H διαδικτυακή περσόνα του «γέροντα Παστίτσιου» που καυτηρίαζε την εμμονή του κόσμου με τον γέροντα Παϊσιο, έχει γίνει στους περισσότερους λίγο πολύ γνωστή.» Όπως ίσως και η καταδίκη του δημιουργού της (10 μήνες με 3ετή αναστολή) για το αδίκημα του αρ.199 του Ποινικού Κώδικα, «καθύβριση θρησκευμάτων».

06_01_IMG_5305_01062014-1920x1280

Το άρθρο αυτό, το οποίο εντάσσεται στα εγκλήματα περί «επιβουλής της θρησκευτικής ειρήνης», είναι από τις διατάξεις που έχουν-είχαν υποπέσει σε αχρηστία και δύσκολα μπορεί κανείς να αναζητήσει υποθέσεις στο παρελθόν που έχουν καταλήξει στο ακροατήριο. Η παραπάνω απόφαση εγείρει αναπόδραστα αμφισβητήσεις που κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις. Η πρώτη, αφορά στο ευαίσθητο θέμα της ελευθερίας του λόγου-κυρίως αυτού που κινείται στα πλαίσια της σάτιρας. Η δεύτερη σχετίζεται με την ευθυκρισία και την αμέροληπτη, ενάσκηση των αρμοδιοτήτων των δικαστικών λειτουργών και η τρίτη θίγει για μια ακόμα φορά την παρείσφρυση και ενίοτε κατίσχυση θεοκρατικών στοιχείων στην ελληνική κοινωνία-και Δικαιοσύνη. Τα παραπάνω ζητήματα αποτελούν χρόνιες παθογένειες στις κοινωνικές σχέσεις-δομές και αυτή είναι απλώς μία ακόμη αφορμή για να τις βρούμε ακμαίες ξανά μπροστά μας.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, ήδη η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου , εξέδωσε ανακοίνωση που αναφέρει ότι «η ελευθερία του λόγου, θεμελιώδης πυλώνας της κοινωνικής συμβίωσης σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, τελεί υπό αμφισβήτηση όχι μόνο από τους καταστατικούς εχθρούς της δημοκρατίας αλλά από τους πολιτειακά εντεταλμένους προστάτες της.»

Η ελευθερία του λόγου, της Τέχνης και της έφρασης εν γένει, είναι ένα ζήτημα κάθε άλλο παρά επιφανειακό και δευτερεύον-είναι ένα θέμα που ορθώνεται καθημερινά σε ποικίλες εκφάνσεις. Όλοι κινούμαστε και αλληλεπιδρούμε στο διαδίκτυο, όλοι σηκώνουμε λάβαρο για το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης μας και της έκφρασής της μακριά από τη μέγγενη οποιουδήποτε περιορισμού και φόβητρου-θεοκρατικού ή μη. Υπερθεματίζουμε με πάθος σ’αυτό το δικαίωμα ακόμη και όταν πράγματι χωρούν περιορισμοί-όταν για παράδειγμα θίγεται το δικαίωμα στην προσωπικότητα του Άλλου. Ή ακόμη χειρότερα, όταν ο Άλλος μέσω του λόγου μας, γίνεται θύμα ρατσισμού, ξενοφοβίας, ομοφοβίας ή και επιθέσεων.

Πάνω σε αυτή την ελευθερία στήθηκε το βασικό επιχείρημα στις ξενοφοβικές και μισαλλόδοξες διακηρύξεις-απόψεις της Χρυσής Αυγής, αυτή υπήρξε το κύριο όχημα για τη διέλευσή της στον πολιτικό βίο. Κατ’ αντιστοιχία, την ίδια ελευθερία, χρησιμοποίησαν πολλάκις και εξακολουθούν, από άμβωνος ή μη, Πατέρες της Εκκλησίας, στηλιτεύοντας και αφορίζοντας οτιδήποτε διαφορετικό, οτιδήποτε δεν εναρμονίζεται στον δικό τους κώδικα αξιών, θίγοντας πρόσωπα και υπολήψεις, δημιουργώντας διακρίσεις και διαμορφώνοντας διαστρεβλωμένες συνειδήσεις.

Η ιστορία όμως δείχνει πως διαφορετικά προσμετράται το δικαίωμα στους φορείς του, ανάλογα την ιδεολογικοπολιτική στάση που υιοθετούν. Το βάζουμε στο ζύγι των φρονημάτων δηλαδή και αναλόγως προσθέτουμε ή αφαιρούμε.

Και εδώ συνδέεται η αναντιστοιχία της ελευθερίας σε κάθε της έκφανση με την παρείσφρυση της θρησκείας στο κοσμικό κράτος, στην ελληνική κοινωνία. Οι δικαστές είναι άνθρωποι, οι περισσότεροι στενά συνδεδεμένοι στον κοινωνικό ιστό, με προσωπικές πεποιθήσεις και προσωπικά πάθη. Είναι κρίσιμο όμως, οι πεποιθήσεις αυτές να μην εισχωρούν σε τέτοιο βαθμό στην ευθυκρισία τους ώστε να την αναιρούν και να επιβεβαιώνουν μύθους περί τυφλής και μεσαιωνικής δικαιοσύνης. Είναι πολύ πιθανό με διαφορετική σύνθεση δικαστηρίου, να υπήρχε διαφορετική εξέλιξη στην υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η Δικαιοσύνη δε μπορεί να προσωποποιείται στους λειτουργούς της. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζήτημα υποκίνησε μέλος της Χρυσής Αυγής που αυτή τη στιγμή κρατείται προσωρινά κατηγορούμενος για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, θα έπρεπε να στείλει ένα μήνυμα για την πρόοδο της δίκης και εύλογα κρίνεται το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο κρίθηκε η υπόθεση.

Το πιο πιθανό είναι ο καταδικασθείς πλέον «Γέροντας Παστίτσιος» να αθωωθεί στο δεύτερο βαθμό. Τα δείγματα όμως οπισθοδρομισμού-και μάλιστα υπό τις εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας-τη στιγμή που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ να ξεφύγουμε από κάθε είδους αγκυλώσεις του παρελθόντος, μας κάνει απλώς να καταβάλουμε περισσότερη προσπάθεια και να προασπίσουμε ό,τι ως τώρα θεωρούσαμε αναφαίρετο και δεδομένο.