσεων ανάμεσα στους «προνομιούχους» και τους «μη προνομιούχους», αλλά και των δευτερευουσών, που, όμως, είναι οι κρισιμότερες. Ακριβώς επειδή είναι αυτές που μετατρέπουν τις λανθάνουσες συγκρούσεις εντός του μεσαίου χώρου σε παράγοντα αποσταθεροποίησης ενός πολιτικού συστήματος που επιμένει πολυσυλλεκτικά, ενώ οι ισορροπίες του εξαρτώνται από εύθραυστους ταξικούς συσχετισμούς. Από τους συσχετισμούς, για παράδειγμα, μεταξύ συνταξιούχων και εργαζομένων, μεταξύ ανέργων και απασχολουμένων, μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων, μεταξύ μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, μεταξύ παραγωγών και μεταπρατών, μεταξύ αγροτών και αστών, μεταξύ μεταποιητών και καταναλωτών, κρατικοδίαιτων και αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών, μεγάλων και μικρών, κ.ο.κ.
Αν το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών υπήρχε πάντα ως το μέγιστο των προβλημάτων της πολιτικής, η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση το καθιστά ακόμα δυσκολότερο. Γιατί, απλούστατα, στις κοινωνικές και, κατ’ επέκταση, πολιτικές αντιθέσεις προστίθεται η αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς που βλάπτονται και σε αυτούς που επωφελούνται από αυτήν.
Όσο αυτή η αντίθεση θα οξύνεται τόσο το παιχνίδι της κυριαρχίας στο μεσαίο χώρο θα παραμένει ανοιχτό και δύσκολο.