Υπάρχουν μέρες που μοιάζουν με δυνατές κραυγές ενός θυμού που δεν έσβησε ποτέ και η 6η Δεκεμβρίου είναι μία τέτοια μέρα. Είναι ένα ανεξίτηλο στίγμα, κόκκινο σαν αίμα στο ημερολόγιο της ιστορίας, για ένα παιδί που έγινε σύμβολο. Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το 2008, και τα γεγονότα που ακολούθησαν, αποτέλεσαν μια τομή στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Πώς θα ακουγόταν όμως η κραυγή αυτή σήμερα, στην εποχή των ψηφιακών μέσων και της διαρκούς απογοήτευσης; Θα είχε τον θόρυβο από τις φωνές της πλατείας ή θα είχε το βουητό ενός hashtag; Θα αντηχούσε από τα πεζοδρόμια ή θα διαβαζόταν στα timelines;
Ο Δεκέμβρης του 2008 δεν ήταν απλώς μια στιγμή οργής, ήταν μια εσωτερική έκρηξη που συνδύασε πολλά συσσωρευμένα συναισθήματα, όπως το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν η νεολαία. Η δολοφονία του Αλέξη δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, ήταν η κορύφωση μιας συστημικής κουλτούρας αυθαιρεσίας που χτίστηκε για δεκαετίες. Η πλατεία των Εξαρχείων, οι δρόμοι, τα στενά, γέμισαν κόσμο που έβγαινε έξω όχι μόνο για να διαμαρτυρηθεί για τη δολοφονία, αλλά για ό,τι έπνιγε τη νεολαία εκείνη την εποχή.
Για χρόνια, τα Εξάρχεια ήταν κάτι παραπάνω από μια γειτονιά. Ήταν ένας ζωντανός μύθος. Μια περιοχή που συνδύαζε την τέχνη με την πολιτική και την ελευθερία με την αμφισβήτηση. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι γκράφιτι, συνθήματα, πολιτικές αφίσες. Η μουσική ακουγόταν από τα υπόγεια, οι καλλιτέχνες έβρισκαν καταφύγιο και οι διαδηλωτές έβρισκαν συμμάχους.
Αλλά μετά το 2008, τα Εξάρχεια απέκτησαν έναν πιο βαρύ ρόλο. Έγιναν το σύμβολο της αντίστασης απέναντι στην εξουσία και κάθε χρόνο, στις 6 Δεκεμβρίου, οι δρόμοι τους γέμιζαν ξανά, όχι μόνο για τη μνήμη του Αλέξη, αλλά για να μην ξεχαστεί ότι η οργή δεν έχει σβήσει. Μια υπενθύμιση ότι τα Εξάρχεια είναι κάτι περισσότερο από μια γειτονιά: είναι μια ιδέα.
Η εξουσία πάντα αντιμετώπιζε τα Εξάρχεια ως έναν ξένο οργανισμό στο σώμα της πόλης. Μετά το 2008 η καταστολή εντάθηκε. Οι επιχειρήσεις της αστυνομίας έγιναν πιο συχνές, πιο βίαιες. Οι πλατείες και οι δρόμοι γέμισαν κλούβες και ΜΑΤ. Η γειτονιά αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα που έπρεπε να «λυθεί». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήταν μόνο η αστυνομική παρουσία που άλλαξε τα Εξάρχεια, ήταν και κάτι ακόμα: η σταδιακή αλλοίωση της ταυτότητας εξαιτίας του gentrification με τα πολυτελή Airbnb, αλλά και η κατασκευή του μετρό στην πλατεία που ξεκίνησε το 2022 και άλλαξε τη φυσιογνωμία του χώρου. Έτσι, η γειτονιά που κάποτε ανήκε στους κατοίκους και στους αγωνιστές έγινε εμπορικό προϊόν.
Το 2024 όμως, οι ιστορίες σε αυτή τη χώρα είναι ακόμα ίδιες. Νέοι πυροβολούνται, όπως ο Νίκος Σαμπάνης και ο Κώστας Φραγκούλης, σκάνδαλα και δολοφονίες συγκαλύπτονται και η κοινωνία αντιδρά, αλλά όχι σθεναρά. Η οργή υπάρχει, αλλά φαίνεται σιωπηλή, εγκλωβισμένη σε μια διαρκή κούραση. Η απάθεια μοιάζει να είναι ο νέος εχθρός μας και σβήνει την πίστη ότι η αλλαγή είναι δυνατή.
Μπορεί λοιπόν 16 χρόνια μετά να ζούμε σε μια διαφορετική εποχή, αλλά ζούμε με τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες αδιέξοδες σκέψεις και ανησυχίες. Το διαδίκτυο, τα social media, η διαρκής ροή πληροφορίας, έχουν αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, που οργανώνουμε και που βιώνουμε τη συλλογική δράση και έχουν μεταμορφώσει τις εξεγέρσεις και την έννοια της αλληλεγγύης. Τι θα συνέβαινε λοιπόν, αν ο Δεκέμβρης του 2008 είχε λάβει χώρα το 2024;
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τότε ήταν πραγματικά σε νηπιακή φάση. Το Facebook μόλις κέρδιζε δημοτικότητα, το Twitter ήταν μια πλατφόρμα που λίγοι χρησιμοποιούσαν, ενώ το TikTok δεν υπήρχε καν. Οι εξεγερμένοι νέοι οργανώνονταν μέσω SMS, τηλεφωνικών κλήσεων, προφορικής ενημέρωσης και από τη σελίδα Indymedia (από εκεί μάλιστα πήρα την πρώτη πληροφορία για “το παιδί που σκότωσε μπάτσος” εκείνο το βράδυ).
Οι συγκεντρώσεις κανονίζονταν στόμα με στόμα, οι διαδηλώσεις έβρισκαν χώρο μέσα από αυτόνομα κοινωνικά κέντρα και η αλληλεγγύη εκφραζόταν στις πλατείες, στους δρόμους, ακόμα και στις φυλακές. Η περιοχή των Εξαρχείων ήταν πάντα το επίκεντρο, αποτελούσε και γεωγραφικά και συμβολικά την καρδιά της αντίστασης. Μια επανάσταση αναλογική, σωματική, που χρειαζόταν φυσική παρουσία για να γίνει αισθητή.
Το 2024 ο δρόμος της αντίστασης έχει επεκταθεί στον ψηφιακό κόσμο. Τα social media είναι οι νέες πλατείες, τα hashtags τα νέα συνθήματα και οι influencers οι άτυποι ηγέτες μιας εικονικής επανάστασης. Αν η δολοφονία του Αλέξη είχε συμβεί σήμερα, το πρώτο βήμα θα ήταν η διαρροή του γεγονότος μέσω X και το hashtag #AlexisGrigoropoulos θα είχε γίνει trend μέσα σε λίγα λεπτά, συνοδευόμενο από βίντεο της στιγμής της δολοφονίας, μαρτυρίες περαστικών και εκκλήσεις για δικαιοσύνη. Κάτι που συνέβη και με τον George Floyd στις ΗΠΑ. Οι εικόνες, τα βίντεο και οι αναλύσεις θα γέμιζαν τα timelines. Το TikTok, με τη δύναμή του να δημιουργεί viral περιεχόμενο, θα είχε γεμίσει από σύντομα βίντεο που θα εξηγούσαν το γεγονός και οι content creators θα ανέλυαν τη δολοφονία σε 60 δευτερόλεπτα. Το Instagram θα γέμιζε με μαύρες εικόνες, εικαστικά αφιερώματα και stories που θα καλούσαν τον κόσμο στους δρόμους και θα υπήρχαν εικονικές «εξεγέρσεις» μέσα από καμπάνιες, συλλογή υπογραφών ή ακόμα και ψηφιακά μνημεία.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ψηφιακής εποχής είναι η ταχύτητα με την οποία ένα τοπικό γεγονός γίνεται παγκόσμιο. Μπορεί όμως η ψηφιακή αλληλεγγύη να αντικαταστήσει τη φυσική; Η αλληλεγγύη στις μέρες μας είναι διαφορετική, συχνά περιορίζεται σε likes και shares, μια «ψεύτικη συμμετοχή» δηλαδή, χωρίς ουσιαστική εμπλοκή, που δεν αγγίζει το βάθος της φυσικής παρουσίας. Ο δρόμος εξακολουθεί να είναι σημαντικός, αλλά ο ψηφιακός κόσμος αλλάζει τη φύση της διαμαρτυρίας και αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί μπορεί να κάνει τη μνήμη να φαίνεται στιγμιαία. Άραγε ο Αλέξης θα είχε γίνει σύμβολο με τον ίδιο τρόπο το 2024, από τη στιγμή που στην ψηφιακή εποχή όλα τρέχουν πολύ γρήγορα, τα hashtags ξεθωριάζουν, τα trends εξαφανίζονται και η συλλογική μνήμη διαρκεί όσο μια ειδοποίηση στο κινητό μας;
Ένα άλλο αρνητικό στοιχείο είναι ότι πλέον το ίδιο γεγονός μπορεί να παρουσιαστεί από εκατοντάδες διαφορετικές οπτικές. Τι θα γινόταν αν τα fake news ή τα τροποποιημένα βίντεο διαστρέβλωναν την πραγματικότητα; Επιπλέον, η ψηφιακή εποχή έχει φέρει νέες μορφές καταστολής, αφού οι διαδηλωτές σήμερα δεν φοβούνται μόνο τη φυσική βία αλλά και την παρακολούθησή τους μέσω καμερών, την καταγραφή δεδομένων τους, ακόμα και την υποκλοπή των επικοινωνιών τους.
Το 2008 η νεολαία πίστευε ότι μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο. Το 2024 πολλοί νέοι νιώθουν πιο απογοητευμένοι, έχουν την αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, και πολλοί φαίνονται απλώς αποχαυνωμένοι στο δικό τους TikTok κόσμο, με αποτέλεσμα να γίνονται απλοί, παθητικοί θεατές. Η απογοήτευση είναι ένας φαύλος κύκλος – γεννά απάθεια και η απάθεια τρέφει το ίδιο σύστημα που θέλουμε να πολεμήσουμε. Αν χάσουμε όμως και την τελευταία διάθεση φυσικής αντίστασης, τότε το μόνο που μας μένει είναι να γίνουμε άβαταρ σε έναν εικονικό κόσμο, μήπως και ζήσουμε έστω κι έτσι αυτό που επιθυμούμε. How sad…
Ραντεβού στους δρόμους λοιπόν…